Romance and Urban Fantasy Lit

  • Kelley Armstrong, J.R.Ward, Charlaine Harris, L.J. Smith, Kresley Cole, Gena Showalter

What is this place?

Έχω αλλάξει πολλές γνώμες για αυτό το χώρο και όχι άδικα. Η συγγραφή είναι δύσκολη και επίπονη δουλειά, απαιτεί πολύ γράψε-σβήσε…Η ιστορία που ξεκίνησα πριν κάποιους μήνες παίρνει λοιπόν καινούργια μορφή, επιδιώκει να γίνει καλύτερη –αλλά όχι τέλεια- οπότε τα σχόλια σας δεν θα είναι μόνο χρήσιμα, αλλά και απαραίτητα.

Πέμπτη 15 Ιουλίου 2010

Κεφάλαιο 8ο Η Συνάντηση ( η συνέχεια)

Για ακόμη μια φορά δεν χρειάστηκε να δώσει καμία δικαιολογία για την αργοπορία της. Η ρεσεψιονίστ την οδήγησε πρόθημα ως το γραφείο του διευθυντή και της άνοιξε χαμογελαστά την πόρτα για να περάσει. Τα χρώματα και τα σχήματα του γραφείου έμοιαζαν σήμερα πιο μουντά και σκοτεινά, καθώς ο ήλιος έπαιζε κρυφτό πίσω από τα βαριά, μολυβένια σύννεφα, που είχαν αρχίσει να γεμίζουν τον πρωινό ουρανό. Τα πάντα έδειχναν να χάνουν σιγά-σιγά τη λάμψη τους, πέρα από τον μαυροντυμένο άντρα της χθεσινής μέρας, που την περίμενε όρθιος μπροστά στο γραφείο του.
«Κύριε Γούντ, καλημέρα και συγνώμη για την αργοπορία μου και σήμερα. Σας ευχαριστώ που με δεχτήκατε, παρά το γεμάτο πρόγραμμα σας», είπε η Στεφανία και τέντωσε αποφασιστικά το χέρι της για τη χειραψία, αποφεύγοντας να τον κοιτάξει στα μάτια. Μετά από την προηγούμενη συνάντηση τους, όπου σωριάστηκε ανήμπορη στο μαύρο, δερμάτινο καναπέ του, το όξινο συναίσθημα της ντροπής και του θυμού για τον ίδιο της τον εαυτό, σιγόκαιγε ακόμη στο στήθος της. Σήμερα όμως δεν σκόπευε να αφήσει καμιά ματιά, κανένα ανθρώπινο βλέμμα να φτάσει τόσο βαθιά μέσα της και να κάμψει τις άμυνες της.
Ο μαυροντυμένος άντρας την πλησίασε, χαμογελώντας ζεστά, και της έδωσε το χέρι του. «Το όνομα μου είναι Κάϊλ», της είπε και η ανεπισημότητα και απλότητα του ύφους του την εξέπληξε ευχάριστά. «Αν δεν σε πειράζει, θα προτιμούσα να με φωνάζεις με το μικρό μου όνομα, δεν υπάρχει λόγος για επισημότητες. Άλλωστε, κατά μία έννοια, σε θεωρώ κάτι σαν… κόρη μου», συμπλήρωσε και την κοίταξε ήρεμα στα μάτια, περιμένοντας να δει την αντίδρασή της. Η Στεφανία γέλασε αυθόρμητα. Η ιδέα πως θα μπορούσε να είναι κόρη ενός τόσο μικρού σε ηλικία άντρα της φαινόταν αστεία.
«Δεν εννοούσα βιολογική κόρη μου Στεφανία», της είπε πριν προλάβει να του απαντήσει και χαμογέλασε και αυτός με την σειρά του.
«Συγνώμη για την αντίδραση μου, απλά…», προσπάθησε να δικαιολογηθεί εκείνη.
«Μην ανησυχείς, καταλαβαίνω ότι στα μάτια σου φαντάζω μερικά χρόνια μεγαλύτερος σου, μα καμιά φορά τα φαινόμενα απατούν», της είπε σηκώνοντας όλο νόημα το ένα του φρύδι.
