Romance and Urban Fantasy Lit

  • Kelley Armstrong, J.R.Ward, Charlaine Harris, L.J. Smith, Kresley Cole, Gena Showalter

What is this place?

Έχω αλλάξει πολλές γνώμες για αυτό το χώρο και όχι άδικα. Η συγγραφή είναι δύσκολη και επίπονη δουλειά, απαιτεί πολύ γράψε-σβήσε…Η ιστορία που ξεκίνησα πριν κάποιους μήνες παίρνει λοιπόν καινούργια μορφή, επιδιώκει να γίνει καλύτερη –αλλά όχι τέλεια- οπότε τα σχόλια σας δεν θα είναι μόνο χρήσιμα, αλλά και απαραίτητα.

Παρασκευή 30 Απριλίου 2010

Κεφάλαιο 3ο ΣΚΕΨΕΙΣ


     Τα πόδια του Άρβιν έδειχναν να μην αγγίζουν το έδαφος, καθώς διέσχιζε με ταχύτητα τους γεμάτους κόσμο δρόμους της πόλης. Ευτυχώς για αυτόν, δεν χρειάστηκε να σπρώξει πολλούς περαστικούς για να συνεχίσει απρόσκοπτος την πορεία του. Τα σώματα τους παραμέριζαν από μόνα τους για να περάσει, στο άκουσμα και μόνο του θορύβου που έκαναν οι βαριές του μπότες. Τα πόδια του δρασκέλιζαν με ευκολία αθλητή τα πλακόστρωτα πεζοδρόμια. Η κίνηση του όμως, η ευλυγισία και η σβελτάδα με την οποία απέφευγε κάθε εμπόδιο στο δρόμο του, ξεπερνούσε τις ικανότητες οποιουδήποτε αθλητή. Δεν ήταν λίγοι αυτοί, που στο πέρασμα του κοντοστάθηκαν και τον κοίταξαν απορημένοι, πριν ξαναβάλουν τα ακουστικά από το iPod τους στα αυτιά και συνεχίσουν το δρόμο τους. Οποιαδήποτε άλλη μέρα θα ήταν πολύ πιο προσεκτικός να μη τραβάει τόσο τη προσοχή του κόσμου, όμως σήμερα δεν τον ένοιαζε τόσο. Δεν είχε χρόνο να αποφύγει τα απορημένα βλέμματα ή να επηρεάσει τις σκέψεις του κόσμου γύρω του, όπως συνήθως. Το μυαλό του δούλευε ήδη γρήγορα και μεθοδικά, προσπαθώντας να λύσει τους γρίφους της ημέρας.
     Καθώς κατηφόριζε όλο και πιο κοντά στο κέντρο της πόλης, νέες μυρωδιές, πιο δυνατές και πλούσιες, χτύπησαν τα ρουθούνια του, κάνοντας τον για μια στιγμή να χάσει τον ειρμό των σκέψεων του. Τα εστιατόρια του κέντρου είχαν ανοίξει ήδη τις πόρτες τους. Το κεφάλι του γέμισε εικόνες από δεκάδες διαφορετικά πιάτα φαγητού, καθώς η ώρα του μεσημεριανού πλησίαζε και το κέντρο γέμιζε σιγά-σιγά με τον κόσμο από τα εκατοντάδες γραφεία που στεγαζόταν τριγύρω. Το πλήθος, η βοή του κόσμου και οι ανάμεικτες μυρωδιές του αστικού τοπίου άρχισαν και πάλι να τεντώνουν τα νεύρα του. Καθώς το δέρμα του άρχισε να τραβάει και το σώμα του να τρέμει ελαφρώς, το βλέμμα του εξερεύνησε προσεκτικά την περιοχή και σταμάτησε απότομα στην άλλη πλευρά του δρόμου. Στα αριστερά του εντόπισε ένα μικρό, περίφρακτο πάρκο. Πέρασε το δρόμο με το κεφάλι του σκυμμένο και κατευθύνθηκε προς την είσοδο του.
     Η πόρτα έκλεισε πίσω του με ένα δυνατό τρίξιμο. Το πάρκο ήταν άδειο και το πυκνό φύλλωμα των χαμηλών δέντρων που το περιτριγύριζαν του έδωσε μια επίπλαστη αίσθηση ηρεμίας και απομόνωσης. Αγνόησε τα διάσπαρτα παγκάκια και κάθισε στο λεπτό γρασίδι, απορροφώντας με όλες του τις αισθήσεις το φρέσκο άρωμα που ανάδιδε το χώμα και το πράσινο χαλί που το σκέπαζε. Ένιωσε για λίγο σαν να ξαναγύρισε σπίτι του. Τα μπράτσα του έπεσαν χαλαρά δεξιά και αριστερά από το πελώριο σώμα του. Άπλωσε τα χέρια του και ακούμπησε το έδαφος με τις ανοιχτές του παλάμες. Το γρασίδι γέμισε τις χούφτες του και τα νύχια του εισχώρησαν βαθιά στο μαλακό χώμα. Εισπνοή, εκπνοή. Το στέρνο του ανεβοκατέβαινε σαν τρελό και το σάλιο στέγνωνε μέσα στο στόμα του, πριν προλάβει να φτάσει στο λαιμό του. Του πήρε κάμποση ώρα να χαλαρώσει, μα μόλις είχε αρχίσει να τα καταφέρνει η εικόνα της άγνωστης γυναίκας που μόλις συνάντησε ξεπετάχτηκε και πάλι στο μυαλό του.
    Η γυναίκα του σταθμού ήταν ο γρίφος της ημέρας. Η μυρωδιά από το αίμα της τον έκανε να χάσει την αυτοσυγκέντρωσή του αρκετές φορές. Η μυρωδιά όμως του κορμιού της τον έκανε να χάσει την αυτοσυγκράτηση του άλλες τόσες. Τίποτα το αφύσικο ως εδώ, σιγομουρμούρισε. Όσοι ήταν σαν και αυτόν είχαν πάντα πρόβλημα στο να ελέγξουν με επιτυχία τις βασικές τους ανάγκες: δηλαδή την πείνα και την ανάγκη για σεξουαλική επαφή. Το πρόβλημα ξεκινά από τη στιγμή που τα δύο ένστικτα μπερδεύονται. Είχε δει και είχε ζήσει πολλά στη ζωή του, μα ποτέ δεν είχε αντιμετωπίσει ξανά κάτι τέτοιο. Οι γραμμές μεταξύ των δύο ενστίκτων ήταν πάντα ξεκάθαρες γι' αυτόν. Δεν «έπαιζε» ποτέ με το φαί του. Υπήρχαν όμως και αυτοί που διάλεγαν που και που να «παίξουν». Δεν ήταν πλέον λίγες οι θνητές γυναίκες που χρησιμοποιούσαν τον κίνδυνο ως αφροδισιακό, παίζοντας με περίσσιο ενθουσιασμό το παιχνίδι της υποταγής με κάθε λογής πλάσμα. Όμως οι όμοιοί του, δεν μπέρδευαν ποτέ την οσμή των σωμάτων. Τι κάνει λοιπόν αυτή την περίπτωση τόσο μοναδική; Η γυναίκα του σταθμού φάνηκε να έχει παντελής άγνοια για τη διπλή της ιδιότητα. Το ανθρώπινο αίμα που έτρεχε στις φλέβες της μύριζε σαν το πιο ακριβό πιάτο στο μενού. Το σώμα της όμως…το σώμα της ανάδιδε την οσμή του δάσους μετά από μια δυνατή καλοκαιρινή μπόρα. Την οσμή, δηλαδή, των δικών του ανθρώπων.
