Romance and Urban Fantasy Lit

  • Kelley Armstrong, J.R.Ward, Charlaine Harris, L.J. Smith, Kresley Cole, Gena Showalter

What is this place?

Έχω αλλάξει πολλές γνώμες για αυτό το χώρο και όχι άδικα. Η συγγραφή είναι δύσκολη και επίπονη δουλειά, απαιτεί πολύ γράψε-σβήσε…Η ιστορία που ξεκίνησα πριν κάποιους μήνες παίρνει λοιπόν καινούργια μορφή, επιδιώκει να γίνει καλύτερη –αλλά όχι τέλεια- οπότε τα σχόλια σας δεν θα είναι μόνο χρήσιμα, αλλά και απαραίτητα.

Τετάρτη 12 Μαΐου 2010

Κεφάλαιο 5ο ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ


Ο Άρβιν έσπρωξε με δύναμη τη γυάλινη πόρτα της εισόδου και μπήκε στα γραφεία της εταιρείας. Το λόμπυ ήταν άδειο, μα η μυρωδιά της άγνωστης γυναίκας πλανιόταν ακόμη στον αέρα και χτύπησε με δύναμη τα ρουθούνια του. Κοντοστάθηκε και με το βλέμμα του εξέτασε προσεκτικά κάθε γωνιά του χώρου, πιστεύοντας πως θα την δει, μα δεν την εντόπισε. Το άρωμα της είχε σφηνωθεί τόσο καλά μέσα στο κεφάλι του, που άρχισε να πιστεύει πως το είχε φανταστεί. Ο γρίφος της ύπαρξης της τον ενοχλούσε ακόμη. Το ότι ζούσε και κυκλοφορούσε σε αυτή την πόλη τόσο καιρό, δίχως να έχει πέσει στην αντίληψη του, σήμαινε ένα μόνο πράγμα: ότι δεν έκανε σωστά τη δουλειά του.
Αυτό και μόνο  ήταν αρκετό για να τον εξοργίσει. Υποτίθεται πως ήταν ο ανιχνευτής της ομάδας του, ο προστάτης τους, το λαγωνικό της αγέλης, όπως θα έλεγαν οι άνθρωποι. Οι οξυμμένες αισθήσεις του τον είχαν χρήσει πολύτιμο εργαλείο για την αγέλη του. Βέβαια, όλοι οι λύκοι είχαν ανεπτυγμένη αυτή την ικανότητα, όμως η δική του ξεπερνούσε το μέσο όρο. Λίγοι ήταν αυτοί που γνώριζαν το γιατί. Λίγοι ήταν αυτοί που γνώριζαν το μυστικό της καταγωγής του. Όλοι πίστευαν πως αυτή του η ικανότητα είχε να κάνει με την ηλικία του και την εκτεταμένη επαφή του με τα άλλα είδη κατά τη διάρκεια των Πολέμων. Ο ίδιος γνώριζε πως ήταν άλλες οι αιτίες, μα προτιμούσε να μην μιλάει γι’ αυτές. Του έφτανε απλά να τον θεωρούν αξεπέραστο σε αυτό που κάνει. Η παρουσία όμως αυτής της άγνωστης γυναίκας τον έκανε για πρώτη φορά να αμφισβητήσει τον εαυτό του. Πώς σκατά μου είχε διαφύγει μια τόσο σημαντική λεπτομέρεια; Αναρωτιόταν.
«Τι συμβαίνει Άρβιν;». Η ανήσυχη φωνή του Άλμπερτ  τον έκανε να επανέλθει για λίγο στη πραγματικότητα. Τον πλησίασε κάπως διστακτικά και τον κοίταξε προσπαθώντας να διαβάσει την έκφραση του. Ο Άλμπερτ αναγνώρισε αμέσως αυτό το ύφος της βαθειάς περισυλλογής που είδε ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του Άρβιν.
«Πού είναι το αφεντικό σου Άλμπερτ; Δεν έχω χρόνο για κουβέντες τώρα», του απάντησε, αποφεύγοντας το βλέμμα του.
«Απ' όσο γνωρίζω, εσύ είσαι το αφεντικό μου, φίλε», του απάντησε ο Άλμπερτ με ένα πονηρό χαμόγελο που τον έβγαλε για λίγο από την κατήφεια των σκέψεων του. Ένα χλιαρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του.  
