Romance and Urban Fantasy Lit

  • Kelley Armstrong, J.R.Ward, Charlaine Harris, L.J. Smith, Kresley Cole, Gena Showalter

What is this place?

Έχω αλλάξει πολλές γνώμες για αυτό το χώρο και όχι άδικα. Η συγγραφή είναι δύσκολη και επίπονη δουλειά, απαιτεί πολύ γράψε-σβήσε…Η ιστορία που ξεκίνησα πριν κάποιους μήνες παίρνει λοιπόν καινούργια μορφή, επιδιώκει να γίνει καλύτερη –αλλά όχι τέλεια- οπότε τα σχόλια σας δεν θα είναι μόνο χρήσιμα, αλλά και απαραίτητα.

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

Κεφάλαιο 10ο Το Όνειρο

Ο Άρβιν ήταν σίγουρος πως έβλεπε ένα ακόμη όνειρο, όμως οι εικόνες που έπαιζαν στην οθόνη του μυαλού του δεν ήταν σενάρια της φαντασίας του.


Τα χέρια του ήταν δεμένα πίσω από την πλάτη του. Τα πόδια του τα κρατούσαν χοντρές αλυσίδες, οι οποίες ήταν στερεωμένες στο τσιμεντένιο πάτωμα με πασσάλους. Τίποτα από αυτά όμως δε θα μπορούσε να συγκρατήσει ακίνητο ένα όν σαν και αυτόν. Αυτό που τον κρατούσε δέσμιο ήταν η χοντρή, ατσάλινη ζώνη που ήταν δεμένη τόσο σφικτά γύρω από τη μέση του, που του έκοβε την ανάσα. Παρά τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν, δε μπορούσε παρά να θαυμάσει την ευφυΐα του πλάσματος, που τώρα τον κοιτούσε κατάματα. Η ιδέα της ζώνης ήταν πραγματικά έξυπνη, μια και δε θα μπορούσε να μεταμορφωθεί, δίχως να κόψει το σώμα του στα δύο κατά τη διάρκεια. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι επιλογές του ήταν μόνο δύο: ή θα έχανε τη ζωή του προσπαθώντας να σπάσει τα δεσμά του, ή θα παρατηρούσε τον εχθρό του για να ανακαλύψει τις αδυναμίες του και να τις εκμεταλλευτεί προς όφελος του.


Διάλεξε τη δεύτερη, δίχως μεγάλη δυσκολία, ίσως επειδή η γυναίκα που τώρα στεκόταν απέναντι του ήταν απλά πανέμορφη. Η επιδερμίδα της ήταν ολόλευκή. Τα μάτια της είχαν ένα αχνό βυσσινί χρώμα και τα γεμάτα χείλη της το βαθύ κόκκινο χρώμα του αίματος. Ο τρόπος που κινούταν προς το μέρος του θύμιζε αιλουροειδές. Όμορφη, μα θανάσιμη.


Όταν τον πλησίασε αρκετά, η μυρωδιά της τον εξαγρίωσε. Ήταν η μυρωδιά του χειρότερου εχθρού του. Οι μυείς του συσπάστηκαν και όλο του το σώμα ετοιμάστηκε για να δεχτεί την επερχόμενη επίθεση. Αντί για επίθεση όμως η γυναίκα άπλωσε το χέρι της κτητικά πάνω στο στέρνο του και τον κοίταξε σαγηνευτικά στα μάτια. Κάτι στο βλέμμα της τον υπνώτιζε, τον έκανε να την κοιτά αποσβολωμένος. Το χέρι της κατέβηκε στους κοιλιακούς του. Οι κυνόδοντες της επιμηκύνθηκαν και το βυσσινί χρώμα των ματιών της άρχισε να γίνεται πορφυρό. Ήρθε πιο κοντά του, τον κοίταξε πονηρά στα μάτια και το χέρι της κατέβηκε ακόμη πιο χαμηλά. Στο άγγιγμα της, το σώμα του ακινητοποιήθηκε και το κεφάλι του έπεσε προς τα πίσω. Με μια αστραπιαία κίνηση τα δόντια της τρύπησαν το δέρμα του λαιμού του. 

Νιώθοντας υποσυνείδητα τον πόνο να χτυπά το νευρικό του σύστημα, ο Άρβιν πετάχτηκε απ' το κρεβάτι και ένας δυνατός ρόγχος ξέφυγε από τα χείλη του. Τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω απ' το λαιμό του, μη μπορώντας εκείνη την στιγμή να ξεχωρίσει με σιγουριά την πραγματικότητα από το όνειρο. Διάβολε! Το παρελθόν του τρόμαζε ακόμη και τον ίδιο μερικές φορές. Πέταξε τα σκεπάσματα από πάνω του και σηκώθηκε με αργές κινήσεις από το κρεβάτι. Το πάτωμα ήταν γεμάτο εφημερίδες, άδεια κουτάκια μπύρας και γυναικεία ρούχα. Γυναικεία ρούχα;
Έτριψε το πρόσωπο του με το χέρι του και προσπάθησε να θυμηθεί τι συνέβη το προηγούμενο βράδυ.
Εκείνη τη στιγμή ένας κτύπος τράνταξε την πόρτα του δωματίου και μια φωνή ακούστηκε από πίσω της.

«Υπηρεσία δωματίου. Παρακαλώ ανοίξτε, το πρωινό σας είναι έτοιμο». Αν και ποτέ δεν ζητούσε να του φέρουν πρωινό, το συγκεκριμένο ξενοδοχείο το είχε σύστημα να κάνει πάντα παραπάνω απ' αυτά που τους ζητούσε. Ο Άρβιν άνοιξε την πόρτα και άφησε τον μικροκαμωμένο και υπερβολικά χαρωπό υπάλληλο του ξενοδοχείου να περάσει.