     Ο γρίφος είχε αρχίσει να ταλαιπωρεί τα ήδη εύθραυστα νεύρα του. Θα τον ευχαριστούσε πολύ μια γρήγορη και εύκολη απάντηση. Πραγματικά, δεν ήθελε να χάσει ούτε ένα ακόμη δευτερόλεπτο από το χρόνο του εξετάζοντας τα ενδεχόμενα στο μυαλό του. Η ύπαρξη της και μόνο είχε αρχίσει να τον κουράζει και να τον εκνευρίζει αφάνταστα. Από τη μία, το ενδεχόμενο να υπάρχουν και να κυκλοφορούν ελεύθερα στη πόλη όντα άγνωστης προέλευσης αποτελούσε απειλή για όλους τους. Την τελευταία φορά που κάτι τέτοιο συνέβη λίγο έλλειψε να αφανιστεί το είδος του και μαζί του όλα τα πλάσματα που η ζωή τους ή οι συνήθειες τους παρέκλιναν, έστω και λίγο, από αυτές των ανθρώπων.  Βέβαια, μετά από τόσους αιώνες δύσκολης συνύπαρξης και πολέμων μεταξύ των ειδών, κάποιοι θα χαιρόταν ιδιαιτέρα με το χαμό των υπολοίπων, όμως ο κοινός τους εχθρός, ο άνθρωπος, τους κρατούσε για την ώρα ενωμένους σε μια άβολη συμμαχία. Από την άλλη, ο ατρόμητος τρόπος της άγνωστης αυτής γυναίκας, το θράσος των οργισμένων της απαντήσεων, μαρτυρούσε πως γνώριζε, έστω και υποσυνείδητα, τη δύναμη της και την επιδείκνυε με κάθε ευκαιρία. Η συμπεριφορά της τον μπέρδευε. Δεν είχε δει ίχνος φόβου στα μάτια της, όμως μπορούσε να τον οσφρανθεί στον ιδρώτα του κορμιού της.
Έτριψε νευρικά το χέρι του πάνω στα κοντοκουρεμένα, μαύρα του μαλλιά και αποφάσισε να την κατατάξει, δίχως δεύτερη σκέψη, στη πρώτη θέση της λίστας των πιο εκνευριστικών θηλυκών που είχε γνωρίσει στη μακριά ζωή του. Και ο Άρβιν είχε γνωρίσει αρκετά. Το τελευταίο από αυτά μάλιστα είχε το τέλος που του άξιζε, σκέφτηκε, καθώς εικόνες και αισθήματα από το παρελθόν πλημμύρισαν το μυαλό του δίχως να τα προσκαλέσει.
Το δέρμα της Ανιέλ ήταν το ίδιο λευκό και λείο, με αυτό της γυναίκας από το σταθμό του μετρό. Μα οι ομοιότητες μεταξύ τους σταματούσαν εκεί. Η ομορφιά της Ανιέλ δεν είχε μέτρο σύγκρισής, σαγήνευε όλα τα είδη και τα οδηγούσε στο χαμό με περίσσια χαρά. Τα θύματα της έρχονταν στην ίδια, δεν χρειαζόταν καν να τα ψάξει. Το μυαλό της είχε τόση δύναμη που μπορούσε να σε εξουσιάζει από χιλιόμετρα μακριά. Μπορούσε με μια ματιά της να σε γονατίσει. Με ένα σπρώξιμο του χεριού της να σε πετάξει μέτρα μακριά. Με μια κουβέντα της….με μια κουβέντα της μπορούσε να σε εξοργίσει τόσο, ώστε να την σκοτώσεις! Τώρα που το καλοσκεφτόταν, ίσως οι ομοιότητες μεταξύ των δύο γυναικών να μη σταματούσαν μόνο στο χρώμα και την όψη του δέρματος τους. Αυτό το υπεροπτικό, εκνευριστικό ύφος της γυναίκας στο σταθμό του μετρό το είχε ξαναδεί. Ήταν το ύφος των υψηλά ιστάμενων θηλυκών στην ιεραρχία του κάθε είδους. Το θέμα είναι πως στο δικό του μυστικό κόσμο δεν υπήρχαν γυναίκες σε τέτοιες θέσεις.
Έβαλε το χέρι του στην τσέπη του τζάκετ του και έπιασε το κινητό του τηλέφωνο. Με μια μόνο κίνηση πάτησε το κουμπί της γρήγορης επανάκλησης και έφερε το ακουστικό στο αυτί του. Στο δεύτερο χτύπημα μια επιβλητική ανδρική φωνή απάντησε.
     -    Πες μου Άρβιν. Τι έχουμε;
     -    Θέμα έχουμε και μάλιστα από αυτά που δεν συναντάς κάθε μέρα.
     -    Μίλα μου, τι βρήκες;
     -    Κάποια που μας μοιάζει πολύ κυκλοφορεί ελεύθερα στη πόλη. Το θέμα είναι   πως αυτή η γυναίκα δεν είναι ουσιαστικά μία από εμάς;
     -     Δηλαδή;
     -     Δηλαδή… έχουμε να κάνουμε με ένα εντελώς καινούργιο είδος.
 Σιωπή απλώθηκε στη γραμμή.
      -     Κάϊλ; Με ακούς;
      -    Σε ακούω. Πες μου που την συνάντησες.
Η παντελής έλλειψη έκπληξης στη φωνή του Κάϊλ άρχισε να τον υποψιάζει άσχημα.
-            -Στο σταθμό του μετρό, δύο γωνίες μακριά από το γραφείο σου.
Σιωπή και πάλι. Ο Άρβιν είχε αρχίσει πλέον να χάνει την υπομονή του.
-          -Πες μου τι να κάνω Κάϊλ, περιμένω εντολές.
-          -Έλα από το γραφείο και κράτα τη ψυχραιμία σου.
-          -Θα σου πρότεινα να ξανασκεφτείς την απάντηση σου. Αν έρθω από εκεί θα χάσω τελείως τα ίχνη της.
-          -Μην ανησυχείς Άρβιν.
-          -Μην παίζεις με τα νεύρα μου Κάϊλ. Δεν είναι η κατάλληλη μέρα.
-          -Δεν θα χάσεις τα ίχνη της Άρβιν, διότι η γυναίκα που ψάχνεις αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο λόμπυ της εταιρείας.
Το χέρι του Άρβιν έσφιξε με τόση δύναμη το κινητό τηλέφωνο που κρατούσε, που η οθόνη του ράγισε.