«Πρόσεχε μικρέ, αν σ' ακούσει ο Κάϊλ να λες τέτοια θα μας κρεμάσει και τους δύο και να δω ποιος θα σε σώσει τότε», του είπε και τον χτύπησε αστειευόμενος στο στομάχι με την γροθιά του. Ο Άλμπερτ προσποιήθηκε πως διπλώθηκε στα δύο από το χτύπημα και γέλασε δυνατά. Το γέλιο του πάντα του έφτιαχνε τη διάθεση, ακόμη και σε μια στιγμή σαν και αυτή. Αν και κατά πολύ μικρότερος του, ο Άλμπερτ ήταν το μοναδικό μέλος της ομάδας που διοικούσε, με το οποίο ο Άρβιν ένιωθε άνετα. Ο μοναδικός με τον οποίο δεν χρειαζόταν να κρύβει επιμελώς τις σκέψεις του. Για την ώρα όμως, οι σκέψεις του ήταν μπερδεμένες και αντικρουόμενες και ο Άρβιν ήξερε πως έπρεπε να τις κρύψει απ’ όλους, ακόμη και από τον Άλμπερτ. Το άρωμα της άγνωστης γυναίκας του σταθμού είχε αρχίσει να εισχωρεί στα κύτταρα του και να κάνει το σώμα του να ξυπνά, να αποκτά ανάγκες που πίστευε πως δεν είχε πια. Πρέπει να την ξαναδώ, σκέφτηκε άξαφνα, μου ανήκει! Το βλέμμα του σκοτείνιασε. Η σκέψη που μόλις είχε κάνει τον προβλημάτισε ακόμη πιο πολύ. Στο δικό του λεξιλόγιο η φράση «μου ανήκει» δεν είχε καμία θέση και καμία λογική.   
«Σοβαρά τώρα, τι έχεις;», ρώτησε ο Άλμπερτ, κοιτάζοντας τον γεμάτος απορία.
«Θα σου εξηγήσω αργότερα. Πες μου τώρα πού είναι ο Κάϊλ», τον ρώτησε ο Άρβιν, θέλοντας να αποφύγει και πάλι την κουβέντα.
«Στο γραφείο του… πιστεύω πως σε περιμένει», του απάντησε χαμογελώντας.
«Είναι κάποιος μαζί του;» ξαναρώτησε όσο πιο αδιάφορα μπορούσε.
Αυτή τη φορά το χαμόγελο του Άλμπερτ έγινε ακόμη πιο περιπαικτικό και πονηρό. «Αν αναφέρεσαι στη ξανθιά που ήταν μαζί του, πρέπει να σε ενημερώσω πως έφυγε λίγο πριν φανείς».
Έφυγε! Την άφησαν να φύγει; Γιατί; Τα νεύρα του τεντώθηκαν επικίνδυνα για ακόμη μια φορά σήμερα και δεν μπορούσε πια να συγκρατήσει το θυμό που φούντωνε στο μυαλό του. «Άρβιν....;» Ο Άλμπερτ δεν πρόλαβε καν να τελειώσει την ερώτηση του.  Ο Άρβιν τον έσπρωξε και όρμισε ξεφυσώντας προς το βάθος του διαδρόμου.
Η πόρτα του γραφείου άνοιξε με τόση δύναμη, που το χερούλι της σφηνώθηκε στον τοίχο του δωματίου.
«Την άφησες να φύγει;», ούρλιαξε ο Άρβιν και τα μάτια του απέκτησαν και πάλι ένα απόκοσμο κόκκινο χρώμα.
«Το να μην χτυπάς πριν μπεις είναι αγένεια Άρβιν», του απάντησε ατάραχος ο Κάϊλ, καθισμένος πίσω από το βαρύ, μαύρο του γραφείο.
«Άσε τις μαλακίες Κάϊλ, πες μου που πήγε; ΜΙΛΑ!», γρύλισε ο Άρβιν και τον πλησίασε.
     Το χέρι του Κάϊλ χτύπησε με τόση δύναμη πάνω στο μαύρο γραφείο, που μία από τις οθόνες κόντεψε να αναποδογυρίσει. «Άρβιν είσαι ο πιο δυνατός της ομάδας μου και σ' αγαπώ σαν γιό μου. Μα ξεχνάς πως δεν απαντώ σε προσταγές κατωτέρων μου», του απάντησε, καρφώνοντας τον με το βλέμμα του.
