Η Στεφανία περίμενε να πέσει απόλυτη σιωπή στο σπίτι για να βγει από το δωμάτιο της. Πριν καληνυχτίσει την Σαλίνα είχε καταφέρει να την ρωτήσει που ακριβώς βρίσκετε το σπίτι του Άρβιν. Το βλέμμα της Σαλίνα την είχε προειδοποιήσει να μείνει μακριά του, μα με λίγη πίεση από την πλευράς της, έκανε τη Σαλίνα να της εξηγήσει τελικά που μπορούσε να τον βρει. Καθόλου δύσκολη αποστολή, μια και το σπίτι του ήταν μόνο μερικά μέτρα από αυτό του Κάϊλ.
Η Στεφανία γλίστρησε σιωπηλά μέσα στην νύχτα και στάθηκε έξω από την αγροικία που της είχε υποδείξει η Σαλίνα. Άνοιξε τη βαριά ξύλινη πόρτα της, δίχως καν να μπει στο κόπο να χτυπήσει. Κάθε έννοια πολιτισμένης ανθρώπινης συμπεριφοράς την είχε ήδη εγκαταλείψει εδώ και ώρα. Δικαίωμα μου! Δεν είμαι καν άνθρωπος σκέφτηκε θυμωμένα και προχώρησε στο εσωτερικό του σπιτιού. Μια γλυκιά μυρωδιά κακάου και εξωτικών μυρωδικών χτύπησε τη μύτη της. Έκλεισε τα μάτια της και μπροστά της ήρθε ξαφνικά η εικόνα του Άρβιν. Είμαι στο σωστό σπίτι συλλογίστηκε καθώς ένα μειδίαμα εμφανίστηκε στα χείλη της. Προχώρησε αποφασιστικά στο κεντρικό δωμάτιο.
Ο χώρος ήταν λιτός, γεμάτος αναμμένα κεριά γύρω από το τζάκι και δύο κυκλικούς καναπέδες που στεκόταν άδειοι μπροστά του. Η Στεφανία προχώρησε αργά μέχρι το κέντρο του δωματίου. Στα αριστερά της τα ψηλά παράθυρα δεν είχαν καν κουρτίνες και το φως από το φεγγάρι έριχνε το ασημί του χρώμα πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Στα αριστερά της ο τοίχος ήταν γεμάτος ράφια φορτωμένα με βιβλία. Η περιέργεια της να δει τους τίτλους τη συνεπήρε στιγμιαία και ξέχασε το λόγο της μεταμεσονύχτιας επίσκεψης της. Πλησίασε συνωμοτικά τα ράφια και τεντώθηκε για να διαβάσει τα γράμματα στα εξώφυλλα των βιβλίων. Η πρώτη σειρά ήταν γεμάτη με βιβλία για μύθους απ' όλο τον κόσμο. Η δεύτερη είχε βιβλία με τη λέξη «βρικόλακες» να επαναλαμβάνετε σε κάθε τίτλο. Καθώς έσκυψε να διαβάσει τους τίτλους στην τρίτη σειρά μια αντρική φωνή την έκανε να αναπηδήσει τρομαγμένη.
«Βρε, βρε, τι έχουμε εδώ;». Το σώμα της έκανε στροφή 180 μοιρών. Μπροστά της τώρα στεκόταν ένας νέος άντρας, με μακριά, μαύρα μαλλιά και παιδικό χαμόγελο. Παρά την επιβλητική του παρουσία, δεν της φάνηκε διόλου επικίνδυνος.