Κεφάλαιο 2ο Η Γνωριμία (Μέρος Β)


Η πλάτη της Στεφανίας χτύπησε με φόρα στον τοίχο και η αναπνοή της χάθηκε μέσα απ' τα πνευμόνια της. Θα έπρεπε να σωριαστεί στο πάτωμα, μα τα πόδια της την κράτησαν όρθια, δίχως καν να διαμαρτυρηθούν. Το σοκάκι ήταν ασυνήθιστα σκοτεινό, λες και ο ήλιος είχε χαθεί απ’ τον πρωινό ουρανό. Οι τεράστιοι τοίχοι των κτιρίων που το περιστοίχιζαν ανέδιδαν μια  έντονη μυρωδιά υγρασίας και αποσύνθεσης. Κόλλησε την πλάτη της στο μαυρισμένο τοίχο και παρακολούθησε με προσοχή τις κινήσεις του άγνωστου άντρα, που βημάτιζε τώρα νευρικά μπροστά της. Τίποτα στις κινήσεις του δεν της θύμιζε άνθρωπο. Ο τύπος απέναντι της την περικύκλωνε και την κοιτούσε σαν αγρίμι έτοιμο να επιτεθεί στη λεία του. Τα μάτια του έμοιαζαν να φωσφορίζουν στο λιγοστό φως, ένα απόκοσμο κόκκινο χρώμα έλαμπε στο βάθος της κάθε κόρης. Κοιτώντας τον, η Στεφανία αποφάσισε να μην λάβει σοβαρά τα σήματα κινδύνου που το ένστικτό της έστελνε στον εγκέφαλο της. Αν τα έπαιρνε σοβαρά, θα πανικοβάλλονταν τόσο πολύ, που δεν θα κατάφερνε να βγει ζωντανή από εκείνο το σοκάκι. Αποφάσισε πως, στην προκειμένη περίπτωση, η καλύτερη άμυνα ήταν η επίθεση.
«Τι θέλεις επιτέλους από μένα; Μίλα!», φώναξε δίχως να το πολυσκεφτεί. Ο άντρας γύρισε απότομα το κεφάλι του προς το μέρος της και το απειλητικό του βλέμμα την έκανε να χάσει τη φωνή της. Ίσως τελικά η επίθεση να μην ήταν η καλύτερη επιλογή αυτή τη φορά, σκέφτηκε και κόλλησε ξανά την πλάτη της πάνω στον τοίχο που βρισκόταν πίσω της.  
«Απαντήσεις. Πες μου πώς σηκώθηκες με τόση ευκολία από το πάτωμα εκεί μέσα; Πες μου γιατί οι κινήσεις σου είναι τόσο γρήγορες; Πώς μία γυναίκα σαν εσένα μπορεί να ανακόψει τη φόρα ενός άντρα που είναι διπλάσιος από την ίδια;», της απάντησε ο άγνωστος άντρας, μηδενίζοντας με ένα μόνο βήμα του την λιγοστή απόσταση που υπήρχε μεταξύ τους.
 Όλες εύλογες  ερωτήσεις, σκέφτηκε η Στεφανία, μα δεν είχε την παραμικρή ιδέα πώς να απαντήσει. «Το μόνο που ξέρω είναι πως έχασα τις αισθήσεις μου εκεί μέσα. Εσύ κατάφερες με κάποιο τρόπο να με συνεφέρεις», του απάντησε, δίχως να μπορεί να κρύψει τον εκνευρισμό και τη σύγχυσή της αυτή τη φορά. «Μην περιμένεις βέβαια να σ' ευχαριστήσω, γιατί όσο περνάει η ώρα τόσο και πιο πολύ εύχομαι να με είχες αφήσει σωριασμένη σ' εκείνη την πλατφόρμα! Όσο για όλα τα υπόλοιπα δεν ξέρω να σου απαντήσω. Μάλλον η αδρεναλίνη μου χτύπησε κόκκινο και απέκτησα υπερφυσικές δυνάμεις! Θέλεις κάτι άλλο;».
    Σε αυτό το τελευταίο ο άντρας που στεκόταν μπροστά της έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. Το σώμα του χαλάρωσε κάπως και το βλέμμα του μαλάκωσε αισθητά. Ένα απίστευτο βάρος ήταν σαν να σηκώθηκε εκείνη τη στιγμή από τα στήθος της Στεφανίας και η αναπνοή της άρχισε και πάλι να αποκτά φυσιολογικούς ρυθμούς. Η ένταση μεταξύ τους άρχισε να εξανεμίζεται αργά-αργά, χωρίς καν να ανταλλάξουν κουβέντα. Τελείωσε, σκέφτηκε. Ανακούφιση. Επιτέλους, πίστεψε πως λέω την αλήθεια. Μα πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη σκέψη της, τα χέρια του άρπαξαν τα δικά της και την τράβηξε με φόρα πάνω του. Το στήθος της χτύπησε πάνω στο στέρνο του. Το σώμα του ήταν σκληρό σαν πέτρα. Τα μπράτσα του ξαφνικά της φάνηκαν τεράστια. Ο πανικός που την κατέλαβε σε κλάσματα δευτερολέπτου της έκοψε και πάλι την ανάσα. Η Στεφανία τώρα πια ήθελε να ουρλιάξει, μα πριν προλάβει να το κάνει το πρόσωπο του χώθηκε στη καμπύλη του λαιμού της και τον ένιωσε να εισπνέει βαθιά την μυρωδιά της. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της σαστισμένη. Το αναθεματισμένο καρδιοχτύπι που τη βασάνιζε όλο το πρωί είχε επιστρέψει με ιδιαίτερη μανία, όμως, ο άγνωστος άντρας που την αναστάτωσε είχε ήδη εξαφανιστεί από μπροστά της.