«Καλημέρα σας κύριε! Πώς αισθάνεστε σήμερα;» ρώτησε περιχαρής ο υπάλληλος και η ασυνήθιστα τσιριχτή φωνή του έκανε τον Άρβιν να οπισθοχωρήσει με δυσαρέσκεια. Διάολε! Πόσο πιο εκνευριστικά μπορούν να γίνουν αυτά τα όντα.


«Σςς. λίγο πιο σιγά!» του είπε όσο πιο ευγενικά μπορούσε και κοίταξε το δίσκο με το πρωινό που κρατούσε στα χέρια του.

«Μάλιστα κύριε, μάλιστα, συγνώμη» είπε τώρα ψιθυριστά ο υπάλληλος και αφού υποκλίθηκε ελαφρώς, άφησε το δίσκο στο πιο κοντινό τραπεζάκι και βγήκε με γοργά βήματα από το δωμάτιο.

Ο Άρβιν σήκωσε τα καπάκι που κάλυπτε το δίσκο και κοίταξε από κάτω. Μια από τα ίδια, καμιά παραλλαγή σκέφτηκε, καθώς η οσμή του τηγανισμένου μπέικον χτύπησε τη μύτη του και τον έκανα να αηδιάσει ελαφρώς. Άλλη μια ανθρώπινη συνήθεια που μισούσε. Θα έδινε τα πάντα εκείνη τη στιγμή να μπορούσε να κυνηγήσει. Να μπορούσε να βρεθεί στο ξέφωτο του δάσους, να μυρίσει τον φρέσκο αέρα που αναδίδουν τα φύλα των δέντρων.

Στη σκέψη και μόνο, το δέρμα του άρχισε να τον ενοχλεί. Ένιωθε λες και φορούσε ένα βαρύ, μάλλινο πουλόβερ, από αυτά που σου φέρνουν ακατάσχετη φαγούρα. Δεν θα έπρεπε να αισθάνεται έτσι, μετά από τόσες βραδιές που πέρασε στην ύπαιθρο τις τελευταίες μέρες, όμως δεν μπορούσε να καταπολεμήσει το συναίσθημα μέσα του. Είχε ανάγκη να είναι ο εαυτός του και μόνον όταν μεταμορφωνόταν μπορούσε να αισθανθεί πραγματικά έτσι. Η «πολιτισμένη» ανθρώπινη συμπεριφορά που έπρεπε κάθε τόσο να φορά σαν κουστούμι τον εκνεύριζε αφάνταστα. Ακόμη όμως και οι δικοί του άνθρωποι είχαν αρχίσει να ενστερνίζονται την ανάγκη της αρμονικής συνύπαρξης μεταξύ όλων των ειδών.

Η κληρονομιά της ιδεολογίας του Άλες σκέφτηκε ο Άρβιν και κρυφογέλασε. Ήταν ο πρώτος που αγνόησε τους κανόνες της αγέλης και άνοιξε το δρόμο για την είσοδο των λυκανθρώπων στο αστικό τοπίο των ανθρώπων. Τα τέρατα των λαϊκών μύθων κυκλοφορούν ανάμεσα σας, τρώνε από τα φαγητά σας, πίνουν από τα ποτήρια σας και που και που κοιμούνται και στα κρεβάτια σας. Οι τελευταίες σκέψεις τον έκαναν να χαμογελάσει. Αν οι γηραιότεροι της αγέλης γνώριζαν τη συχνότητα με την οποία όλο και περισσότερες θνητές γυναίκες κατέληγαν στα κρεβάτια των λυκάνθρωπων, θα ξεκινούσε εμφύλιος πόλεμος. Πάνω απ' όλα η καθαρότητα του αίματος, αυτό ήταν το σύνθημα τους και ας το κρύβουν καλά κάτω από το προκάλυμμα του φιλελευθερισμού. Οι αντιλήψεις τους ήταν ακόμη σεβαστές από πολλά μέλη της αγέλης και ας μοιραζόταν την καθημερινότητα τους με δεκάδες άλλα είδη. Τόσο διαδεδομένες ήταν οι απόψεις τους, που ακόμη και τα πιο δυνατά μυαλά της αγέλης είχαν επηρεαστεί από αυτές. Πώς αλλιώς εξηγείται η απόφαση του Κάϊλ να κρατήσει την ύπαρξη της Στεφανίας μυστική απ' όλους τους για τόσα χρόνια; Η Στεφανία. συλλογίστηκε και οι κτύποι της καρδιάς του επιταχυνθήκαν ελαφρώς. Η ψυχραιμία με την οποία δέχτηκε όσα της εξήγησε ο Κάϊλ τον είχε καταπλήξει. Ίσως τελικά το μυαλό της να είναι το ίδιο δυνατό, με αυτό του πατέρα της. Άραγε τι να κάνει τώρα;