Η Στεφανία τον κοίταξε σιωπηλή και σκέφτηκε για ένα δευτερόλεπτο πως θα ήταν να έχει έναν πατέρα σαν τον Κάϊλ. Σίγουρα η ζωή της θα ήταν πολύ διαφορετική. Γεμάτη προνόμια για τα οποία δεν θα χρειαζόταν να παλέψει με νύχια και με δόντια για να αποκτήσει και να κρατήσει. Θα είχε την ευκαιρία να φοιτήσει στα καλύτερα σχολεία, να πάει ταξίδια σε όλο τον κόσμο και σίγουρα να δει όλα τα δάση του πλανήτη, που τόσο αγαπούσε. Αλλά και τίποτα από όλα αυτά να μην της προσέφερε ο Κάϊλ σαν πατέρας, δεν θα την πείραζε καθόλου να κληρονομήσει έστω το ένα τρίτο από τα γονίδια του. Είχε το αγέρωχο πρόσωπο του καλού ηγέτη και το βλέμμα του μαρτυρούσε πως πίσω από όλα αυτά υπήρχε ένα εύστροφο και εφευρετικό μυαλό. Μερικοί άνθρωποι είναι απλά ευλογημένοι σκέφτηκε και αναστέναξε αποκαρδιωμένη.
«Πες μου τι σκέφτεσαι;» τη ρώτησε γεμάτος ενδιαφέρον ο Κάϊλ, σπάζοντας έτσι τη σιωπή που είχε αρχίσει να απλώνεται μεταξύ τους.
«Θέλω να δω το πρόσωπο του πατέρα μου. Θέλω να δω αν του μοιάζω», ξεστόμισε εκείνη, δίχως καν να το σκεφτεί.
Ο Κάϊλ δεν πρόλαβε να κρύψει την έκπληξη του σε αυτό το απρόσμενο αίτημα της. «Η αλήθεια είναι πως δεν έχω κάποια φωτογραφία του μαζί μου», είπε κοιτώντας αμήχανα τα χαρτιά που είχε πάνω στο γραφείο του, «δεν είχα φανταστεί…δεν σκέφτηκα πως θα ζητούσες να δεις το πρόσωπο του.. αλλά είναι λογικό να έχεις τέτοιες απορίες», μονολογούσε καθώς σήκωνε μηχανικά κάθε χαρτί που έβλεπε μπροστά του.
«Δεν πειράζει, δεν πειράζει πραγματικά», είπε βιαστικά η Στεφανία, προσπαθώντας να τον βγάλει από τη δύσκολη θέση, καθώς εκείνος συνέχισε το ψάξιμο. «Ίσως…ίσως θα μπορούσες εσύ να μου τον περιγράψεις», του είπε τελικά χαμηλώνοντας κι’ άλλο τον τόνο της φωνής της. Η ανάγκη της να μάθει όσο πιο πολλά πράγματα μπορούσε γι’ αυτόν τον άνθρωπο μεγάλωνε κάθε λεπτό της ώρας που περνούσε και ράγιζε σιγά-σιγά τη γυαλιστερή πανοπλία της δήθεν αδιαφορίας που φορούσε με περηφάνια χρόνια τώρα.
Ο Κάϊλ γύρισε αργά το κεφάλι του προς το μέρος της και την κοίταξε. Το βλέμμα του, αν και ήταν γεμάτο συμπάθεια και κατανόηση, την έκανε να αισθανθεί ακόμη πιο άβολα. Πάνω που πίστευε πως είχε αποτινάξει για πάντα από πάνω της το εμφανές στίγμα της ορφάνιας, το βλέμμα του την έκανε να νιώσει διάφανη, μισή, σαν να της λείπουν κομμάτια της ζωής της.