Πέμπτη 29 Απριλίου 2010

Κεφάλαιο 2ο Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ


Καθώς το κεφάλι της Στεφανίας χτύπησε το πάτωμα της πλατφόρμας τα πάντα γύρω της μαύρισαν στιγμιαία. Νεκρική ησυχία γέμισε και πάλι τα αυτιά της. Η σιωπή την γέμισε γαλήνη. Αποφάσισε υποσυνείδητα να μην το παλέψει παραπάνω. Αποφάσισε να αφήσει απλά να την καταβροχθίσει το σκοτάδι, να σταματήσει τον πόνο στο στήθος της και να την βοηθήσει να κοιμηθεί, να ξαποστάσει. Ένιωθε ήδη εξουθενωμένη από την προσπάθεια της να κρατηθεί όρθια σε αυτή την άθλια πλαστική καρέκλα του σταθμού.
Τι παράξενη μέρα! Σήμερα το πρωί ξύπνησε πιστεύοντας πως αυτή θα είναι η μέρα που θα αλλάξει τη ζωή της. Δεν πέρασε στιγμή απ' το μυαλό της πως ο θάνατος είναι ίσως η μεγαλύτερη αλλαγή που μπορεί να συμβεί στη ζωή ενός ανθρώπου. Ναι, σίγουρα κάτι τέτοιο θα άλλαζε τα πάντα, σωστά; Ήθελε να γελάσει υστερικά με την αφέλεια της, αλλά δεν μπορούσε. Κάτι βαρύ πίεζε τώρα το στέρνο της. Το βάρος έκανε τα πνευμόνια της να καίνε και το κάψιμο άρχισε να επεκτείνετε και σε όλο της το κορμί με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Τα μάτια της άνοιξαν με μιας. Τα φώτα του σταθμού την τύφλωσαν στιγμιαία και η βαθιά εισπνοή που πήρε έκανε το κορμί της να πεταχτεί σαν ελατήριο από το πάτωμα. Νεκρική σιγή. Τα αυτιά της ήταν και πάλι ερμητικά κλειστά στους ήχους. Ο κόσμος που είχε μαζευτεί γύρω της να τη βοηθήσει, υποχώρησε τρομαγμένος, όμως δεν σταμάτησε στιγμή να την επεξεργάζεται με το βλέμμα του. Δεκάδες μάτια πάνω της! Το επίκεντρό της προσοχής όλων. Ο χειρότερος εφιάλτής της έπαιρνε σάρκα και οστά.
Ίσως θα ήταν καλύτερα να είχα πεθάνει, σκέφτηκε πανικόβλητή, καθώς έψαχνε κάπου να κρυφτεί, ώστε να αποφύγει τα εξεταστικά βλέμματα των γύρω. Κάνοντας στροφή, ψάχνοντας για την έξοδό, το σώμα της έπεσε με φόρα πάνω σε κάποιο τοίχο.  Τα χέρια της υψώθηκαν μπροστά στο στήθος της σχεδόν αυτόματα, σε μια προσπάθεια να ανακόψει τη σύγκρουσή της με το τσιμέντο. Τότε μόνο κατάλαβε πως το εμπόδιο που πάσχιζε να αποφύγει δεν ήταν τοίχος. Ο άντρας που στεκόταν μπροστά της ήταν ψηλός και γεροδεμένος. Ένα φυσικό εμπόδιο που της έφραζε τη μόνη διέξοδο διαφυγής που είχε καταφέρει να εντοπίσει στο χώρο. Ένιωσε την ανάγκη να τον διατάξει να μετακινηθεί και την ίδια ακριβώς στιγμή αναρωτήθηκε από πότε το να δίνει διαταγές σε αγνώστους της έβγαινε με τόση φυσικότητα. Ο άντρας άνοιξε το στόμα του να μιλήσει. Δίχως προειδοποίηση η ακοή της επανήλθε και η μεστή, βραχνή φωνή του γέμισε τα αυτιά της.
«Τι ακριβώς είσαι;» τη  ρώτησε και η Στεφανία έμεινε να τον κοιτά αποσβολωμένη.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Άρβιν εξέτασε με το βλέμμα του τη γυναίκα που στεκόταν απέναντι του και τον κοιτούσε αποσβολωμένη. Τα μάτια του περιπλανήθηκαν πάνω της, ξεκινώντας χαμηλά από τα απλά παπούτσια της και φτάνοντας μέχρι το πρόσωπο της. Η παρουσία της δεν του έδινε κανέναν στοιχείο. Με τα ανακατωμένα, καστανόξανθα μαλλιά της έμοιαζε με χιλιάδες άλλες γυναίκες που καθημερινά συναντά κανείς στους δρόμους της πόλης. Τα ρούχα της ήταν μονόχρωμα και συντηρητικά. Έδιναν την εικόνα ανθρώπου που δουλεύει σε γραφείο κάποιας μεγάλης εταιρείας. Όσο για το σώμα της, ήταν καλά κρυμμένο κάτω από το χοντρό, σκούρο παλτό που φορούσε. Το πρόσωπό της όμως του θύμιζε τις γυναίκες που πολλά χρόνια πριν κοσμούσαν τους πίνακες ζωγραφικής στα σπίτια των αρχόντων και των αριστοκρατών. Η επιδερμίδα της ήταν λεία, καθαρή και λευκή, σαν το χιόνι. Τα μάτια της είχαν το γαλαζοπράσινο χρώμα που συναντά κανείς κοιτώντας το βυθό μιας λίμνης, όταν τον χτυπά το φως του ήλιου. Και αυτή η αθώα, σαστισμένη έκφρασή της…. είχε αρχίσει να τον εκνευρίζει αφάνταστα!
Η Στεφανία ίσα που είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται την αλλαγή στο βλέμμα του αγνώστου άντρα που είχε απέναντι της, όταν ένας μεσήλικας άντρας τους πλησίασε. «Είστε καλά δεσποινίς μου;», την ρώτησε εμφανώς ανήσυχος. Το κεφάλι της Στεφανίας γύρισε αργά προς το μέρος του, μα πριν προλάβει να απαντήσει, ο άγνωστος άντρας ακούμπησε το χέρι του καθησυχαστικά στο μπράτσο του μεσήλικα, τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και είπε με σταθερή φωνή: «Η δεσποινίς είναι μαζί μου, θα την μεταφέρω εγώ στα επείγοντα, το κεντρικό νοσοκομείο της πόλης είναι μόλις μερικά τετράγωνα μακριά, μην ανησυχείτε καθόλου κύριε μου». Ο μεσήλικας άντρας τον κοίταξε σιωπηλός για μερικά δευτερόλεπτα και έπειτα του χαμογέλασε ήρεμα και έκανε στροφή να φύγει, δίχως να πει δεύτερη κουβέντα.
Το σχεδόν υπνωτισμένο βλέμμα του έκρυβε από πίσω μια αλλόκοτη, αναίτια ευφορία, που έκανε την Στεφανία να ξεροκαταπιεί. Παρά την έντονη ζάλη της, το απορημένο βλέμμα της τον ακολούθησε εξεταστικά, καθώς απομακρύνονταν στο βάθος του σταθμού. Ένας ανεξήγητος φόβος τύλιξε τη ψυχή της όταν παρατήρησε πως ο άντρας που απομακρυνόταν μετέδιδε το ίδιο υπνωτισμένο βλέμμα σε όποιον από τους παραβρισκόμενους ακουμπούσε –δήθεν τυχαία- με το σώμα του. Σε λίγα μόλις λεπτά η προσοχή του συγκεντρωμένου κόσμου είχε ξαναγυρίσει στο φωτεινό πίνακα των ανακοινώσεων και στις μεταξύ τους συζητήσεις. Ο έντονος πόνος που είχε νιώσει η Στεφανία στο κέντρο του στήθους της ξαναγύρισε με οξύτητα και της έκλεψε τη μιλιά. Γύρισε το βλέμμα της για ακόμη μία φορά προς το μέρος του άντρα που στεκόταν μπροστά της.