Μια ημίγυμνη γυναίκα εισέβαλλε εκείνη τη στιγμή στο οπτικό του πεδίο και ο Άρβιν βγήκε απ' τις σκέψεις του. Έσφιξε τα δόντια του νευριασμένος. Ανάθεμα! Θα τον σκοτώσω τον Άλμπερτ! Σκέφτηκε και έγνεψε «καλημέρα» στην μισοκοιμισμένη ξανθιά, που έψαχνε τώρα τα ρούχα της στο πάτωμα και του έριχνε ντροπαλές ματιές. Ο Άλμπερτ ξεπρόβαλε με τη σειρά του απ' το διπλανό δωμάτιο χαμογελαστός, τεντώθηκε νωχελικά και έτρεξε με τη μία προς το δίσκο με το πρωινό. Κάθισε στην πολυθρόνα απέναντι από τον Άρβιν και άρχισε να τρώει ότι υπήρχε στα πιάτα με τα χέρια. Τί σουρεαλιστική εικόνα είναι αυτή; σκέφτηκε ο ¨Αρβιν κοιτώντας πότε τον Άλμπερτ και πότε τη ξανθιά γυναίκα, που έβαζε τα ρούχα της μπροστά τους. Δύο λυκάνθρωποι με μια ημίγυμνη, ξανθιά, θνητή γυναίκα, όλοι παρέα σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Μόνο τον 21ο αιώνα γίνονται αυτά, σκέφτηκε καθώς παρατηρούσε τον Άλμπερτ, ο οποίος έτρωγε τώρα λες και ήθελε να αποδείξει σε όλους τη μακρινή συγγένεια των λύκων με τους σκύλους.

«Άλμπερτ, τα δόντια μας χρησιμεύουν στο να μασάμε την τροφή μας» του είπε τελικά ο Άρβιν, χαμογελώντας εύθυμα. Το πρόσωπο του Άλμπερτ, που μόλις είχε προλάβει να καταπιεί και την τελευταία του μπουκιά, έλαμψε όλο πονηρία.

«Όχι μόνον. Τα χρησιμοποιούμε και για να δαγκώνουμε!» είπε και άρπαξε την ξανθιά γυναίκα, την κάθισε στα πόδια του και γρύλισε, προσποιούμενος πως την δαγκώνει στην πλάτη. Η γυναίκα χαχάνισε και κοίταξε τον Άρβιν όλο νόημα στα μάτια.

Μερικά είδη δεν έχουν καθόλου κοινή λογική σκέφτηκε ο Άρβιν και συνέχισε να χαμογελάει.

«Έχεις πανέμορφο χαμόγελο!» του είπε όλο θαυμασμό και νάζι η ξανθιά γυναίκα, δίνοντας του να καταλάβει πως δεν θα την πείραζε ιδιαίτερα να καθίσει και στα δικά του γόνατα. Το βλέμμα του έπεσε στη δαγκωματιά που φιγούραρε στο μπράτσο της. Ναι, καθόλου, μα καθόλου κοινή λογική σκέφτηκε ξανά ο Άρβιν και την ευχαρίστησε ψυχρά.
«Έλα Άρβιν, μην κάνεις έτσι, η Σύνθια σου έκανε απλά ένα κοπλιμέντο», του είπε εύθυμα ο Άλμπερτ και του έκλεισε το μάτι.
« Η Σύνθια είναι ώρα να πάει σπίτι της γιατί σίγουρα θα την αναζητούν οι γονείς της», απάντησε ο Άρβιν και κοίταξε τη ξανθιά γυναίκα με αυστηρότητα.
«Ή μήπως να πω καλύτερα ο άντρας της;», συνέχισε και η έκφραση του έγινε ειρωνική.
Στο τελευταίο σχόλιο, η Σύνθια πετάχτηκε όρθια, άρπαξε τα υπόλοιπα υπάρχοντά της και προχώρησε προς την πόρτα, εμφανώς προσβεβλημένη.
«Μην δίνεις σημασία μωρό μου, είναι παράξενος, όπως όλοι οι γέροι», της φώναξε ο Άλμπερτ, δίχως να κουνηθεί απ' τη θέση του.
«Με κοροϊδεύεις;» φώναξε η Σύνθια από την ανοιχτή πόρτα, «Αυτός εδώ δεν είναι πάνω από 30 χρονών!».
Ο Άλμπερτ έκρυψε το πρόσωπο του στα χέρια του και άρχισε να κρυφογελά. Ο Άρβιν τον αγνόησε και κοίταξε την Σύνθια απειλητικά. Με την απορία ακόμη ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της, η Σύνθια βρόντηξε την πόρτα πίσω της και έφυγε.

Ο Άρβιν γύρισε το βλέμμα του στον Άλμπερτ και τον κοίταξε αυστηρά. «Σταμάτα να γελάς! Σου έχω πει πως μπορείς να κάνεις ότι θέλεις, αλλά το πρωί θα πρέπει να βγάζεις πάντα τα «σκουπίδια» πριν ξυπνήσω και τα βρω μπροστά μου».
«Για το Θεό! Χαλάρωσε λίγο Άρβιν!» του απάντησε, προσπαθώντας να κόψει το νευρικό γέλιο που τον είχε πιάσει και να δείξει τον απαιτούμενο σεβασμό στα όσα άκουγε.
«Σοβαρά μικρέ; Θέλεις να χαλαρώσω όταν ξέρεις καλά πως η θέση μου δεν μου επιτρέπει να κάνω τα στραβά μάτια σε τέτοιες περιπτώσεις;» του απάντησε ο Άρβιν και ανακάθισε στη πολυθρόνα, έτοιμος να του επιτεθεί.