Ο χώρος ήταν λιτός, γεμάτος αναμμένα κεριά γύρω από το τζάκι και δύο κυκλικούς καναπέδες που στεκόταν άδειοι μπροστά του. Η Στεφανία προχώρησε αργά μέχρι το κέντρο του δωματίου. Στα αριστερά της τα ψηλά παράθυρα δεν είχαν καν κουρτίνες και το φως από το φεγγάρι έριχνε το ασημί του χρώμα πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Στα αριστερά της ο τοίχος ήταν γεμάτος ράφια φορτωμένα με βιβλία. Η περιέργεια της να δει τους τίτλους τη συνεπήρε στιγμιαία και ξέχασε το λόγο της μεταμεσονύχτιας επίσκεψης της. Πλησίασε συνωμοτικά τα ράφια και τεντώθηκε για να διαβάσει τα γράμματα στα εξώφυλλα των βιβλίων. Η πρώτη σειρά ήταν γεμάτη με βιβλία για μύθους απ' όλο τον κόσμο. Η δεύτερη είχε βιβλία με τη λέξη «βρικόλακες» να επαναλαμβάνετε σε κάθε τίτλο. Καθώς έσκυψε να διαβάσει τους τίτλους στην τρίτη σειρά μια αντρική φωνή την έκανε να αναπηδήσει τρομαγμένη.
«Βρε, βρε, τι έχουμε εδώ;». Το σώμα της έκανε στροφή 180 μοιρών. Μπροστά της τώρα στεκόταν ένας νέος άντρας, με μακριά, μαύρα μαλλιά και παιδικό χαμόγελο. Παρά την επιβλητική του παρουσία, δεν της φάνηκε διόλου επικίνδυνος.
«Με λένε Άλμπερτ και εσύ πρέπει να είσαι η Στεφανία, σωστά;» τη ρώτησε και το χαμόγελο του έγινε ακόμη πιο πλατύ και πονηρό. Αν και δεν της άρεσε να γίνεται αγενής, ένιωσε ότι δεν ήταν η ώρα για συστάσεις.
«Ψάχνω τον Άρβιν» του απάντησε κοφτά.
«Δε νομίζω πως σε περιμένει» της απάντησε ο Άλμπερτ και το πονηρό χαμόγελο δεν άφησε στιγμή τα χείλη του.
«Πού είναι; Θέλω να τον δω τώρα» απάντησε ανυπόμονα πλέον η Στεφανία.
«Δέχεται μόνο με ραντεβού και όπως σου είπα δεν νομίζω να σε περίμενε απόψε» της είπε ο Άλμπερτ, επιχειρώντας ανεπιτυχώς να ελαφρύνει την ένταση που διέκρινε στο πρόσωπο της.
«Πού είναι;» επέμεινε η Στεφανία και ο θυμός της άρχισε να μεγαλώνει.
«Ξεκουράζεται» της απάντησε με σοβαρό πλέον ύφος ο Άλμπερτ.
«Ξύπνησε τον!» τον διέταξε η Στεφανία.
«Δε μπορώ να το κάνω αυτό, λυπάμαι» ανταπάντησε αστραπιαία ο Άλμπερτ.
«Τότε θα το κάνω εγώ» του είπε και τον έσπρωξε για να περάσει.
«Άφησε την να περάσει Άλμπερτ» ακούστηκε ξαφνικά η ήρεμη φωνή του Άρβιν από την άκρη του δωματίου και η μορφή του εμφανίστηκε μπροστά της.
Η Στεφανία μόλις τον κοίταξε έχασε στιγμιαία τα λόγια της. Ήταν ημίγυμνος. Φορούσε μόνο ένα σκούρο, φαρδύ υφασμάτινο παντελόνι. Είχε καταλάβει πως το σώμα του ήταν καλοφτιαγμένο, μα η φαντασία της τον είχε πραγματικά αδικήσει. Το δέρμα του έδειχνε ακόμη πιο μελαψό στο ημίφως των κεριών. Το πρόσωπο του το ίδιο απίστευτα όμορφο στις σκιές που δημιουργούσαν οι φλόγες τους. Τα μάτια του έδειχναν πιο φωτεινά. Το πράσινο μέσα τους ακόμη πιο βαθύ απ' ότι έδειχνε στο φως του ήλιου. Το σώμα του δεν είχε ίχνος λίπους. Μόνον σκληροί, καλοσχηματισμένοι μυείς πλαισίωναν το στέρνο του και τον έκαναν να δείχνει ακόμη πιο μεγαλόσωμο απ' ότι τον θυμόταν. Οι έντονες γραμμώσεις της επίπεδης κοιλιάς του έφταναν μέχρι χαμηλά και αναμειγνυόταν περίεργα με ένα τατουάζ που η Στεφανία δεν μπορούσε να διακρίνει το σχήμα του.