«Ο πατέρας σου ήταν από τα πιο αγαπητά μέλη της μικρής μας ομάδας. Βλέπεις, δεν υπάρχουν πια πολλοί σαν εμάς, μέλη της φυλής μας εννοώ» είπε και την κοίταξε διστακτικά στα μάτια, σαν να προσπαθούσε να διαβάσει μέσα τους τις σκέψεις της για όσα άκουγε. Η Στεφανία δεν μίλησε, μόνο συνέχισε να τον κοιτάει σιωπηλή, κρύβοντας όσο πιο καλά μπορούσε την ανυπομονησία της, την ανάγκη της να ακούσει, να μάθει τα πάντα. Ο Κάϊλ συνέχισε να μιλά, με περισσότερη άνεση αυτή τη φορά. «Κάθε ομάδα χρειάζεται έναν αρχηγό και ο πατέρας σου ήταν ο αρχηγός της δικής μας ομάδας, όχι μόνο λόγο της φυσικής του δύναμης, αλλά και λόγο του μυαλού του. Είχε ικανότητες που δεν συναντάς κάθε μέρα. Ήταν σκληρός, μα δίκαιος. Αγαπούσε την τάξη και την πειθαρχία, αξίες σημαντικές για όλους μας, μα συγχωρούσε εύκολα τον συναισθηματισμό και τα πάθη των δικών του ανθρώπων. Κάποιοι αυτό το έβλεπαν ως το μεγαλύτερο μειονέκτημα του, άλλοι πάλι πιστεύουν ακόμη και σήμερα πως ήταν η αιτία της καταστροφής του. Προσωπικά πιστεύω πως κανείς μας δεν μπόρεσε να καταλάβει ακριβώς τον τρόπο με τον οποίο δούλευε το μυαλό του. Ήταν απλά πολύ διαφορετικό απ' όσα είχαμε συνηθίσει».
«Ποιο ήταν το όνομα του;». Μόνον αυτό σκέφτηκε να ρωτήσει μετά από όσα άκουσε.
«Άλες». Η γνώριμη στα αυτιά της φωνή ακούστηκε από πίσω της και η Στεφανία γύρισε ξαφνιασμένη προς την πόρτα. Ο Άρβιν μόλις είχε μπει στο δωμάτιο.
Καμία μάσκα δεν θα μπορούσε να κρύψει την έκπληξη και την απορία από το πρόσωπο της. Το τελευταίο άτομο που περίμενε να δει εκεί μέσα, μόλις είχε μπει στο δωμάτιο και αυτό ήταν το λιγότερο. Ο Άρβιν ήξερε το όνομα του πατέρα της.. Αυτό σήμαινε πως ήξερε πιο πολλά για την ίδια απ' ότι η ίδια για τον εαυτό της. Η ιδέα και μόνο την εξόργισε, καθώς στο μυαλό της ήρθαν οι επίμονες ερωτήσεις του όταν την πρωτοσυνάντησε και η εκνευριστική αίσθηση οικειότητας που την πλημμύριζε κάθε που τον συναντούσε. Αυτό όμως που πραγματικά την ωθούσε στα άκρα αυτή τη στιγμή ήταν η σοβαρή, τυπική του έκφραση, καθώς την κοιτούσε στα μάτια. Το βλέμμα του ήταν άδειο από οποιαδήποτε συναίσθημα. Καμία αντίδραση! Λες και την έβλεπε για πρώτη φορά στη ζωή του. Λες και, αν δεν στεκόταν τώρα απέναντι του, μπορεί και να μην την έβλεπε καθόλου.
Η άβολη σιωπή έσπασε για ακόμη μια φορά με τη σωτήρια παρέμβαση του Κάϊλ. «Στεφανία αυτός είναι ο Άρβιν, πολύτιμο μέλος της ομάδας μου και έμπιστος μου φίλος εδώ και πολλά χρόνια. Είναι σήμερα εδώ για να σε βοηθήσει σε οτιδήποτε χρειαστείς σχετικά με την καταγωγή σου», είπε όσο πιο ανάλαφρα μπορούσε, για να εκτονώσει την εμφανή δυσαρέσκεια που εξέπεμπε το πρόσωπο της για τον άντρα που στεκόταν απέναντι της.
«Να με βοηθήσει; Δεν πιστεύω πως θα χρειαστώ την βοήθεια του. Ότι απορίες μπορεί να έχω θα προτιμούσα να τις συζητήσω μαζί σου», του απάντησε εκείνη, χωρίς να ξεκολλά λεπτό το θυμωμένο της βλέμμα από τον Άρβιν. Καμία αντίδραση, συλλογίστηκε και πάλι. Ο Άρβιν συνέχισε να την κοιτάζει, το πρόσωπο του όμοιο με αυτό ενός αγάλματος.
«Στεφανία, υπάρχουν πράγματα για τον πατέρα σου που τα γνωρίζει καλύτερα ο Άρβιν. Θα ήταν καλύτερο να τα συζητήσεις μαζί του, πίστεψε με» της είπε όσο πιο κατευναστικά μπορούσε ο Κάϊλ, καθώς το βλέμμα του μετακινήθηκε στο πρόσωπο του Άρβιν και έγινε πλέον επίμονο και αυστηρό, σαν να τον προέτρεπε να μιλήσει. Το βλέμμα του Άρβιν συναντήθηκε φευγαλέα με αυτό του Κάϊλ, μα τα χείλη του δεν μετακινήθηκαν.