   Η αυστηρότητα στη φωνή του έκανε τον Άρβιν να σωπάσει, μα σε καμία περίπτωση δεν τον πτόησε. «Πες μου πού είναι Κάϊλ;» τον ξαναρώτησε, συγκρατώντας με μεγάλη δυσκολία τα νεύρα του. Το αγριεμένο βλέμμα του είχε κολλήσει τώρα πάνω στο πρόσωπο του αρχηγού του, περιμένοντας ανυπόμονα την απάντηση. 
«Την έστειλα σπίτι της να ξεκουραστεί, είχε τα χάλια της. Δεν είχε τη διαύγεια πνεύματος που απαιτούνταν για να καταλάβει όσα είχα να της πω», του απάντησε ο Κάϊλ και το βλέμμα του περιπλανήθηκε νωχελικά ανάμεσα στις 3 οθόνες που στεκόταν μπροστά του.
   Ο Άρβιν κούνησε το κεφάλι του απελπισμένα. «Δεν σε καταλαβαίνω Κάϊλ. Σου είπα πως αυτή η γυναίκα είναι κάτι διαφορετικό απ' ότι γνωρίζαμε ως τώρα. Γιατί την άφησες να φύγει;», ρώτησε, χωρίς καν να θέλει να ακούσει την απάντηση. Ένιωθε ήδη πως ο Κάϊλ δεν καταλάβαινε τη σοβαρότητα της κατάστασης και ότι και να του έλεγε δεν θα κατάφερνε να τον κάνει να αλλάξει άποψη. Θα έπρεπε για άλλη μια φορά να παρακούσει κάθε εντολή του και να την αναζητήσει πίσω από την πλάτη του. Αν και η  μυρωδιά της ήταν αποτυπωμένη μέσα του, θα έπρεπε να ψάχνει για μήνες κάθε γωνιά της πόλης, ώστε να μπορέσει να την εντοπίσει ξανά. Ήξερε καλά πως δεν υπήρχε καμιά περίπτωση πια να την βρει, όσο και να προσπαθούσε. Μια περίεργη αίσθηση απελπισίας άρχισε να τον κυκλώνει. Πρέπει να τη ξαναδώ σκέφτηκε δίχως να το συνειδητοποιήσει.
Ο Κάϊλ σηκώθηκε απ' την καρέκλα του και τον πλησίασε. «Καλύτερα να κάτσεις Άρβιν», του είπε και ακούμπησε στοργικά το χέρι του στον ώμο του.
«Δεν χρειάζεται να  κάτσω, δεν έχουμε κάτι άλλο να πούμε. Θα είχες τους λόγους σου για να την αφήσεις να φύγει και δεν πρόκειται να τους αμφισβητήσω», του απάντησε και έκανε να φύγει. Τα βήματα του τώρα δεν είχαν την ίδια ενέργεια και αποφασιστικότητα. Η κούραση της απογοήτευσης που αισθανόταν επιβράδυνε κάθε κίνηση του.
«Χρειάζομαι τη βοήθεια σου Άρβιν». Η φωνή του Κάϊλ τον σταμάτησε στην πόρτα, πριν προλάβει καν να την δρασκελίσει. Γύρισε και τον κοίταξε γεμάτος αποδοκιμασία. «Τη βοήθεια μου; Σοβαρά πιστεύεις πώς μπορώ να την εντοπίσω τώρα πια; Υπερεκτιμάς τις ικανότητες μου πιστεύω», του απάντησε. 
«Δε θα χρειαστεί να την εντοπίσεις. Πέρα από το γεγονός ότι έχω ήδη όλα τα στοιχεία της, αύριο θα είναι έτσι και αλλιώς εδώ», του απάντησε ο Κάϊλ, ακόμη πιο ψύχραιμα αυτή τη φορά.
«Τι εννοείς;», ψέλλισε σαστισμένος ο Άρβιν. Δεν μπορούσε με τίποτα να φανταστεί με ποιο τέχνασμα κατάφερε ο Κάϊλ να την πείσει να επιστρέψει στα γραφεία του Οργανισμού. Το να της αναθέσει κάποια δουλειά εντός του θα ήταν παρακινδυνευμένο, δεδομένου ότι κανείς τους δεν γνώριζε ακόμη την καταγωγή της, άλλα ούτε και η ίδια έδειχνε να γνωρίζει την ύπαρξη άλλων κόσμων και πλασμάτων, πέρα από αυτόν των ανθρώπων, στον οποίον και ζούσε. «Κάϊλ, δεν βάζουμε αγνώστους στο κόσμο μας. Αυτός είναι ο κανόνας που επιβάλατε σε όλους μας εδώ και χρόνια, τόσο εσύ, όσο και οι γηραιότεροι. Πως θα δικαιολογήσεις τις πράξεις σου;», τον ρώτησε όλο περιέργεια.