«Τι είσαι;», ακούστηκε να την ξαναρωτά, εμφανώς πιο θυμωμένα και απειλητικά αυτή τη φορά. Σιωπή. Τώρα πια στεκόταν πρόσωπο με πρόσωπο. Τα μάτια του κολλημένα στα δικά της, περιμένοντας μια απάντηση, μια αντίδραση έστω, που θα πρόδιδε την καταγωγή της. Όταν τίποτα από αυτά δεν συνέβη, την άρπαξε με δύναμη από το μπράτσο και άρχισε να την σέρνει προς την έξοδο του σταθμού.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Στεφανία προσπαθούσε να βάλει τις σκέψεις της σε τάξη, καθώς τα πόδια της μπερδευόταν μεταξύ τους στην προσπάθεια της να συντονιστεί με το γρήγορο βήμα του άντρα που την τραβούσε απ' το μπράτσο. Ο κόσμος που διέσχιζε τους στενούς διαδρόμους του σταθμού παραμέριζε βιαστικά στο πέρασμα τους, ρίχνοντάς τους κλεφτές ματιές, γεμάτες απορία. Στα μάτια τους σίγουρα φάνταζαν ως ένα ακόμη ζευγάρι που προσπαθεί να λύσει τις όποιες διαφορές του δημοσίως. Η πόλη ήταν γεμάτη από εκνευρισμένους, φωνακλάδες κατοίκους, που δεν δίσταζαν να έρθουν στα χέρια για μικροδιαφορές. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν ήταν και πολλοί οι θαρραλέοι που θα έμπαιναν ανάμεσα τους να τους χωρίσουν, ειδικά όταν δεν γνώριζαν τι είδους όπλο μπορεί να κουβαλάει ο καθένας κάτω από τα ρούχα του.
Η Στεφανία ίσα που προλάβαινε να κοιτάξει τα απορημένα πρόσωπα που την προσπερνούσαν. Το μυαλό της δούλευε πυρετωδώς. Τι είχε αλήθεια μόλις συμβεί; Ποιος ήταν αυτός ο άντρας που την τραβούσε έτσι αποφασιστικά από το μπράτσο;  Πώς κατάφερε να σηκωθεί από το κρύο, βρώμικο πάτωμα; Τι ήταν αυτό όμως που την ανάγκασε αρχικά να σωριαστεί στο έδαφος; Η τελευταία ειδικά ερώτηση τη βασάνιζε ιδιαίτερα, μια και ποτέ στη ζωή της δεν είχε αρρωστήσει σοβαρά. Ποτέ δεν είχε πάει σε γιατρό ή έστω στο νοσοκομείο. Αυτό που της συνέβη ήταν πρωτόγνωρο και δεν είχε καμιά αμφιβολία μέσα της πως σήμερα έφτασε πολύ κοντά στο θάνατο. Αυτό που δεν ήξερε και δεν μπορούσε να κατανοήσει ήταν το γιατί αυτό συνέβη και πως κατάφερε να το ξεπεράσει τόσο εύκολα. Καθώς το μυαλό της έτρεχε με χίλια, κάνοντας ότι μπορεί για να δώσει μια -έστω κατά προσέγγιση- λογική απάντηση σε όσα της συνέβησαν, κάτι μέσα της άρχισε να συσσωρεύετε και να μεγαλώνει, να κάνει το αίμα της να βράζει. Στύλωσε με μια τα πόδια της στο έδαφος και το σώμα της ακινητοποιήθηκε.
            Τα δάχτυλα του Άρβιν βυθίστηκαν στη μαλακή σάρκα του μπράτσου της, καθώς το ακίνητο πια σώμα της του ανέκοψε τη φόρα και τον έκανε να χάσει το βηματισμό του. Ήταν τόσο αφοσιωμένος στην πορεία που είχε ήδη χαράξει στο μυαλό του, που δεν αντιλήφθηκε πως η γυναίκα που τραβούσε τόση ώρα από το μπράτσο είχε σταματήσει να τον ακολουθεί. Για τον ίδιο το μόνο που είχε σημασία ήταν να πάρει τις απαντήσεις που του χρειαζόταν. Η ιδέα και μόνο πως άλλοι σαν και τον ίδιο κυκλοφορούσαν ελεύθερα και δίχως καμιά εποπτεία στους δρόμους αυτής της πόλης τον αρρώσταινε. Ο κίνδυνος που ελλόχευε ήταν ασύλληπτος.
   Η μυρωδιά φρέσκου αίματος χτύπησε τη μύτη του και έκανε τα σωθικά του να γυρίσουν, όχι όμως από αηδία. Το συναίσθημα που τον κατέβαλε ήταν πιο δυνατό από τη λογική. Μια ξαφνική δίψα πλημμύρισε όλες τους τις αισθήσεις. Γύρισε το κεφάλι του και τα μάτια του εστίασαν αμέσως στην ανοιχτή πληγή που βρισκόταν στο μέτωπο της γυναίκας που κρατούσε ακόμη γερά από το μπράτσο. Δίχως να το καταλάβει σήκωσε το χέρι του για να ακουμπήσει την ανοιχτή πληγή στο μέτωπο της. Η φωνή της ανέκοψε την πορεία του χεριού του, πριν καν την ακουμπήσει.
«Ακούμπησε με και θα φύγεις από εδώ με ένα χέρι λιγότερο».
  Κάτω από άλλες συνθήκες ίσως να είχε βάλει τα γέλια. Καμία γυναίκα δεν τον είχε απειλήσει ξανά, γιατί καμιά λογική και έξυπνη γυναίκα δεν θα τα έβαζε με έναν άντρα που ήταν δύο φορές το μέγεθος της. Δύο ήταν λοιπόν τα ενδεχόμενα σε αυτή την κατάσταση: ή  αυτή η γυναίκα ήταν πολύ θαρραλέα ή απλά πολύ ηλίθια.
 «Άσε το μπράτσο μου και απομακρύνσου», τον διέταξε. Αυτή τη φορά δεν είχε καμία αμφιβολία στο μυαλό του: η γυναίκα δίπλα του εννοούσε κάθε λέξη που ξεστόμιζε και ήταν έτοιμη να κάνει ότι χρειαστεί για να εισακουστεί. Αυτό που δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει όμως ήταν γιατί ένιωσε ξαφνικά τόσο έντονα μέσα του την ανάγκη να την υπακούσει τυφλά. Τράβηξε το χέρι του από το μπράτσο της, σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα και στάθηκε προσοχή μπροστά της, σαν καλοκουρδισμένος στρατιώτης.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
    Όλες οι αισθήσεις της Στεφανίας ήταν τώρα πια σε εγρήγορση. Τα αυτιά της κατέγραφαν και επεξεργάζονταν χιλιάδες ήχους ταυτόχρονα. Οι μυείς του σώματος της είχαν πετρώσει σαν γροθιά. Ήταν έτοιμη να αποκρούσει οτιδήποτε θα ερχόταν προς το μέρος της, αν και -παραδόξως- έπαψε να αισθάνεται πλέον πως απειλείται. Αυτή η μέρα τελικά ήταν υπερβολικά παράξενη για να μπορέσει να τη χωρέσει και να την κατηγοριοποιήσει το μυαλό της.  Το βλέμμα της άρχισε να εξερευνάει για πρώτη φορά το πρόσωπο του άντρα που στεκόταν προσοχή μπροστά της.
   Δεν πρέπει να ήταν πάνω από 30 ετών. Το δέρμα του ήταν σκούρο, μα είχε μια απόκοσμη λάμψη. Οι έντονες γωνίες του προσώπου του τον έκαναν να δείχνει υπερβολικά αρρενωπό, μα και επικίνδυνο. Τα μάτια του είχαν ένα παράξενο γκριζοπράσινο χρώμα. Το βλέμμα του ήταν τόσο έντονο, που θα νόμιζες πως μπορεί να δει κάτω από το δέρμα σου. Για μία φευγαλέα στιγμή ο έντονος πόνος, που είχε νιώσει νωρίτερα, χτύπησε ξανά το στήθος της και εξαφανίστηκε το ίδιο γρήγορα όπως ήρθε. Μέχρι να συνέλθει πλήρως και να ξαναβρεί το χρώμα της, μια τρελή ιδέα πέρασε από το μυαλό της. Ο άγνωστος άντρας που στεκόταν απέναντι της πρέπει να ευθύνονταν για τα μικρά, μα έντονα καρδιακά επεισόδια που βίωνε. Βέβαια, δεν είχε καμιά απόδειξη πάνω στην οποία θα μπορούσε να στηρίξει αυτή της την θεωρία, πέρα από τη σύμπτωση της συνάντησης τους και την ταυτόχρονη εκδήλωση των συμπτωμάτων της. Την απέρριψε λοιπόν βιαστικά, ως εξωπραγματική, και έκανε ένα βήμα προς το μέρος του.
 «Ποιος είσαι;» κατάφερε να ψελλίσει, λιγότερο σίγουρη για τον εαυτό της αυτή τη φορά.