«Καλύτερα να σας αφήσω μόνους σας λοιπόν» είπε ο Άλμπερτ, ανήμπορος να κρύψει την ικανοποίηση του για το αποσβολωμένο ύφος που είχε η Στεφανία.
«Δε θα πας πουθενά Άλμπερτ» τον πρόσταξε ο Άρβιν. Ο τρόπος με τον οποίο τον κοιτούσε η Στεφανία είχε κάνει τους παλμούς της καρδιάς του να επιταχυνθούν. Δεν εμπιστευόταν με τίποτα τον εαυτό του να μείνει μόνος του μαζί της. Ο Άλμπερτ του έριξε το «είσαι τρελός;» βλέμμα του και κάθισε απογοητευμένος στον καναπέ.
«Γιατί είσαι εδώ Στεφανία;» τη ρώτησε όσο πιο αυστηρά μπορούσε ο Άρβιν.
«Γιατί μου είπες ψέματα» του απάντησε εκείνη και το ύφος της ξαναβρήκε την αποφασιστικότητα και το θυμό που είχε πριν.
«Δε σου είπα πότε ψέματα» της απάντησε ήρεμα εκείνος.
«Σωστά. Απλά αμέλησες να μου πεις την αλήθεια» του ανταπάντησε.
«Και ποια είναι αυτή, Στεφανία; Για ποια αλήθεια μιλάς;» τη ρώτησε και προχώρησε αργά προς το μέρος της.
«Ώστε ο πατέρας μου ήταν σπουδαίος άνθρωπος, σωστά; Σπουδαίος και καθόλου συνηθισμένος, μια και όλοι αμελήσατε να μου πείτε πως πέρα από σπουδαίος άνθρωπος ήταν και ένα τέρας! Από αυτά που υπάρχουν μόνο στα παραμύθια!» φώναξε εξοργισμένη.
Το ύφος του Άρβιν έπαψε να είναι ήρεμο. Την πλησίασε με γρήγορα βήματα και στάθηκε τώρα σε απόσταση αναπνοής μπροστά της.
«Αν ο πατέρας σου ήταν τέρας όπως λες, τότε τι νομίζεις πως είσαι εσύ Στεφανία;» της είπε οργισμένα.
«Η κατάρα που μου κληροδότησε δεν σημαίνει πως θα υλοποιηθεί» του απάντησε θυμωμένα.
«Η κατάρα, ε; Συνέχισε να παραμυθιάζεις τον εαυτό σου αν αυτό σε κάνει να νιώθεις καλύτερα», της απάντησε ειρωνικά ο Άρβιν.
«Πώς είσαι τόσο σίγουρος για το τι θα συμβεί; Πώς είσαι τόσο αναθεματισμένα σίγουρος για το τι είμαι; Πες μου!» του φώναξε πάλι οργισμένα η Στεφανία.
«Γιατί το μυρίζω, Στεφανία. Πίστεψε με! ξέρω να ξεχωρίζω τη μυρωδιά των θηλυκών που ανήκουν στην ίδια αγέλη με την δική μου» της απάντησε το ίδιο οργισμένα με εκείνη.
Η Στεφανία έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. Παρά την κουβέντα που είχε πριν λίγο με τον Κάϊλ, πάρα τα όσο είδε με τα ίδια της τα μάτια, δεν πίστευε απόλυτα ότι αυτό που της συνέβαινε ήταν αλήθεια. Δεν ήθελε να το πιστέψει. Απλά δεν ήθελε. Δυστυχώς όμως, έπρεπε. Κατέβασε το κεφάλι της ηττημένη. Ηττημένη σε μια μάχη που τόσες ώρες τώρα έδινε με τον ίδιο της τον εαυτό, με τα όσα πίστευε όλα αυτά τα χρόνια. Η απελπισία και η σύγχυση που εξέπεμπε έκαναν τον θυμό του Άρβιν να εξανεμιστεί αστραπιαία. Με την άκρη του ματιού του έγνεψε στον Άλμπερτ να τους αφήσει μόνους. Εκείνος, τον υπάκουσε με μεγάλη προθυμία.