Το ύφος του Κάϊλ έγινε γρήγορα απολογητικό. «Άρβιν, δεν είναι η πρώτη φορά που την βλέπω. Γνωρίζω την ύπαρξη της από την ημέρα που γεννήθηκε».
Το μυαλό του Άρβιν άρχισε τώρα να δουλεύει σαν τρελό. «Από τη μέρα που γεννήθηκε; Ξέρεις τους γονείς της;», τον ρώτησε με μια ανάσα. Πριν όμως προλάβει καν να του απαντήσει, ο Άρβιν είχε αρχίσει να βλέπει καθαρά μπροστά του την απάντηση στο γρίφο που τον βασάνιζε όλη μέρα. «Οι γονείς της είναι σαν και εμάς, έτσι;», ρώτησε ξανά, γνωρίζοντας ήδη πως είχε τη σωστή απάντηση.
Ο Κάϊλ τον κοίταξε στα μάτια και το ύφος του έγινε ακόμη πιο σοβαρό απ' ότι πριν. «Ο ένας από τους δύο. Ο πατέρας της», είπε και έγειρε το κεφάλι του προς τα κάτω, σαν να ήθελε να αποφύγει την έκφραση αποδοκιμασίας που διέκρινε τώρα πια στο πρόσωπο του συνομιλητή του.
Η εικόνα της άγνωστης γυναίκας του σταθμού σχηματίστηκε ξανά μέσα στο μυαλό του Άρβιν. Τα λεπτά, σχεδόν εύθραυστά χαρακτηριστικά της απέκτησαν ξαφνικά ταυτότητα. Απέκτησαν έναν αέρα οικειότητας, που δεν είχε εντοπίσει με την πρώτη ματιά. «Είναι κόρη του», δήλωσε, παρά ρώτησε αυτή τη φορά ο Άρβιν και η φωνή του ακούστηκε σαν ψίθυρος. Ο Κάϊλ κούνησε καταφατικά το κεφάλι, τον πλησίασε ξανά και αυτή τη φορά έβαλε και τα δύο του χέρια στους ώμους του, κοιτάζοντας τον στα μάτια. «Καταλαβαίνεις τώρα γιατί χρειάζομαι τη βοήθεια σου Άρβιν; Κανείς δεν τον ήξερε, όσο καλά τον ήξερες εσύ. Μόνον εσύ μπορείς να την βοηθήσεις να καταλάβει τι ακριβώς είναι».

Δευτέρα 3 Μαΐου 2010

Κεφάλαιο 4ο Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ


      Η Στεφανία δεν ήξερε αν έπρεπε να ευχαριστήσει ή να αναθεματίσει τη τύχη της, μπαίνοντας στην εταιρεία. Ιδρωμένη, από την προσπάθεια της να μειώσει όσο μπορούσε το χρόνο της αργοπορίας της, και εξουθενωμένη από τις σκέψεις που γέμιζαν το μυαλό της, κάθισε στον αναπαυτικό καναπέ που βρισκόταν στο λόμπυ της εταιρείας, περιμένοντας τη σειρά της. Έβγαλε με άγαρμπες κινήσεις από την τσάντα της ένα καθρεφτάκι και κοίταξε όσο πιο διακριτικά μπορούσε το μικρό κόψιμο που επουλώνονταν στο μέτωπο της. Η πούδρα που είχε βάλει πριν μπει στην οργάνωση είχε καταφέρει να καλύψει την πληγή, μα το δέρμα της, που φούσκωνε και πάλλονταν από κάτω, έκανε το μέτωπο της να δείχνει διπλάσιο. Το κάλυψε με μια τούφα από τα μαλλιά της και σταμάτησε να το σκέφτεται. Δεν είχε χρόνο να ανησυχεί για κάτι τέτοιο τώρα, είχε ήδη αρκετά στο μυαλό της.