Ο Άλμπερτ σοβάρεψε με τη μία. Ήξερε καλά τις εντολές των γηραιότερων για τα αρσενικά της αγέλης που ενεργούσαν ως προστάτες του οικισμού: καμία επαφή με άλλα είδη! Οι ελευθερίες που τους επέτρεπε να έχουν στα κρυφά ο Άρβιν, τον έβαζαν σε άμεσο κίνδυνο σε περίπτωση που κάτι διέρρεε. Η τιμωρία θα ήταν ιδιαίτερα σκληρή και όλοι τους στην ομάδα τον σεβόταν για το ρίσκο που έπαιρνε για χάρη τους. Δεν ήθελε λοιπόν με τίποτα να τον δυσαρεστήσει, μα, όπως όλα έδειχναν, μόλις το είχε επιτύχει.
«Δεν θα ξαναγίνει, στο υπόσχομαι» του είπε κατεβάζοντας το κεφάλι. «Σκέφτηκα απλά ότι ίσως…ίσως θα σε ενδιέφερε να εκμεταλλευτείς την κατάσταση», είπε και τον κοίταξε επιφυλακτικά.
Ο Άρβιν προσπάθησε να συγκρατήσει την οργή του με αυτό που άκουσε, έγειρε στην πλάτη της πολυθρόνας και χαμογέλασε πικρόχολα. «Ώστε πιστεύεις πώς μου χρειάζεται μια γυναίκα ε; Σαν αυτή που μόλις έφυγε, ας πούμε;».
Το ύφος του Άλμπερτ τώρα έγινε απολογητικό, μια και ένιωθε πως αντί να κατευνάζει την κατάσταση, μάλλον την ωθούσε στα άκρα. Θα το πω και ότι γίνει, σκέφτηκε.
«Πόσα χρόνια είσαι χωρίς γυναίκα Άρβιν; Μήπως τα έχεις μετρήσει;». Ο Άρβιν σκέφτηκε πως θα έπρεπε να σηκωθεί απ' την πολυθρόνα του και να τον πιάσει απ' το λαιμό, μα δεν μπορούσε. Δεν μπορούσε, απλά, γιατί ο Άλμπερτ τον ήξερε καλύτερα από τον καθένα και κάποια πράγματα ήταν δύσκολο να τα κρύψει, όταν έμεναν οι δυο τους.
«Δεν χρειάζομαι τέτοιου είδους γυναίκες Άλμπερτ», του απάντησε τελικά και η έκφραση του γέμισε μελαγχολία.

Η αντίδραση του ξάφνιασε τον Άλμπερτ. Δεν τον είχε δει ποτέ ξανά να μελαγχολεί για τέτοια θέματα. Η φήμη του, ειδικά σ' αυτό το θέμα, ήταν μυθική. Μυθική ήταν η σωστή λέξη για να την περιγράψει κανείς, μια και ο Άλμπερτ δεν ήξερε ειλικρινά πόσα απ' όσα είχε ακούσει ήταν αλήθεια και πόσα ψέματα. Λέγανε πως ήταν σκληρός και άκαρδος. Πως χρησιμοποιούσε το σεξ ως όπλο -κυριολεκτικά- σκοτώνοντας τις γυναίκες που διάλεγε ως ερωμένες. Αν σκεφτεί κανείς ότι οι περισσότερες από αυτές ήταν βρικόλακες, τότε αυτοί οι μύθοι δεν ήταν και πολύ μακριά από την αλήθεια. Από την άλλη όμως, αν όσα είχε ακούσει ήταν αλήθεια, τότε προς τι η μελαγχολία που τώρα έβλεπε στο πρόσωπο του;
«Τι σου λέει το ένστικτο σου Άρβιν; Νιώθεις πως το ταίρι σου είναι κοντά; Πιστεύεις πως την βρήκες;» τον ρώτησε, μη ξερώντας πως αλλιώς να ερμηνεύσει αυτό που διάβαζε στο πρόσωπο του.

Το ένστικτο, δεν πίστευα ότι υπάρχει καν σκέφτηκε αυτόματα ο Άρβιν, μόλις άκουσε την ερώτηση του. Οι αρσενικοί λυκάνθρωποι αναγνωρίζουν το ταίρι τους από τη μυρωδιά του, η οποία μόλις χτυπήσει τα ρουθούνια τους ξυπνά μέσα τους μια μαγική δύναμη που δεν πρέπει να αμφισβητείται ποτέ για την ορθότητα της. Αυτό πίστευαν οι πιο πολλοί. Μα για τον Άρβιν το ένστικτο δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια δικαιολογία για να επιβάλλουν οι αρσενικοί λυκάνθρωποι τις επιλογές τους στην ομάδα.
«Δεν μου λέει τίποτα Άλμπερτ. Δεν μου μίλησε ποτέ. Πράγμα που με κάνει να πιστεύω πως δεν υπάρχει. Θα σε συμβούλευα να κάνεις το ίδιο», του απάντησε και σηκώθηκε απ' τη θέση του.
Ο Άλμπερτ τον ακολούθησε με το βλέμμα του, καθώς άρχισε να βηματίζει νευρικά στο δωμάτιο. «Μου λες ψέματα Άρβιν. Αυτό το ξέρω σίγουρα. Αυτό που δεν ξέρω είναι το γιατί».
Γιατί λέω ψέματα και στον ίδιο μου τον εαυτό σκέφτηκε ο Άρβιν και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο για να μη χρειαστεί να του απαντήσει.

Κεφάλαιο 9ο Στο Ιατρικό Κέντρο

Ήταν σχεδόν μεσημέρι, όταν η Στεφανία στάθηκε διστακτικά μπροστά στη μεγάλη, γυάλινη πόρτα της εισόδου του Ιδιωτικού Ιατρικού Κέντρου. Η μέρα ήταν ασυνήθιστα ζεστή και το άρρωστο άρωμα της πόλης ταλαιπωρούσε τις ήδη τεταμένες αισθήσεις της. Η απρόσμενη καλοκαιρία είχε εντείνει τη μυρωδιά της μούχλας και της υγρασίας που ανέδιδαν τα σκονισμένα κτήρια και οι ολιγόλεπτες εμφανίσεις του ζεστού, μεσημεριάτικου ήλιου ήταν αρκετές για να αναμοχλεύσουν την οσμή της παρακμής και της σαπίλας στους τεράστιους πλαστικούς κάδους απορριμμάτων, που στέκονταν μισογεμάτοι στην άκρη του δρόμου. Η Στεφανία σκούπισε νευρικά τα ιδρωμένα χέρια της πάνω στο τζίν της και άπλωσε το χέρι της προς την πόρτα. Ο γυάλινος τοίχος άνοιξε αυτόματα στα δύο με έναν υπόκωφο θόρυβο και ο δροσερός αέρας του προθάλαμου ξεχύθηκε καταπάνω της, χαϊδεύοντας το ξαναμμένο πρόσωπο της.