«Δεν είναι κατάρα Στεφανία, μη το βλέπεις έτσι» της είπε όσο πιο καθησυχαστικά μπορούσε, όταν μείνανε δυο τους.
Η Στεφανία σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε. Χιλιάδες ερωτήσεις πλημμύρησαν το μυαλό της, μα μόνο μία έμεινε μαζί της.
«Εκείνο το πρώτο βράδυ που με είδες, με ακολούθησες στο πάρκο, σωστά; Ή μήπως το ονειρεύτηκα και αυτό;» τον ρώτησε και το βλέμμα της εξέτασε το πρόσωπο του για άλλη μια φορά.
«Όχι, δεν ήταν όνειρο» της απάντησε απρόθυμα.
«Ήξερες ποια είμαι; Τι είμαι;» τον ρώτησε πιο αποφασίστηκα αυτή τη φορά, κοιτώντας τον στα μάτια.
«Ήξερα» της απάντησε ακόμη πιο απρόθυμα αυτή τη φορά. Κατέβασε το κεφάλι. Δεν άντεχε τη δύναμη του βλέμματος της.
Η Στεφανία προσπάθησε να διαβάσει την έκφραση του, μα τα μάτια του ήταν τώρα χαμηλωμένα στο πάτωμα. «Γιατί το έκανες Άρβιν; Γιατί με φίλησες;» τον ρώτησε επίμονα και έψαξε το βλέμμα του.
Την φοβόταν αυτή την ερώτηση ο Άρβιν. Για την ακρίβεια δεν την φοβόταν.. την έτρεμε! Ήξερε βέβαια πως κάποια στιγμή θα την έβρισκε μπροστά του, μα δεν περίμενε τόσο σύντομα. Στη δική του ζωή, στο δικό του μυαλό, τα συναισθήματα δεν έμπαιναν σε λέξεις και προτάσεις. Στο δικό του κόσμο τα συναισθήματα γινόταν απλά πράξεις. Τα πράγματα ήταν απλά για εκείνον. Ο πιο δυνατός από τους υποψηφίους κέρδιζε το θηλυκό, του οποίου η γνώμη δεν είχε και ιδιαίτερη βαρύτητα στην όλη διαδικασία. Στο δικό της, όμως, κόσμο κάτι τέτοιο ήταν απλά ανήκουστο. Σήκωσε το βλέμμα του και την κοίταξε ψυχρά.
«Ρώτα με κάτι άλλο. Όχι αυτό» της απάντησε και έπειτα γύρισε την πλάτη του και κατευθύνθηκε προς το τζάκι.
«Δεν έχω κάτι άλλο να σε ρωτήσω» του απάντησε το ίδιο ψυχρά η Στεφανία.
«Τότε είναι ώρα να πας για ύπνο» της είπε δίχως να την κοιτάξει.
«Όχι, πριν πάρω μια απάντηση στην ερώτηση μου» του απάντησε αποφασιστικά.
Ανάθεμα! σκέφτηκε ο Άρβιν, καθώς τα μάτια του παρέμειναν κολλημένα στις πυρόξανθες φλόγες που έγλυφαν ζεστά τις εσωτερικές επιφάνειες του τζακιού. Η επιμονή της είχε αρχίσει να τον επηρεάζει με άσχημο τρόπο. Να τον πιέζει να εκφράσει πράγματα που ποτέ δεν είχε χρειαστεί να εξηγήσει ξανά.
«Δε θέλεις να ακούσεις αυτά που έχω να πω, πίστεψε με. Πήγαινε για ύπνο Στεφανία. Υπάκουσε με σε αυτό που σου λέω» της απάντησε με το γνωστό αποστασιοποιημένο τρόπο του.