Από τη μία, σήμερα κόντεψε να χάσει τη ζωή της δύο φορές. Από την άλλη, αν και έφτασε στο προκαθορισμένο ραντεβού της με μισή ώρα καθυστέρηση, ο υπεύθυνος δέχτηκε να τη συναντήσει, δίχως καν να ζητήσει μια εξήγηση για την αδικαιολόγητη αργοπορία της. Αυτό πρέπει να είναι καλό σημάδι, σκέφτηκε, ξεφυσώντας ανακουφισμένη. Παρά την αλλόκοτη μέρα που είχε ως τώρα, παρά την εξάντληση που αισθανόταν από τη δοκιμασία που μόλις πέρασε, παλεύοντας με το ίδιο της το σώμα, αποφάσισε να απομακρύνει τις αρνητικές σκέψεις από το μυαλό της και να επικεντρωθεί στα θετικά.  
    Άφησε το βλέμμα της να περιπλανηθεί στο χώρο. Το λόμπυ ήταν άδειο, εκτός από την όμορφη ρεσεψιονίστ που μιλούσε χαμηλόφωνα στο τηλέφωνο και της έριχνε συχνά εξεταστικές ματιές. Το βλέμμα της έκανε την Στεφανία να αισθανθεί άβολα, αλλά πάλι, όλα τα βλέμματα την έκαναν να αισθάνεται έτσι. Το βλέμμα του παράξενου, άγνωστου άντρα που συνάντησε λίγη ώρα πριν στο σταθμό του μετρό ξαναγύρισε στο μυαλό της. Είχε συναντήσει διάφορους τρελούς και εκκεντρικούς τύπους στους δρόμους της μεγαλούπολης τα τελευταία 5 χρόνια που έμενε μόνη της, μα κανένας δεν μπορούσε να συγκριθεί με αυτόν. Η εμφάνιση του δεν άφηνε καμία υποψία για την επικινδυνότητα του χαρακτήρα του. Το αντίθετο. Η ομορφιά του σε τραβούσε να τον επεξεργαστείς αχόρταγα με το βλέμμα σου. Το βλέμμα του όμως, τα αλλόκοτά λόγια του! Η Στεφανία δεν μπορούσε να αποσιωπήσει μέσα της την αναίτια αίσθηση που την κυρίευσε όταν στάθηκε απέναντι του. Αυτή την ενοχλητική αίσθηση πως τον γνώριζε, πως της ήταν οικείος. Κούνησε το κεφάλι της νευρικά. Το μυαλό της είχε φυλακιστεί μέσα σε ένα αίνιγμα και έκανε πάλι κύκλους. Για να ξορκίσει την εικόνα του, που κάθε τόσο πετάγονταν μπροστά της, άρπαξε ένα από τα φυλλάδια που βρήκε ακουμπισμένο στο γυάλινο τραπεζάκι δίπλα της και άρχισε να διαβάζει το προφίλ της εταιρείας:
«Ο κύριος στόχος που επιδιώκεται από τον Οργανισμό για τη στήριξη της βιολογικής πολυμορφίας είναι η διασφάλιση και η διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος σε όλο τον κόσμο, καθώς και η προώθηση της ιδέας της προστασίας της φύσης και  εντός της κοινωνίας .Ο Οργανισμός μας υποστηρίζει την ανάπτυξη της επιστημονικής, πρακτικής και ενημερωτικής δραστηριότητας που πραγματοποιείται στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος, συμμετέχοντας ενεργά σε οποιαδήποτε προσπάθεια έχει ως στόχο την διατήρηση σπάνιων ειδών προς εξαφάνιση».

Έκλεισε απαλά το φυλλάδιο ανάμεσα στις παλάμες της και χαμογέλασε αφηρημένα. Η Στεφανία, αν και είχε ζήσει όλη της τη ζωή στην πόλη, στα όνειρα της έβλεπε πάντα δάση. Πίστευε πως μέσα τους κρύβονταν όλες οι απαντήσεις στα ατελείωτα ερωτήματα της ανθρωπότητας. Πίστευε πως, αν τα παρατηρούσες, θα έβρισκες πως μέσα τους κρύβονται οι ρίζες της ανθρώπινης ύπαρξης, το ακατέργαστο υλικό της ίδιας της ζωής. Φυσικά αυτές τις απόψεις τις κρατούσε πάντα για τον εαυτό της. Καμιά από τις ανάδοχες οικογένειες που την φιλοξένησαν όλα αυτά τα χρόνια δεν έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη για τη φύση. Δεν υπήρχε χρόνος βλέπεις για αυτά. Η καθημερινότητα της βιοπάλης δεν επέτρεπε σε κανέναν τους να ονειροπολεί και να αναρωτιέται για την αρχή και το τέλος όλων των πραγμάτων. Η Στεφανία λοιπόν, επισκεπτόταν τα πάρκα της πόλης που έμενε κάθε φορά μόνον με το σχολείο. Κανένα από τα παράθυρα των δωματίων που την φιλοξένησαν στο πέρασμα των χρόνων δεν είχε θέα κάποιο κήπο. Τα μόνα τοπία που κάθε φορά γέμιζαν τα παιδικά και εφηβικά της μάτια ήταν αυτά των τσιμεντένιων τοίχων και των πολυκατοικιών που δέσποζαν στις κακόφημες γειτονιές της κάθε πόλης.