Δεν ήταν τόσο η ασυνήθιστη ζέστη που την είχε καταβάλει, όσο η αγωνία και η νευρικότητα που αισθάνονταν, καθώς πέρασε το κατώφλι του τριώροφου κτηρίου και κατευθύνθηκε προς την κεντρική γραμματεία του Κέντρου. Αυτή ήταν, ίσως, η πρώτη της επίσκεψη σε κάποιο γιατρό. Σίγουρα είχε επισκεφτεί γιατρούς στο παρελθόν, όταν ακόμη ήταν μικρή, μα δεν είχε καμιά ανάμνηση από εκείνη την εμπειρία, κανένα σημείο αναφοράς που θα την βοηθούσε να νιώσει πιο χαλαρή και ήρεμη, σαν να επαναλάμβανε μια απλή κίνηση ρουτίνας.

Στάθηκε μπροστά στις τρεις κοπέλες που επάνδρωναν τη γραμματεία. Όλες τους ήταν απασχολημένες, μιλώντας στο τηλέφωνο, που χτυπούσε σαν δαιμονισμένο, κάθε που το ακουστικό ακουμπούσε τη συσκευή. Κοίταξε ανήσυχα γύρω της. Κυριαρχούσε το λευκό σε κάθε του απόχρωση, τόσο στους τοίχους και στο πάτωμα, όσο και στις γύρω επιφάνειες. Τα πάντα έδειχναν φωτεινά και συνάμα αποστειρωμένα, λες και μπήκε στο χειρουργείο κάποιου μεγάλου νοσοκομείου. Μία από τις τρεις κοπέλες της έγνεψε να πάει προς το μέρος της, παρακαλώντας την με νοήματα να κάνει άλλο ένα λεπτό υπομονή. Η Στεφανία της χαμογέλασε αμήχανα.

Ούτε ήξερε το γιατρό που είχε έρθει να δει. Το όνομα και τη διεύθυνση του, την είχε πάρει από τον Κάϊλ την προηγούμενη μέρα. Η συνάντηση στο γραφείο του και η ξαφνική είσοδος του Άρβιν έπαιζε ακόμη σαν χαλασμένος δίσκος μέσα στο κεφάλι της. Όσο ο Κάϊλ της εξηγούσε τη διαφορετικότητα του οργανισμού της, εξαιτίας της καταγωγής της, και την εξειδίκευση του λαμπρού γιατρού, στον οποίον θα την έστελνε για να την εξετάσει, η ίδια προσπαθούσε να καταλάβει τι την ενοχλούσε πιο πολύ απ’ όσα βίωνε εκείνη τη στιγμή. Ήταν η ξαφνική εισβολή του παρελθόντος στο παρόν της; Ήταν η αναπάντεχη τροπή της υγείας της ή μήπως το κενό βλέμμα του Άρβιν, κάθε φορά που τα βλέμματα τους διασταυρώνονταν; Η μπερδεμένη έκφραση της έκανε τον Κάϊλ να εντείνει τις προσπάθειες του για να της εξηγήσει αυτό που της συνέβαινε οργανικά. Το μόνο που κατάφερε να συγκρατήσει από τα λόγια του ήταν οι εκφράσεις «κληρονομική πάθηση του αίματος», «παροδική αδιαθεσία» και «απολύτως θεραπεύσιμη». Τα λόγια του την είχαν καθησυχάσει στιγμιαία, όμως το βλέμμα δυσπιστίας που διέκρινε στα μάτια του Άρβιν, καθώς και αυτός παρακολουθούσε τον ασταμάτητο μονόλογο του Κάϊλ, την είχε προϊδεάσει άσχημα για το σημερινό ραντεβού.

«Πείτε μου, σας παρακαλώ, το όνομα του γιατρού που επιθυμείται να δείτε;». Η ευγενική φωνή της γραμματέως την έβγαλε με μιας από τις σκέψεις της. Έχωσε βιαστικά το χέρι της στη τσέπη του μπουφάν της, έβγαλε την κάρτα που της είχε δώσει ο Κάϊλ, και την έσπρωξε προς το μέρος της. Η κοπέλα τη σήκωσε με γρήγορες κινήσεις και διάβασε το όνομα. Έμεινε για μερικά δευτερόλεπτα σιωπηλή, κατέβασε την κάρτα και κοίταξε την Στεφανία γεμάτη ενδιαφέρον και απορία. Η ανησυχία της Στεφανίας χτύπησε αυτομάτως κόκκινο.

«Τι συμβαίνει; Γιατί έχετε αυτό το ύφος; Γνωρίζετε κάτι σχετικά με τις παθήσεις που κουράρει ο συγκεκριμένος γιατρός;» την ρώτησε σχεδόν ξέπνοα. Η κοπέλα, μόλις κατάλαβε την ανησυχία που μόλις είχε προκαλέσει άθελα της σε έναν από τους ασθενείς του Κέντρου, ανασηκώθηκε στην καρέκλα της και χαμογέλασε καθησυχαστικά. «Σας παρακαλώ, μην ταράζεστε, δεν γνωρίζω κάτι, δεν ήθελα να σας ανησυχήσω άδικα», της είπε με μια ανάσα και συνέχισε, «απλά ο συγκεκριμένος γιατρός δεν δέχεται συχνά ασθενείς, δουλεύει πάντα με ραντεβού και ο όροφος στον οποίο βρίσκεται το γραφείο του είναι υπερβολικά ήσυχος, σε αντίθεση με τους υπόλοιπούς του Κέντρου».