Ο άγνωστος άντρας την κοίταξε ξανά εξεταστικά. «Εγώ θα έπρεπε να κάνω τις ερωτήσεις και όχι εσύ», της απάντησε χαμηλόφωνα, κοιτώντας επιφυλακτικά τα πρόσωπα των ανθρώπων που τους προσπερνούσαν. «Σε ρωτάω για τελευταία φορά, τι είσαι;» είπε και η παράξενη εμμονή του στο ίδιο ερώτημα έκανε τη Στεφανία να χάσει εκ νέου την υπομονή της.
«Τι εννοείς; Τι χαζή ερώτηση είναι αυτή; Με τι σου μοιάζω;» του απάντησε, αυξάνοντας την ένταση της φωνής της αρκετά ντεσιμπέλ πάνω απ' το κανονικό.
«Μου μοιάζεις με ον που κάνει ότι μπορεί να κρύψει την πραγματική του ταυτότητα, μα δυστυχώς δεν μπορεί να ξεγελάσει τους πάντες», της απάντησε το ίδιο έντονα. 

Στο άκουσμα της απάντησης του, το στόμα της άνοιξε ασυναίσθητα από την έκπληξη. Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά στο κεφάλι αυτού του άντρα, σκέφτηκε. Ο τρόπος που την κοιτούσε και της μιλούσε της έδινε την εντύπωση πως γνώριζε κάτι για τη ζωή της, που η ίδια αγνοούσε. Αποφάσισε να τον πάρει με το μαλακό, μήπως αρχίσει έτσι να βγάζει κάποιο νόημα. «Δεν ξέρω καν το όνομα σου και ίσως θα έπρεπε να σ' ευχαριστήσω κιόλας, μια και υποπτεύομαι πως εσύ με βοήθησες να συνέλθω εκεί μέσα που ήμουν πεσμένη. Είσαι γιατρός;» τον ρώτησε χαμογελώντας όσο πιο αθώα μπορούσε.
    Τα χείλη του σχημάτισαν ένα διαβολικά ειρωνικό χαμόγελο, που τον έκανε να δείχνει ακόμη πιο επικίνδυνος. «Ναι, είμαι ειδικός στην ανθρώπινη ανατομία. Ξέρω όλα τα ανθρώπινα όργανα με αλφαβητική σειρά. Μπορώ να στα απαριθμήσω αν θέλεις, εκτός και αν προτιμάς απλά να σου πω ποια είναι τα αγαπημένα μου». Η Στεφανία ξεροκατάπιε. Δεν ήταν τόσο η εμφανής επιθετικότητα των λόγων του που έκανε το στομάχι της να σφιχτεί, όσο το βλέμμα του. Τα μάτια του είχαν αλλάξει χρώμα. Το γκρίζο είχε καταπιεί το πράσινο και έδειχναν διάφανα. 
    Η Στεφανία έκανε ένα βήμα προς τα πίσω, προσπαθώντας απεγνωσμένα να συνειδητοποιήσει όσα άκουγε και έβλεπε. Ηρέμησε, ηρέμησε, δεν είδες αυτό που νομίζεις, δεν μπορεί έλεγε και ξαναέλεγε στον εαυτό της. Ξαφνικά, το μυαλό της πήγε πίσω στο χρόνο, στα παραμύθια που διάβαζε μικρή για προϊστορικά τέρατα και βρικόλακες.  Δεν μπορεί! Και όμως, κάτι μέσα της, της έλεγε πως αυτός ο άντρας μπροστά της δεν αστειευόταν. Κάτι της έλεγε πως το αίμα που έσταζε τώρα από το κόψιμο στο μέτωπο της, του δημιουργούσε νευρικότητα.
    Συγκεντρώσου, μην τον φοβάσαι! μια φωνή απ' το πουθενά ήχησε μέσα της. «Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις με όλα αυτά και δεν έχω ούτε το χρόνο, μα ούτε τη διάθεση να αποκρυπτογραφήσω τα λόγια σου αυτή τη στιγμή. Αν προσπαθείς απλά να με τρομάξεις δεν τα καταφέρνεις», του απάντησε. Ψέματα, τα καταφέρνεις μια χαρά, σκέφτηκε, μα δεν άφησε το φόβο της να φανεί ούτε στη φωνή, ούτε στο πρόσωπό της.
«Τι βλέπεις μπροστά σου, θηλυκό;» την ρώτησε και έκανε ένα ακόμη βήμα προς το μέρος της. Τώρα βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής. Η κατάσταση είχε αρχίσει να την κάνει να νιώθει άβολα. Ένα μέρος του μυαλού της την πρόσταζε να αρχίσει να τρέχει πανικόβλητη. Το υπόλοιπο, την πρόσταζε να τον βάλει στη θέση του. Η ένταση μεταξύ τους άρχισε να παίρνει σχήμα, μπορούσες σχεδόν να την αγγίξεις, να την εισπνεύσεις.
«Βλέπω έναν παρανοϊκό και επικίνδυνο άντρα», απάντησε δίχως υπεκφυγές και αθώα χαμόγελα αυτή τη φορά.
«Βλέπεις καλά λοιπόν», της είπε και την τράβηξε μέσα στο έρημο σοκάκι, που μόλις είχε εντοπίσει με την άκρη του ματιού του.

Δευτέρα 19 Απριλίου 2010

Κεφάλαιο 1ο Το μετρό..