    Άφησε το βλέμμα της να περιπλανηθεί ακόμη μια φορά στο χώρο. Το λόμπυ της εταιρείας ήταν γεμάτο με φυτά εσωτερικού χώρου και φωτογραφίες από ειδυλλιακά τοπία. Τα φωτεινά χρώματα που έντυναν τους τοίχους δεν θύμιζαν σε τίποτα το αγχωτικό, γκρίζο μοτίβο της πόλης που παραμόνευε απ’ έξω. Αν κατάφερνε να πάρει αυτή τη δουλειά θα τους ζητούσε να μετακομίσει το κρεβάτι της στο λόμπυ της εταιρείας, σκέφτηκε, και χαμογέλασε κρυφά. Η φωνή της ρεσεψιονίστ αντήχησε στο άδειο λόμπυ. «Περάστε δεσποινίς, ο Διευθυντής σας περιμένει». Ο διευθυντής…γιατί όχι ο υπεύθυνος του προσωπικού; Αναρωτήθηκε καθώς σηκώθηκε και ακολούθησε τη ρεσεψιονίστ στο βάθος του διαδρόμου. Δεν συναντιόταν κάθε μέρα με τόσο σημαντικούς ανθρώπους και ο πανικός είχε αρχίσει να την καταβάλει με κάθε βήμα που έκανε προς τη βαριά πόρτα του γραφείου. Για ακόμη μια φορά, έπρεπε να βρει τις λέξεις να πείσει τον μελλοντικό της εργοδότη πως η παρουσία της στην εταιρεία του θα του ήταν πολύτιμη, όταν η ίδια γνώριζε καλά πως δεν είχε ούτε τα μισά από τα απαιτούμενα προσόντα για τη θέση που επιδίωκε να καλύψει. Δεν είχε πρόβλημα να πείσει τους υπεύθυνους προσωπικού μικρότερων εταιρειών, όμως η περίπτωση του Κάϊλ Γουντ, του διευθυντή αυτού του οργανισμού, της φάνταζε βουνό.
Η ρεσεψιονίστ άνοιξε την πόρτα του γραφείου, δίχως να την χτυπήσει, κοίταξε τη Στεφανία και της χαμογέλασε καθησυχαστικά. «Ο διευθυντής θα έρθει σε λίγο, παρακαλώ περάστε», της είπε και απομακρύνθηκε.
 Η Στεφανία βρήκε μια καρέκλα, την πιο κοντινή στην είσοδο του γραφείου, και κάθισε προσεκτικά, παρατηρώντας παράλληλα κάθε γωνιά του δωματίου. Το γραφείο είχε ευρωπαϊκό αέρα. Τα έπιπλα βαριά, θύμιζαν βασιλική κατοικία, όμως τα υφάσματα που τα έντυναν είχαν τη λάμψη και τα χρώματα του σήμερα. Η δεξιά πλευρά του δωματίου ήταν ένα τεράστιο παράθυρο με θέα την πόλη. Στην κεφαλή του δωματίου έστεκε σιωπηλό ένα μαύρο, περίτεχνα σκαλιστό γραφείο. Πάνω του υπήρχαν στημένες 3 οθόνες υπολογιστή, συνδεδεμένες σε αόρατους πύργους. Η Στεφανία ένιωσε ξαφνικά  λες και μπήκε στο δωμάτιο παρακολούθησης της ασφάλειας του κτιρίου και η περιέργεια άρχισε να τη τρώει. Ήθελε πάση θυσία να κρυφοκοιτάξει τις οθόνες, να δει τι προβάλουν. Αν και η λογική της την προέτρεπε να μην το κάνει, παρόλα αυτά σηκώθηκε από την καρέκλα που καθόταν και πλησίασε διστακτικά στο γραφείο. Πριν προλάβει όμως να φτάσει στις οθόνες, η πόρτα του γραφείου άνοιξε και ένας ψηλός, μαυροντυμένος άντρας μπήκε μέσα.