Η απροθυμία του να απαντήσει την εξόργισε. Η ψυχρότητα στη φωνή του την ώθησε να παίξει και το τελευταίο της χαρτί. «Να σε υπακούσω; Αν όσα λένε είναι αλήθεια, τότε Άρβιν, εσύ θα πρέπει να υπακούσεις εμένα» του απάντησε η Στεφανία επιτακτικά.
Στο άκουσμα και μόνο της απάντησης της, τα μάτια του Άρβιν άνοιξαν διάπλατα. Τα χέρια του σφίχτηκαν σε γροθιές. Ένα δυσάρεστο τρέμουλο διαπέρασε το κορμί του. Δεν μπορούσε να αντικρούσει την αλήθεια των λόγων της. Έκανε το αμέσως επόμενο πράγμα που τον πρόσταξε το ένστικτό του. Με μια αστραπιαία κίνηση βρέθηκε μπροστά της και τα δάχτυλα του χεριού του γράπωσαν δυνατά τον λαιμό της.
«Δεν έχω κανένα σεβασμό για την εξουσία σου» της είπε απειλητικά και η φωνή του ακούστηκε σαν γρύλισμα ζώου.
Αν και η Στεφανία δυσκολευόταν να αναπνεύσει, παρόλα αυτά δεν άφησε τον πανικό να την καταβάλει. Έβαλε τα δύο της χέρια στο μπράτσο του, συγκέντρωσε όλη τη δύναμη της και με μια απότομη κίνηση έσπρωξε το χέρι του μακριά από το λαιμό της. Η επιτυχία του εγχειρήματος της την γέμισε με αυτοπεποίθηση.
«Κανένα σεβασμό, έτσι; Θα το δούμε αυτό» του απάντησε και τα μάτια της έλαμψαν απειλητικά στο ημίφως.
Η Στεφανία κατευθύνθηκε με γρήγορα βήματα προς την εξώπορτα, όμως την πρόλαβε. Την τράβηξε με δύναμη από το μπράτσο και βρέθηκαν για ακόμη μια φορά πρόσωπο με πρόσωπο. Η αναπνοή του είχε τη δροσιά της νύχτας. Το βλέμμα του όμως της θύμισε τι πραγματικά είναι. Ένα επικίνδυνο αγρίμι. Τίποτα δεν αλλοιώνει την ομορφιά του προσώπου του σκέφτηκε η Στεφανία και τα γόνατα της λύγισαν ελαφρώς.
«Άκουσε με! Θα το πω μία φορά και δεν θα το επαναλάβω» ξεκίνησε να της λέει απειλητικά, κρατώντας την ακόμη σφιχτά απ' το μπράτσο.
Κάτι αναπάντεχο συνέβη τότε και ο Άρβιν δεν τελείωσε πότε την πρόταση του. Η Στεφανία ακούμπησε τα δάχτυλά του ελεύθερου χεριού της στο στέρνο του και με αργές κινήσεις άρχισε να ακολουθεί τη διαδρομή που σχημάτιζαν πάνω στο δέρμα του οι διακριτοί μυείς του. Τα δάχτυλά της έφτασαν χαμηλά, ως τις γραμμώσεις της κοιλίας του. Το δέρμα του έκαιγε! Το σώμα του έτρεμε ανεπαίσθητα. Αναρριγούσε σε κάθε άγγιγμα της. Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε. Επιθυμία, έντονη επιθυμία. Όχι μόνο από μένα αλλά και από εκείνον. Το σώμα της μούδιασε με μιας και η αναπνοή της έγινε κοφτή. Τα χέρια του την άρπαξαν δυνατά απ' την μέση και την κάθισαν στο περβάζι του παραθύρου που βρισκόταν δίπλα από την εξώπορτα. Έπιασε το πρόσωπο της ανάμεσα στα χέρια του και τα χείλη τους ενώθηκαν με πάθος.