Βλέποντας την επίμονη σιωπή του, η Στεφανία άρπαξε την τσάντα της, τον αγνόησε περνώντας ξυστά δίπλα του και περπάτησε αποφασιστικά προς την πόρτα του γραφείου. Στο διάολο να πάει σκέφτηκε εκνευρισμένη και άπλωσε το χέρι της προς το χερούλι. Ο Κάϊλ γύρισε το πυρωμένο πλέον βλέμμα του προς τον Άρβιν. Το χαμόγελο της ικανοποίησης που είχε αρχίσει τώρα να σχηματίζεται στις άκρες των χειλιών του, τον έκανε να γρυλίσει απειλητικά.
«Υποσχέθηκες να βοηθήσεις» σιγομουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο Κάϊλ, αφήνοντας το θυμό του να ξεχειλίσει.
«Όχι πριν μου πεις όλη την αλήθεια» του ανταπάντησε ο Άρβιν, το ίδιο χαμηλόφωνα και αποφασιστικά.
«Στεφανία, σε παρακαλώ μη φεύγεις», φώναξε τελικά πίσω της ο Κάϊλ, μα η Στεφανία αποφάσισε να τον αγνοήσει και έσπρωξε νευριασμένα το χερούλι της πόρτας. «Υπάρχει λόγος που λιποθύμησες χθες στην πλατφόρμα του μετρό, Στεφανία. Το σώμα σου αλλάζει, το νιώθεις ήδη», της φώναξε με περισσότερη δύναμη ο Κάϊλ και τα πόδια της κόλλησαν στο πάτωμα, πριν προλάβει να βγει. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, αυτό που μόλις άκουσε της φάνηκε απολύτως λογικό.

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Κεφάλαιο 8ο Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ


Η Στεφανία κοιτούσε νευρικά την είσοδο του κτιρίου που στέγαζε τα γραφεία της Οργάνωσης. Είχε αργήσει για το προκαθορισμένο της ραντεβού, αλλά όχι  γιατί δεν είχε φτάσει στην ώρα της. Στεκόταν έξω από το κτίριο, με το πλαστικό κυπελάκι του  καφέ να αχνίζει στο χέρι της, ανήμπορη να δρασκελίσει το κατώφλι του. Το κεφάλι της πονούσε, λες και χθες βράδυ κατανάλωσε μόνη της ένα μπουκάλι αλκοόλ μονορούφι. Το δε μυαλό της ήταν γεμάτο με αντικρουόμενα  συναισθήματα. Ήξερε πως αν έμπαινε στο κτίριο σήμαινε πως θα μάθαινε την αλήθεια για το παρελθόν της, όμως δεν ήταν διόλου σίγουρη ότι ήθελε να το κάνει. Είναι εύκολο να χτίζει κανείς μες το μυαλό του μια εικόνα για τους απόντες γονείς του, είναι σχεδόν αναπόφευκτο ενδόμυχα να τους δαιμονοποιεί και να τους κατηγορεί για τις κακές επιλογές τους, μα είναι άλλο πράγμα τα σενάρια που πλέκεις στο μυαλό σου να επιβεβαιώνονται και επίσημα. Τι θα γινόταν αν άκουγε ότι ο πατέρας της απλά ντρεπόταν γι' αυτήν; Θα άντεχε κι άλλη απόρριψη;
Με τα μάτια καρφωμένα στην είσοδο του κτιρίου, έφερε αργά το κυπελάκι του καφέ στα χείλη της και κατάπιε το περιεχόμενο του σε μια γουλιά. Το ρόφημα στάθηκε στο λαιμό της, τσουρούφλισε τα σωθικά της και έκανε τα μάτια της να ανοίξουν διάπλατα. Τέρμα τα ψέματα σιγομουρμούρισε και τσαλάκωσε με μια κίνηση το πλαστικό ποτηράκι μέσα στη χούφτα της. Είχε αρχίσει να αγανακτεί με τον ίδιο της τον εαυτό, με τη δειλία της, την άρνηση της να βάλει όλα τα δεδομένα στη σειρά και να δει κατάματα την αλήθεια τους. Πήρε μια βαθειά ανάσα, έκλεισε τα μάτια της και συγκεντρώθηκε σε μια προσπάθεια να μαντέψει αυτά που πιθανώς θα άκουγε σήμερα. Πίστευε ακράδαντα πως με τη βοήθεια της λογικής, ίσως να προετοίμαζε καλύτερα τον εαυτό της και για τα καλά και για τα άσχημα.