Από το κομψό του κουστούμι κατάλαβε αμέσως πως δεν είχε να κάνει με έναν ακόμη υπάλληλο της εταιρείας. Ο άντρας που την πλησίαζε, με ύφος σοβαρό και αυστηρό, ήταν σίγουρα ο διευθυντής. Σταμάτησε μερικά βήματα μακριά της και την κοίταξε προσεκτικά. Η σιωπή του την έκανε να ξεροκαταπιεί. Αισθάνθηκε την ανάγκη να δικαιολογηθεί για την αδιακρισία της, μα τελικά αποφάσισε πως ίσως θα ήταν καλύτερα να κρατήσει το στόμα της κλειστό. «Καλώς ήρθες», της είπε μετά από μερικά δευτερόλεπτα άχαρης σιωπής και συνέχισε, «Ξέρεις ήδη φαντάζομαι ποιος είμαι, οπότε οι συστάσεις είναι περιττές. Δεν έχω σκοπό να φάω το χρόνο σου με λεπτομέρειες και άσκοπες κουβέντες, γι' αυτό θα σου πω ευθύς αμέσως τι μπορώ να κάνω για εσένα».
Η Στεφανία τον κοίταξε γεμάτη απορία. Η αλήθεια ήταν πως, μέσω της ενασχόλησης της με την φύση και τον εθελοντισμό, είχε ακούσει και είχε διαβάσει αρκετά πράγματα για τις δραστηριότητες και την προσφορά του συγκεκριμένου οργανισμού, αλλά δεν είχε δει ποτέ ούτε μια φωτογραφία του ανθρώπου που τον διοικούσε τόσα χρόνια. Ο άντρας που στεκόταν απέναντι της δεν ήταν πάνω από 35 ετών, ασυνήθιστα νέος για τη θέση που κατείχε. Τα μαλλιά του ήταν κατάμαυρα, κοντά και ελαφρώς κυματιστά. Το πρόσωπο του αρρενωπό, το βλέμμα του έντονο, τα μάτια του ένας συνδυασμός ζεστού μελί και πράσινου - πανέμορφα, μα κρύα και αυστηρά. Έβηξε διακριτικά για να καθαρίσει το λαιμό της, συγκρότησε την έκφραση της και απάντησε:
 «Συγνώμη, μήπως εννοείται τι μπορώ να κάνω εγώ για εσάς; Αυτός δεν είναι άλλωστε ο σκοπός αυτής της συνέντευξης;».
«Η αλήθεια είναι πως δεν έχω κάποια θέση να σου προσφέρω», της απάντησε, γυρίζοντας της την πλάτη του και βηματίζοντας αργά προς την καρέκλα του γραφείου του. Στο άκουσμα των λέξεων που μόλις ξεστόμισε, η καρδιά της σταμάτησε. Η απογοήτευση την πλημμύρησε και το κεφάλι της έγειρε προς τα κάτω. Η φωνή του τώρα ερχόταν από το βάθος του γραφείου που ήταν καθισμένος.
«Μη στεναχωριέσαι. Μπορώ να σου προσφέρω κάτι πιο πολύτιμο πιστεύω. Μπορώ, ας πούμε, να σου προσφέρω όσα πάντα ήθελες να μάθεις για τους βιολογικούς σου γονείς». Το κεφάλι της Στεφανίας σηκώθηκε με τόση φόρα που φοβήθηκε στιγμιαία πως θα ξεκολλήσει από τη βάση του λαιμού της.
«Πώς… είπατε; Τους γονείς μου;», κατάφερε να ψελλίσει, σχεδόν τρέμοντας.
Ο άντρας σηκώθηκε αργά απ' τη καρέκλα του γραφείου του, έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του παντελονιού του και περπάτησε προς το τεράστιο παράθυρο που κάλυπτε τον τοίχο του γραφείου. «Ναι Στεφανία, για τους γονείς σου», είπε δίχως να την κοιτάξει, «και ειδικά για τον πατέρα σου».