Η Στεφανία έμεινε να την κοιτάει, δίχως να μιλάει. Η κοπέλα έσπρωξε απαλά την κάρτα με το όνομα του γιατρού προς το μέρος της και της έδειξε τον ανελκυστήρα που έστεκε βουβός στα αριστερά τους, απέναντι ακριβώς από τους άλλους δυο ανελκυστήρες του κτηρίου, οι πόρτες των οποίων ανοιγόκλειναν ασταμάτητα από τον κόσμο που μπαινόβγαινε εντός τους. «Ανεβείτε στον τρίτο όροφο και χτυπήστε την πρώτη πόρτα που θα βρείτε βγαίνοντας», της είπε χαμογελαστά και σήκωσε το τηλέφωνο, που χτυπούσε ασταμάτητα καθ’ όλη τη διάρκεια της συνομιλίας τους. Η Στεφανία άρπαξε βιαστικά την κάρτα, την έβαλε και πάλι στην τσέπη της και μπήκε στον ανελκυστήρα που της υπέδειξε, πατώντας ανυπόμονα το κουμπί του ορόφου, που στέγαζε το ιατρείο του παράξενου αυτού γιατρού.

Οι πόρτες του ανελκυστήρα άνοιξαν και μπροστά της απλώθηκε ένας μακρύς, λευκός διάδρομος. Στο τέλος του διέκρινε μια βαριά, ξύλινη πόρτα, από αυτές που ανοίγουν μόνον εάν κάποιος από μέσα πατήσει το ανάλογο κουμπί και σου επιτρέψει να περάσεις. Η Στεφανία στάθηκε μπροστά της και με το βλέμμα της έψαξε για το κουδούνι, μα δεν το βρήκε. Ήταν έτοιμη να χτυπήσει την πόρτα, όταν ένας απαλός, μηχανικός ήχος ακούστηκε και η πόρτα άνοιξε αργά. Την έσπρωξε με τα χέρια της και πέρασε μέσα, δίχως δεύτερη σκέψη.

Αυτό που αντίκρισε μπαίνοντας την έκανε να κοντοσταθεί. Ο χώρος θύμιζε περισσότερο καθιστικό σπιτιού, παρά γραφείο ιατρού. Αναπαυτικοί καναπέδες σε έντονα χρώματα, πολύχρωμα χαλιά και κάθε είδους ηλεκτρονική συσκευή οικιακής διασκέδασης γέμιζαν το ευρύχωρο δωμάτιο στο οποίο είχε μπει. Περπάτησε αργά μέχρι τη μέση του δωματίου, παρατηρώντας προσεκτικά το κάθε τι εντός του, όταν η πόρτα έκλεισε πίσω της με ένα δυνατό ήχο, τραβώντας το βλέμμα της προς την έξοδο.

Η λαχανιασμένη αναπνοή και το χαμηλό γρύλισμα του μεγαλόσωμου ζώου που στέκονταν τώρα ακίνητο μπροστά στην πόρτα την έκανε να κοκαλώσει. Η κατάμαυρή γούνα του και τα απειλητικά μπλε μάτια του της θύμιζαν σκύλο, μα το σώμα του της θύμιζε αιλουροειδές, και το ύψος του ξεπερνούσε το συνηθισμένο ύψος των οικόσιτων ζώων. Δεν ήταν, όμως, μόνο η όψη του που την ξένισε. Το ζώο που έστεκε ακίνητο μπροστά της την κοιτούσε εξεταστικά, κουνώντας αργά πάνω-κάτω τις κόρες των ματιών του. Μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί της Στεφανίας, όμοια με αυτή που θα αισθάνονταν ο καθένας, αν στέκονταν απέναντι από ένα άγνωστο θηρίο. Μόνο που η Στεφανία είχε έντονα την αίσθηση πως το εν λόγω πλάσμα δεν ήταν καν θηρίο, παρά η μεταμφίεση κάποιας άλλης, πολύ πιο ανθρώπινης οντότητας, η οποία ήταν έτοιμη να πετάξει τη μάσκα της και να της επιτεθεί.

«Assez Marian! Tu peux aller maintenant». Η Στεφανία αναπήδησε τρομαγμένη στο άκουσμα της βραχνής, αυστηρής φωνής πίσω της. Απέναντι της στέκονταν ένας ψηλός, λεπτός άντρας, με μαύρα κοντά μαλλιά, συντηρητικό ντύσιμο και χοντρά γυαλιά μυωπίας. «Συγχωρήστε την Μαριάν, δεν τα πάει καλά με τους αγνώστους, γι’ αυτό και την κρατώ πάντα κλειδωμένη στο διπλανό δωμάτιο. Δεν σας περίμενα τόσο νωρίς, γι’ αυτό είχατε και την ατυχία να πέσετε επάνω της» της είπε με απολογητικό ύφος ο ψιλόλιγνος άντρας, καθώς την πλησίαζε με γρήγορες κινήσεις, «είστε η Στεφανία, σωστά; Χάρηκα. Είμαι ο Δόκτωρ Φιλίπ Σοζάν», της είπε απλώνοντας νευρικά το χέρι του προς το μέρος της. «Τι ζώο είναι αυτό; Δεν έχω ξαναδεί τίποτα παρόμοιο», ψέλλισε σαστισμένα η Στεφανία, καθώς το χέρι της ακούμπησε το δικό του σε μια μηχανική χειραψία. Το βλέμμα του άντρα σκοτείνιασε για μια στιγμή στο άκουσμα της ερώτησης, μα γρήγορα ανέκτησε και πάλι τη φυσικότητα του. «Ναι, είναι σπάνιο ζώο, μα απόλυτα εξημερωμένο, σας διαβεβαιώνω, έχω και τα χαρτιά του εκπαιδευτή της που το αποδεικνύουν» είπε βιαστικά, και της έδειξε την είσοδο του γραφείου του, προσπαθώντας απεγνωσμένα να αλλάξει το θέμα της συζήτησης.