Ήταν η πέμπτη συνέντευξη για αυτή την εβδομάδα. Το γεγονός ότι η αναζήτηση εργασίας κυλούσε πιο ομαλά απ' ότι περίμενε θα έπρεπέ να την χαροποιεί, μα σήμερα η Στεφανία είχε ένα παράξενο συναίσθημα να την συνοδεύει όλη μέρα. Τα νεύρα της ήταν τεντωμένα και υπήρχαν στιγμές που ένιωθε πως χωρίς λόγο, χωρίς καν κάποιο εξωτερικό ερέθισμα, οι χτύποι της καρδιάς της επιταχύνονταν αισθητά. Κάθε στιγμή που οι χτύποι έπιαναν ρυθμό πολυβόλου, το μυαλό της γέμιζε πανικό, κάνοντας τα χέριά της να ιδρώνουν ασταμάτητα.
Προσπαθούσε όσο πιο διακριτικά μπορούσε να σκουπίζει τις ιδρωμένες της παλάμες στη θέση του μετρό, χωρίς να γίνει αντιληπτή από τον κόσμο γύρω της. Εύκολο πράγμα, αλήθεια, μια και κανείς δεν την κοιτούσε. Αυτή της η ικανότητα να κάνει τον εαυτό της αόρατο, δεν ήταν τυχαία. Αντιθέτως, ήταν το αποτέλεσμα καλά μελετημένων κινήσεων. Από μικρό παιδί ήταν έτσι. Διάλεγε τα πιο ουδέτερα και αδιάφορα χρώματα για τα ρούχα της, άφηνε τα μακριά της μαλλιά ελεύθερα και έκρυβε πάντα το πρόσωπο της πίσω από την κουκούλα του μπουφάν της. Όταν έμπαινε σε εσωτερικούς χώρους έψαχνε πάντα το πιο σκοτεινό σημείο του δωματίου για να σταθεί. Αν το δωμάτιο όμως ήταν πολύ φωτεινό για να κρυφτεί, τότε έβρισκε τον πιο μεγαλόσωμο άνθρωπό στο χώρο για να σταθεί από πίσω του. Για κάποιο άγνωστο -ακόμη και στην ίδια- λόγο, ένιωθε πάντα την ανάγκη να κρυφτεί, να προστατευτεί, να χαθεί στο πλήθος.
Ο ιδρώτας άρχισε τώρα να στάζει αργά από το μέτωπο της. Οι σταγόνες του κυλούσαν αργά στα μάγουλα της και συγκεντρώνονταν στην άκρη από το πιγούνι της, πριν στάξουν πάνω στα ρούχα της. Αγωνία θα είναι, σκέφτηκε. Σαν αυτή που έχουν όλοι όσοι πάνε για μια ακόμη συνέντευξη, η οποία πιθανώς δεν θα οδηγήσει πουθενά. Όταν έλαβε το γράμμα που την καλούσε να εμφανιστεί στα γραφεία της Εταιρείας είχε ξαφνιαστεί λίγο. Δεν θυμόταν να έχει στείλει ποτέ εκεί το βιογραφικό της, μα ήταν σίγουρη πως αυτή η συνάντηση θα είχε θετική έκβαση. Δεν ήξερε για πιο λόγο ακριβώς ένιωθε έτσι, όμως είχε ένα περίεργο, σχεδόν απόκοσμο προαίσθημα όλη μέρα, πως σήμερα είναι η μέρα που θα αλλάξει τη ζωή της.
Δεν ήταν τα χρήματα που θα κέρδιζε αν εξασφάλιζε αυτή τη θέση που την έκαναν να αισθάνεται έτσι. Είχε μάθει να ζει με λίγα από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. Τα μόνα της υπάρχοντα ήταν τα χίλιο- χρησιμοποιημένα έπιπλα του δωματίου που νοίκιαζε, μερικά φθαρμένα από το χρόνο ρούχα -τα οποία φρόντιζε να χωράνε στη μικρή βαλίτσα που είχε από παιδί- και ένα περίεργο μενταγιόν, το οποίο κουβαλούσε πάντα μαζί της όπου πήγαινε. Ποτέ δεν κατάλαβε τη σημασία του, αν και όταν ήταν πιο μικρή, περνούσε ώρες ολόκληρες στριφογυρίζοντας το ανάμεσα στα δάχτυλά της.  Η γκριζωπή, σκαλιστή επιφάνεια του έλαμπε και αντανακλούσε το φως, λες και ήταν φτιαγμένο από γυαλί. Το βάρος του όμως, δεν ξεπερνούσε αυτό της ελαφρόπετρας που βρίσκει κανείς στις αμμουδιές. Ήταν πεπεισμένη πως το μενταγιόν της δεν είχε καμιά υλική αξία, μα δεν ήθελε να το αποχωριστεί. Ίσως επειδή, κάθε που το κοιτούσε, πίστευε πως ανακάλυπτε και μία καινούργια φιγούρα να κοσμεί την πλατιά, γυαλιστερή επιφάνεια του. Πότε έβλεπε πάνω του τη λάμψη του φεγγαριού. Πότε έβλεπε απέραντα δάση γεμάτα μυστικά περάσματα. Άλλοτε πάλι, θα έπαιρνε όρκο πως το μενταγιόν απεικόνιζε ένα κοπάδι λύκων να την κοιτά σχεδόν ευλαβικά.
Η φαντασία φυσικά δεν της έλειπε ως παιδί και συχνά η Στεφανία θυμόταν τα κόλπα που της έπαιζε το μυαλό της με ιδιαίτερη τρυφερότητα και νοσταλγία. Πέρα από τον Έντι -με τον οποίο μεγάλωσαν μαζί και έβλεπε πια ως αδερφό της- η  μεγάλη φαντασία της ήταν η μόνη της άμυνα για να αντέξει τις συνεχείς μετακινήσεις της από ανάδοχη σε ανάδοχη οικογένεια. Η κατάρα των ορφανών παιδιών μένει πάντα μαζί τους σαν στίγμα, σκέφτηκε και δίχως να το καταλάβει έσφιξε τα χέρια της σε γροθιές. Η γεύση της απόρριψης από τους ανθρώπους που την γέννησαν δηλητηρίαζε τις αισθήσεις της ακόμη και σήμερα.. είκοσι τρία  χρόνια μετά.  
Κούνησε νευρικά το κεφάλι της, σαν να ήθελε με αυτό το τρόπο να ξορκίσει τις σκέψεις από το μυαλό της. Όλοι οι ήχοι χάθηκαν από τα αυτιά της. Για μια φευγαλέα στιγμή σκέφτηκε σοβαρά να σηκωθεί από τη θέση της και να αρχίσει να φωνάζει πανικόβλητη, μα κάτι μέσα της την καθησύχαζε. Ο χρόνος κυλούσε τώρα αργά και το μόνο που την ένοιαζε ήταν η απόλυτη ησυχία. Νεκρική σιγή! Αυτό ήθελε. Να μην ακούει τίποτα παραπάνω από τον ανεπαίσθητο ήχο που έκαναν τα πνευμόνια της, καθώς ανάπνεε. Άπλωσε το χέρι της και ακούμπησε το μπράτσο του καθίσματος της για να σηκωθεί. Κάθε κίνηση, κάθε άγγιγμα έγδερνε σαν ξυράφι το δέρμα της. Το μετρό σταμάτησε δίχως να το καταλάβει και στο άνοιγμα της πόρτας οι ήχοι του σταθμού όρμισαν με φόρα μέσα της, πληγώνοντας τα αυτιά της και πλημμυρίζοντας κυριολεκτικά το αποπνικτικό βαγόνι στο οποίο στεκόταν.
Με δυσκολία βγήκε στη πλατφόρμα του σταθμού. Τα πόδια της έμοιαζε να μη την υπακούν. Παραπατώντας, έσφιξε με τα χέρια της το πέτο του παλτού της και με το βλέμμα της εντόπισε μια σειρά από πλαστικές καρέκλες στο βάθος του σταθμού. Άρχισε να περπατά προς το μέρος τους τρομοκρατημένη. Αυτές οι απαίσιες καρέκλες άρχισαν να μοιάζουν σαν όαση εν μέσω της ερήμου στα μάτια της. Ήξερε πως αν καταφέρει να τις φτάσει, ίσως να μη σωριαστεί στο πάτωμα και να γλυτώσει έτσι τον εαυτό της από τη ντροπή. Πάνω από όλα ήθελε να γλυτώσει από το τρόμο που τη γέμιζε ξαφνικά η προοπτική να τραβήξει όλη τη προσοχή αυτής της λαοθάλασσας πάνω της.