Ο Κάϊλ Γούντ της είπε χθες πως ο πατέρας της ήταν σημαντικό πρόσωπο στο κύκλο του. Απ' όσο γνώριζε η ίδια όμως, η μητέρα της ήταν μια απλή σερβιτόρα. Πώς βρέθηκαν αυτοί οι δύο; Είναι αλήθεια δυνατό ένας τόσο σημαντικός άντρας να ήθελε πραγματικά να μείνει μαζί της;
    Η Στεφανία, σε αυτή την σκέψη, άνοιξε τα μάτια της και χαμογέλασε ειρωνικά. Μπορεί να μην θεωρούσε τον εαυτό της ιδιαίτερα ευφυή, μα ήξερε καλά πως λειτουργεί ο κόσμος γύρω της. Δεν πίστευε στα αστικά παραμύθια με τους πρίγκιπες και τα άσπρα τους άλογα. Ίσως επειδή στη σύντομη ζωή της δεν γνώρισε ποτέ της κανέναν άντρα που να είχε τέτοια χαρακτηριστικά. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Αυτό πίστευε η Στεφανία. Η αγάπη μεταξύ των ανδρών και των γυναικών δεν είναι ποτέ ανιδιοτελής. Παρά την -κατά γενική ομολογία- κακή φήμη των γυναικών σε αυτό τον τομέα, η ίδια είχε δει πολλές ιδιοτελείς συμπεριφορές από τους άντρες γύρω της καθώς μεγάλωνε.
Στα είκοσι τρία της χρόνια είχε γνωρίσει αρκετούς ανάδοχους πατεράδες, οι οποίοι κορόιδευαν ή εκμεταλλεύονταν τις συζύγους τους για να κάνουν τη ζωή τους πιο εύκολη. Κάποιοι από αυτούς μάλιστα το είχαν κάνει τρόπο ζωής, υποχρεώνοντας τη σύζυγο τους να δουλεύει σε δύο και τρεις δουλειές για να συντηρήσει την οικογένεια. Και όλα αυτά στο όνομα της αγάπης, όσο σαθρή και πλαστή και αν ήταν αυτή. Οι πιο ευκατάστατοι είχαν άλλη νοοτροπία. Τα λεφτά τους έκλειναν το στόμα και φρέναραν τα παράπονα των συζύγων τους, ώστε οι ίδιοι να μπορούν να ζουν τη ζωή που ήθελαν, δίχως να χρειάζεται να λογοδοτούν γι’ αυτή. Τα πάντα μεταξύ ανδρών και γυναικών είναι ανταλλαγή και κάθε ανταλλαγή έχει πάντα κάποιον κερδισμένο και κάποιον χαμένο. Ναι, αυτό πίστευε η Στεφανία και γι' αυτό απέφευγε τους άντρες όλη της τη ζωή. Μέχρι και χθες το βραδύ.
Η εικόνα του Άρβιν ήρθε ακάλεστη και θρονιάστηκε στο ήδη μπερδεμένο της μυαλό. Τα μάγουλα της κοκκίνισαν. Όταν την βρήκε το ξημέρωμα στο κρεβάτι της, δεν θυμόταν πως είχε βρεθεί εκεί, ήταν σίγουρη όμως πως θυμόταν κάθε εικόνα, κάθε συναίσθημα από τη νύχτα που μόλις είχε φύγει. Ήταν πολλά τα ερωτήματα που στριφογύριζαν μέσα στο μυαλό της για τη ξαφνική παρουσία αυτού του άντρα τις τελευταίες είκοσι τέσσερις ώρες στη ζωή της, αλλά τα επισκίαζε όλα η έλξη και η ασυνήθιστη οικειότητα που αισθάνονταν κάθε φορά που τον συναντούσε. Μια οικειότητα που όμοια δεν είχε αισθανθεί στη ζωή της, σαν κάτι άυλο και ακαθόριστο να τους τραβά και να τους ενώνει, όπως τους αντίθετους πόλους ενός μαγνήτη.