«Ο Κάϊλ με πληροφόρησε για την καταγωγή σας και τα περίεργα συμπτώματα που βιώνετε τον τελευταίο καιρό. Πρέπει να σας έχουν τρομοκρατήσει αρκετά, θα σας εξηγήσω όμως τα πάντα, και θα καταλάβετε πως δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας», συνέχισε ο γιατρός, υποδεικνύοντας της μια άνετη, υφασμάτινη πολυθρόνα μπροστά απ’ το γραφείο του για να κάτσει. Η Στεφανία κάθισε επιφυλακτικά στην πολυθρόνα και μέχρι να κάτσει και ο ίδιος στο γραφείο του έριξε μια κλεφτή ματιά τριγύρω. Η προσπάθεια του γιατρού να αποφύγει τις ερωτήσεις σχετικά με το ζώο που τριγυρνούσε ελεύθερο στο γραφείο του, την έκαναν να αισθάνεται ακόμη πιο άβολα απ’ ότι πριν. Η ενδελεχής παρατήρηση του χώρου ήταν η καλύτερη άμυνα της, όταν το άγχος την κατέβαλε. Δεν το έκανε τόσο για να καταλαγιάσει το φόβο της, όσο για να εντοπίσει άμεσα την κοντινότερη έξοδο κινδύνου.

Το δωμάτιο ήταν σχεδόν άδειο, πέρα από μια βαριά βιβλιοθήκη γεμάτη βιβλία που κάλυπτε τη μία άκρη του τοίχου και ένα εξεταστικό κρεβάτι, σκεπασμένο προσεκτικά με πλαστικό κάλυμμα, που έστεκε καμουφλαρισμένο στην άλλη άκρη του δωματίου. Η χοντρή, κυλινδρική βάση του, που ξεπρόβαλε κάτω από το πλαστικό κάλυμμα, της έφερε στιγμιαία στο μυαλό τα κρεβάτια που βρίσκει κανείς στα χειρουργεία.

«Ώστε ο Άλες ήταν ο πατέρας σας;» την ρώτησε όλο περιέργεια ο Δόκτωρ Φιλίπ, κάνοντας την να γυρίσει το βλέμμα της προς το μέρος του. Του έγνεψε καταφατικά και αμέσως ένα σφίξιμο κυρίευσε το στήθος της. Της φαινόταν υπερβολικά δύσκολο να παραδεχτεί τη συγγένεια της με κάποιον, για τον οποίο δεν γνώριζε σχεδόν τίποτα ακόμη. «Έχουμε την ίδια καταγωγή» της είπε. «Θέλετε να πείτε πως ο πατέρας μου ήταν…Γάλλος;» τον ρώτησε γεμάτη απορία η Στεφανία, προσπαθώντας ταυτόχρονα να φέρει στο μυαλό της το σχήμα, έστω, της χώρας για την οποία μιλούσαν, όπως τη θυμόταν από τους χάρτες στα σχολικά της βιβλία. «Θέλω να πω πως οι πρόγονοι σας, όπως και οι δικοί μου, ζούσαν κάποτε σε ένα μικρό χωριό της γαλλικής επαρχίας», της απάντησε ήρεμα. «Εκείνα τα χρόνια οι κοινότητες δεν ήταν τίποτα παραπάνω από τη συνύπαρξη διαφόρων οικογενειών στο ίδιο γεωγραφικό σημείο, με γνώμονα πάντα το φυσικό πλούτο που υπήρχε στην περιοχή. Οι πρόγονοι μου, όπως και οι δικοί σας, ήταν γαιοκτήμονες. Οι ασχολίες τους περιορίζονταν, λοιπόν, στην καλλιέργεια της γης και στη διαχείριση της περιουσίας και της οικογένειας τους. Είχαν την τύχη να ζουν σε μια από τις πιο εύφορες περιοχές της νότιας Γαλλίας, όπου το κλίμα και η μορφολογία του εδάφους ευνοούσαν τόσο την καλλιέργεια της γης, όσο και την εκτροφή ζώων. Όπως καταλαβαίνετε η ζωή τους ήταν δύσκολη, αλλά ήσυχη. Όλα αυτά βέβαια μέχρι και το 1760, όταν άρχισαν τα προβλήματα».