Μόλις κατάφερε να τις φτάσει, σωριάστηκε στη πρώτη καρέκλα που βρήκε μπροστά της και τράβηξε όσο περισσότερο αέρα μπορούσε μέσα στα πνευμόνια της με ανακούφιση. Όχι σήμερα θεέ μου, όχι σήμερα, όχι αυτή τη μέρα σκέφτηκε και ο θυμός άρχισε να καίει τα μαγουλά της. Ένας δυνατός πόνος όμως την χτύπησε στο στήθος, πριν προλάβει να αναθεματίσει τη τύχη της, και την έκανε να διπλωθεί στα δύο. Ο αέρας γύρω της άρχισε να πυκνώνει επικίνδυνα, άρχισε να αποκτά γεύση. Ένα μείγμα πικρό σαν φάρμακο άρχισε να γεμίζει το στόμα της. Εκείνη τη στιγμή η Στεφανία πείστηκε απόλυτα πως βρίσκεται στα πρόθυρα καρδιακής προσβολής.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Άρβιν στεκόταν βουβός στη γεμάτη από κόσμο πλατφόρμα του μετρό. Η μυρωδιά από καμένο λάδι, καπνό και πετρέλαιο χτύπησαν με δύναμη τις αισθήσεις του και τα ρουθούνια του έτσουξαν σαν κάποιος να έριξε μέσα τους αναμμένο σπίρτο. Όλο του το κορμί άρχισε να τρέμει ανεπαίσθητα από τη προσπάθεια που κατέβαλε κάθε στιγμή να σταθεί στην αναθεματισμένη πλατφόρμα, δίχως να εγκαταλείψει τη προσπάθεια και να φύγει τρέχοντας. Η δουλειά που του είχε ανατεθεί χρόνια πριν, όταν οι υφιστάμενοι του είχαν αρχίσει να αντιλαμβάνονται την υπεροχή και την ιδιαιτερότητα των αισθήσεων του, τον υποχρέωνε να βρίσκεται συχνά ανάμεσα σε κόσμο. Κάθε φορά όμως, που έπρεπε να επισκεφτεί το κέντρο της πόλης τα νεύρα του τον ωθούσαν στα άκρα.
Η βοή του πλήθους, τα κορναρίσματα, τα άσκοπα λόγια των περαστικών και η μουσική από χιλιάδες mp3 τρυπούσαν το κρανίο του και εισχωρούσαν σαν ηλεκτρικό ρεύμα στο κέντρο του νευρικού του συστήματος. Έκαναν τα άκρα του να τρέμουν δίχως να το θέλει, τα κόκαλά του να τραντάζονται και το δέρμα του να τεντώνεται, να αλλάζει χρώμα. Μια κουβέντα, ένα σπρώξιμό ή μια λάθος ματιά και το θηρίο μέσα του ήταν έτοιμο να ορμίσει, να σκίσει και να κατασπαράξει σάρκες.
Ο Άρβιν δεν ήταν παιδί της πόλης. Για την ακρίβεια μισούσε το αστικό τοπίο όσο τίποτα άλλο σ' αυτό τον κόσμο. Γι’ αυτόν αντιπροσώπευε την παρακμή του ανθρώπινου είδους. Τσιμέντο, ατσάλι και καλώδια: αυτό ήταν το όραμα των ανθρώπων ως ο πιο γρήγορός και αποτελεσματικός τρόπος για να κατακτήσουν το σύμπαν, για να δαμάσουν τη φύση. Ζούσαν, ανέπνεαν και αναπαράγονταν στριμωγμένοι ανάμεσα σε τόνους τσιμέντο και δηλητηριώδεις αέρια. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Ξέσκιζαν τις σάρκες της γης και ρουφούσαν κάθε της πόρο όχι για να επιβιώσουν, αλλά για να κερδίσουν, να αγοράσουν και άλλο τσιμέντο. Να επεκτείνουν την αυτοκρατορία της παρακμής τους και να στριμώξουν και άλλα όντα ανάμεσα τους. Παράσιτα. Ναι, αυτό πίστευε ο Άρβιν για τον κόσμο γύρω του, καθώς το βλέμμα του εξέταζε κάθε πρόσωπο σ' εκείνη την πλατφόρμα του μετρό. Παράσιτα, τα οποία δεν πειράζει καθόλου που και που να τα εξολοθρεύεις.
Το τρένο μπήκε με φόρα στο σταθμό, γεμίζοντάς τον με τον αποπνικτικό αέρα που παρέσυρε μαζί του από τα έγκατα της γης. Άλλη μια ανθρώπινη εφεύρεση που δεν είχε καμία λογική για τον Άρβιν. Από όσο γνώριζε, τα μόνα πλάσματα που προτιμούσαν το σκοτάδι και τα υπόγεια ταξίδια ήταν οι αρουραίοι και όλων των ειδών τα τρωκτικά και ζωύφια. Τρωκτικά και ζωύφια, ναι, αυτό μόνο μπορούσε να συγκριθεί με τον κόσμο γύρω του. Με το που άνοιξαν οι πόρτες του βαγονιού μπροστά του, ξεχύθηκαν μανιασμένοι οι άνθρωποι να μπούνε στο εσωτερικό του. Καθώς περνούσαν δίπλα του -δίχως κανείς τους να τολμά να τον ακουμπήσει- ένα συνοθύλεμα από γυναικεία αρώματα χτύπησε με δύναμη τη μύτη του και τον αποπροσανατόλισε. Κάρφωσε τα πόδια του στο έδαφος και το κορμί του ταλαντεύτηκε στιγμιαία. Εάν δεν ήξερε το σώμα του τόσο καλά, τη δύναμη των ποδιών του, θα είχε ήδη χάσει την ισορροπία του. Η πλατφόρμα άρχισε να αδειάζει από τον κόσμο που σιγά-σιγά γέμιζε τα βαγόνια του τρένου. Ο αέρας γύρω του άρχισε να καθαρίζει από τις χιλιάδες μυρωδιές του πλήθους. Όλες οι αισθήσεις του επανήλθαν, εξισορροπώντας μέσα του την ανάγκη να ορμίσει στο στοιβαγμένο πλήθος. Την ανάγκη του να καθαρίσει την ατμόσφαιρά από τη δυσοσμία τους, εξαφανίζοντας τους από αυτόν τον πλανήτη μια για πάντα.
Στάθηκε στη πλατφόρμα προσπαθώντας να ηρεμήσει και οι πόρτες του τρένου έκλεισαν. Όχι, δεν θα έμπαινε σ' αυτό το βαγόνι. Αυτή ίσως ήταν η καλύτερη απόφαση που πήρα σήμερα, σκέφτηκε, καθώς το αίμα άρχισε να κοχλάζει στις φλέβες του. Καθώς τα βαγόνια περνούσαν από μπροστά του, αναπτύσσοντας ταχύτητα, κοίταξε το είδωλο του στο αστραφτερό κέλυφος τους. Οι ήχοι από δεκάδες βήματα γέμισαν τα αυτιά του, καθώς νέοι επιβάτες άρχισαν να κατακλύζουν το χώρο, περιμένοντας το επόμενο τρένο. Κατέβασε το βλέμμα του και εισέπνευσε βαθιά, θέλοντας να χαρεί έστω και λίγο τον καθαρό αέρα που είχε απομείνει και την  αποφυγή της παρ' ολίγον τραγωδίας.  Το τρένο χάθηκε στο σκοτάδι του τούνελ, ανανεώνοντας τον αέρα του σταθμού. Μόλις ο καθαρός αέρας γέμισε τα ρουθούνια του, τα μάτια του άστραψαν στιγμιαία και όλοι του οι μυείς κοκάλωσαν. Η μυρωδιά που κατέγραφε ο εγκέφαλος του ήταν σχεδόν ξεκάθαρη: δεν ήταν μόνος του. Κάποιος ήταν εκεί, σ' αυτή την πλατφόρμα, και αυτός ο κάποιος μπορούσε να καταλάβει τι κρύβει κάτω από το δέρμα του. Το ένστικτό του τον κορόιδευε; Δεν μπορεί! συλλογίστηκε, και εισέπνευσε ξανά βαθιά. Η ίδια μυρωδιά γέμισε ξανά τα ρουθούνια του. Γύρισε αργά το κεφάλι του προς τα αριστερά. Μια άγνωστη γυναίκα μόλις είχε σωριαστεί στο βρώμικο πάτωμα της πλατφόρμας.