Και όντως ήταν αντίθετοι, η Στεφανία δεν είχε καμιά αμφιβολία στο μυαλό της, ως προς αυτό τουλάχιστον. Η ίδια είχε για όπλο της πάντα τη λογική, την καχυποψία και την κατά μέτωπο επίθεση, ενώ ο άντρας του μετρό έδειχνε να αποφεύγει επιμελώς τις ερωτήσεις και τις συγκρούσεις, να αγαπά το σκοτάδι και να τρέφετε με το μυστήριο. Το βλέμμα της σκοτείνιασε, καθώς τα ερωτήματα που τόσο έντεχνα καταπίεζε στο πίσω μέρος του μυαλού της άρχισαν σιγά-σιγά να ανεβαίνουν στην επιφάνεια και να προκαλούν τη λογική της. Πως βρέθηκε ο Άρβιν στο πάρκο; Την παρακολουθούσε όλη μέρα; Τι ήθελε πραγματικά από εκείνη και το πιο σημαντικό απ’ όλα, πως βρέθηκε από το πάρκο, να κοιμάται ήρεμη στο κρεβάτι της;
Συνειδητοποίησε εκείνη τη στιγμή πως είτε είχε κενά μνήμης, είτε, ότι πίστευε πως ένιωσε και έζησε χθες βράδυ, ήταν απλά ένα όνειρο. Το πρόβλημα ήταν ότι η Στεφανία σπανίως ονειρευόταν, άρα πρέπει να ήταν όλα αληθινά. Αυτό συμβαίνει ή απλά οι ορμόνες σου κυρίευσαν το μυαλό σου σκέφτηκε και έβρισε χαμηλόφωνα τον εαυτό της. Το τελευταίο πράγμα που έψαχνε, στην ήδη πολύπλοκη ζωή της, ήταν η παρουσία ενός άντρα που με τη συμπεριφορά του όχι μόνο την έβγαζε έξω από τα νερά της, αλλά της δημιουργούσε και κενά μνήμης. Αυτό που την ενοχλούσε όμως πιο πολύ απ’ όλα  ήταν ότι δεν είχε την απαιτούμενη εμπειρία για να κατανοήσει έναν τέτοιο χαρακτήρα και να διακρίνει έγκαιρα τις προθέσεις του απέναντι της. 
    Ο εφιάλτης του γυμνασίου είχε ξαφνικά ξαναγυρίσει στη ζωή της. Τότε που άκουγε με δέος και φόβο τις ιστορίες και τις περιγραφές των σεξουαλικών περιπτύξεων των συμμαθητριών της με τους εκάστοτε δεσμούς τους, δίχως να μπορεί να συνεισφέρει στην κουβέντα. Αρκετά χρόνια μετά και ακόμη η συνεισφορά της σε τέτοιες κουβέντες είναι αξιοθρήνητη, έως και ανύπαρκτη. Κάτω από άλλες συνθήκες ίσως να αισθανόταν μειονεκτικά με την άγνοια της. Θα μπορούσε να την έβλεπε ως βάρος στην πλάτη της, ως αναπηρία. Αντιθέτως, η Στεφανία είχε βρει το τρόπο να την αναγάγει σε πλεονέκτημα. Σε αντίθεση με τις εκάστοτε φίλες της, η ίδια αισθανόταν άτρωτη χάρη στην απειρία της. Για την ακρίβεια αισθανόταν λιγότερο ευάλωτη στο χλευασμό, τα πικρόχολα σχόλια και βλέμματα των αντρών. Αυτή της την πεποίθηση την έκανε τρόπο ζωής, αντικρούοντας για χρόνια -πότε με μαεστρία και πότε με απίστευτη σκληρότητα- την  προσοχή των αντρών. Επίπλαστη ισορροπία του τρόμου, έτσι την ονόμαζε και έπειτα γελούσε με τον εαυτό της.
Η Στεφανία δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το πικρόχολο χαμόγελο που σχηματίστηκε στα χείλη της, όχι μόνο γιατί γνώριζε το πόσο ευάλωτη αισθάνθηκε χθες βράδυ, αλλά κυρίως επειδή δεν θα την πείραζε καθόλου να αισθανθεί ξανά και ξανά έτσι. Έχοντας πλέον έντονη την αίσθηση ότι κάτι έχει αρχίσει να αλλάζει μέσα της, άνοιξε αποφασιστικά την κεντρική είσοδο των γραφείων και προχώρησε στο εσωτερικό του ειδυλλιακού λόμπυ.