Ο Δόκτωρ Φιλίπ έβγαλε τα χοντρά γυαλιά του και με αργές κινήσεις άρχισε να καθαρίζει τους διάφανους φακούς. «Το 1760 οι καιρικές συνθήκες της περιοχής άλλαξαν απότομα. Η υγρασία πολλαπλασιάστηκε και μαζί της πολλαπλασιάστηκαν οι αρρώστιες, τόσο στα σπαρτά, όσο και στα ζώα που ζούσαν στην περιοχή. Οι μαρτυρίες που έχουμε στη διάθεση μας κάνουν λόγο για κατεστραμμένες σοδειές σιτηρών, σμήνη αλλόκοτων εντόμων, αλλά και περιστατικά παραισθήσεων και παραληρήματος, τόσο στα ζώα όσο και στους κατοίκους της περιοχής. Όπως καταλαβαίνετε, την εποχή εκείνη η επιστήμη δεν είχε θέση στις αγροτικές περιοχές, και γρήγορα η δεισιδαιμονία και ο πανικός κατέβαλε τους κατοίκους με…τραγικά αποτελέσματα». Η τελευταία του πρόταση έκανε την Στεφανία να ανατριχιάσει. Χάος, φόνος, θάνατος, ήταν μερικές μόνο από τις λέξεις που πετάχτηκαν μέσα στο μυαλό της, κάθε μία από αυτές συνοδευόμενη και από μια εικόνα. Η αποσιώπηση των ευκόλως εννοούμενων τελικά, μπορεί να αποβεί πιο τρομαχτική και από την ίδια την περιγραφή τους.

«Φυσικά, η απάντηση στο τι συνέβη τότε, σήμερα είναι απλή», συνέχισε ο γιατρός, τοποθετώντας ξανά τα χοντρά, μυωπικά γυαλιά στο πρόσωπο του. «Για να μην σας κουράζω, όμως, θα σας πω απλά αυτό: ο ιός που ευθύνονταν για τα παραληρήματα και τις παραισθήσεις των προγόνων σας τότε επιβίωσε και μεταφέρθηκε μέσω των γονιδίων μας μέχρι και σήμερα. Βέβαια, σήμερα, η επιρροή του στην υγεία των απογόνων είναι πολύ πιο ήπια όμως, κάποια συμπτώματα μπορεί να γίνουν αισθητά από κάποιους. Με άλλα λόγια, αυτό που σας συμβαίνει δεν είναι τίποτα άλλο από την εμφάνιση μιας, ουσιαστικά, κληρονομικής ασθένειας, η διάρκεια και συμπτωματολογία της οποίας θα περάσει το πολύ σε μία εβδομάδα».

Η Στεφανία έμεινε να τον κοιτάει με δυσπιστία. «Ήπια; Ήπια είπατε; Τα δικά μου συμπτώματα δεν ήταν διόλου ήπια, σας διαβεβαιώνω. Θα έπαιρνα όρκο πως η καρδιά μου κόντεψε να σταματήσει, τα άκρα μου παρέλυσαν και όταν τελικά συνήλθα, ένιωσα πως το σώμα μου είχε…Πώς να το πω; Είχε αποκτήσει…υπερφυσικές δυνάμεις», είπε τελικά, νιώθοντας και η ίδια ηλίθια για αυτό που ξεστόμισε. Φυσικά και δεν πίστευε σε τίποτα υπερφυσικό, όχι για την ίδια τουλάχιστον. Παρόλα αυτά, όλα όσα τις είχαν συμβεί δεν είχαν καμιά λογική εξήγηση. Το πρόσωπο του Φιλίπ παρέμεινε για λίγο ανέκφραστο σε όσα άκουγε, μα σύντομα ένα ευγενικό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του.

«Ο κάθε ασθενής, όταν βιώνει ένα δυνατό σωματικό πόνο, αισθάνεται έξω από τα νερά του, σαν αυτό που του συμβαίνει να είναι ένα δυνατό σήμα κινδύνου από έναν άγνωστο για αυτόν μηχανισμό, που στην παρούσα φάση δεν είναι άλλος από το ίδιο του το σώμα. Δεν μου κάνουν εντύπωση τα όσα λέτε, ίσως επειδή τα έχω ξανακούσει πολλές φορές. Εγώ, από τη θέση που είμαι και με τις γνώσεις που έχω, μπορώ να σας πω ότι αυτό που σας συμβαίνει είναι κάτι τελείως συνηθισμένο, για κάποιον με την καταγωγή σας», της είπε καθησυχαστικά. «Κάτι που θα περάσει εντός της εβδομάδας, με τη βοήθεια αυτού του βότανου», συνέχισε και με το αριστερό του χέρι άρχισε να γράφει μια λέξη στη λευκή σελίδα που είχε μπροστά του. Έσκισε με ταχύτητα τη σελίδα και την έσπρωξε προς το μέρος της Στεφανίας.

Η Στεφανία άπλωσε το χέρι της και πήρε το χαρτί. Το έφερες μπροστά στο πρόσωπο της για να διαβάσει το όνομα του βοτάνου, μα δεν κατάφερε να βγάλει τα γράμματα, της φάνηκαν σαν να ήταν γραμμένα σε άλλη γλώσσα. «θα σας συμβούλευα να το αγοράσετε από το μαγαζί που βρίσκεται στην επόμενη γωνία, στη διασταύρωση των οδών Σλάιτ και Νιού Στριτ. Μόνον εκεί θα το βρείτε», της είπε ο Φιλίπ, φορώντας ακόμη το ίδιο ευγενικό χαμόγελο. «Στη γωνία που λέτε δεν υπάρχει φαρμακείο, μα ούτε κάποιο μαγαζί που να πουλάει φαρμακευτικά βότανα», του απάντησε η Στεφανία και το πρόσωπο της πλέον πρόδιδε έντονα τη δυσπιστία που ένιωθε για όσα άκουγε.

«Το βότανο που σας έγραψα δεν είναι φαρμακευτικό», της απάντησε ο Φιλίπ και το ύφος του σοβάρεψε, «Το βότανο αυτό είναι κυρίως ηρεμιστικό. Δεν σας χρειάζονται φάρμακα, πιστέψτε με, αυτό που σας χρειάζεται είναι ηρεμία για να επεξεργαστείτε και να κατανοήσετε με ψυχραιμία όλα τα νέα δεδομένα της ζωής σας».