Ο Άρβιν ήταν σίγουρος πως έβλεπε ένα ακόμη όνειρο, όμως οι εικόνες που έπαιζαν στην οθόνη του μυαλού του δεν ήταν σενάρια της φαντασίας του.
Τα χέρια του ήταν δεμένα πίσω από την πλάτη του. Τα πόδια του τα κρατούσαν χοντρές αλυσίδες, οι οποίες ήταν στερεωμένες στο τσιμεντένιο πάτωμα με πασσάλους. Τίποτα από αυτά όμως δε θα μπορούσε να συγκρατήσει ακίνητο ένα όν σαν και αυτόν. Αυτό που τον κρατούσε δέσμιο ήταν η χοντρή, ατσάλινη ζώνη που ήταν δεμένη τόσο σφικτά γύρω από τη μέση του, που του έκοβε την ανάσα. Παρά τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν, δε μπορούσε παρά να θαυμάσει την ευφυΐα του πλάσματος, που τώρα τον κοιτούσε κατάματα. Η ιδέα της ζώνης ήταν πραγματικά έξυπνη, μια και δε θα μπορούσε να μεταμορφωθεί, δίχως να κόψει το σώμα του στα δύο κατά τη διάρκεια. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι επιλογές του ήταν μόνο δύο: ή θα έχανε τη ζωή του προσπαθώντας να σπάσει τα δεσμά του, ή θα παρατηρούσε τον εχθρό του για να ανακαλύψει τις αδυναμίες του και να τις εκμεταλλευτεί προς όφελος του.
Διάλεξε τη δεύτερη, δίχως μεγάλη δυσκολία, ίσως επειδή η γυναίκα που τώρα στεκόταν απέναντι του ήταν απλά πανέμορφη. Η επιδερμίδα της ήταν ολόλευκή. Τα μάτια της είχαν ένα αχνό βυσσινί χρώμα και τα γεμάτα χείλη της το βαθύ κόκκινο χρώμα του αίματος. Ο τρόπος που κινούταν προς το μέρος του θύμιζε αιλουροειδές. Όμορφη, μα θανάσιμη.
Όταν τον πλησίασε αρκετά, η μυρωδιά της τον εξαγρίωσε. Ήταν η μυρωδιά του χειρότερου εχθρού του. Οι μυείς του συσπάστηκαν και όλο του το σώμα ετοιμάστηκε για να δεχτεί την επερχόμενη επίθεση. Αντί για επίθεση όμως η γυναίκα άπλωσε το χέρι της κτητικά πάνω στο στέρνο του και τον κοίταξε σαγηνευτικά στα μάτια. Κάτι στο βλέμμα της τον υπνώτιζε, τον έκανε να την κοιτά αποσβολωμένος. Το χέρι της κατέβηκε στους κοιλιακούς του. Οι κυνόδοντες της επιμηκύνθηκαν και το βυσσινί χρώμα των ματιών της άρχισε να γίνεται πορφυρό. Ήρθε πιο κοντά του, τον κοίταξε πονηρά στα μάτια και το χέρι της κατέβηκε ακόμη πιο χαμηλά. Στο άγγιγμα της, το σώμα του ακινητοποιήθηκε και το κεφάλι του έπεσε προς τα πίσω. Με μια αστραπιαία κίνηση τα δόντια της τρύπησαν το δέρμα του λαιμού του.
Νιώθοντας υποσυνείδητα τον πόνο να χτυπά το νευρικό του σύστημα, ο Άρβιν πετάχτηκε απ' το κρεβάτι και ένας δυνατός ρόγχος ξέφυγε από τα χείλη του. Τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω απ' το λαιμό του, μη μπορώντας εκείνη την στιγμή να ξεχωρίσει με σιγουριά την πραγματικότητα από το όνειρο. Διάβολε! Το παρελθόν του τρόμαζε ακόμη και τον ίδιο μερικές φορές. Πέταξε τα σκεπάσματα από πάνω του και σηκώθηκε με αργές κινήσεις από το κρεβάτι. Το πάτωμα ήταν γεμάτο εφημερίδες, άδεια κουτάκια μπύρας και γυναικεία ρούχα. Γυναικεία ρούχα;
Έτριψε το πρόσωπο του με το χέρι του και προσπάθησε να θυμηθεί τι συνέβη το προηγούμενο βράδυ.
Εκείνη τη στιγμή ένας κτύπος τράνταξε την πόρτα του δωματίου και μια φωνή ακούστηκε από πίσω της.
«Υπηρεσία δωματίου. Παρακαλώ ανοίξτε, το πρωινό σας είναι έτοιμο». Αν και ποτέ δεν ζητούσε να του φέρουν πρωινό, το συγκεκριμένο ξενοδοχείο το είχε σύστημα να κάνει πάντα παραπάνω απ' αυτά που τους ζητούσε. Ο Άρβιν άνοιξε την πόρτα και άφησε τον μικροκαμωμένο και υπερβολικά χαρωπό υπάλληλο του ξενοδοχείου να περάσει.
«Καλημέρα σας κύριε! Πώς αισθάνεστε σήμερα;» ρώτησε περιχαρής ο υπάλληλος και η ασυνήθιστα τσιριχτή φωνή του έκανε τον Άρβιν να οπισθοχωρήσει με δυσαρέσκεια. Διάολε! Πόσο πιο εκνευριστικά μπορούν να γίνουν αυτά τα όντα.
«Σςς. λίγο πιο σιγά!» του είπε όσο πιο ευγενικά μπορούσε και κοίταξε το δίσκο με το πρωινό που κρατούσε στα χέρια του.
«Μάλιστα κύριε, μάλιστα, συγνώμη» είπε τώρα ψιθυριστά ο υπάλληλος και αφού υποκλίθηκε ελαφρώς, άφησε το δίσκο στο πιο κοντινό τραπεζάκι και βγήκε με γοργά βήματα από το δωμάτιο.
Ο Άρβιν σήκωσε τα καπάκι που κάλυπτε το δίσκο και κοίταξε από κάτω. Μια από τα ίδια, καμιά παραλλαγή σκέφτηκε, καθώς η οσμή του τηγανισμένου μπέικον χτύπησε τη μύτη του και τον έκανα να αηδιάσει ελαφρώς. Άλλη μια ανθρώπινη συνήθεια που μισούσε. Θα έδινε τα πάντα εκείνη τη στιγμή να μπορούσε να κυνηγήσει. Να μπορούσε να βρεθεί στο ξέφωτο του δάσους, να μυρίσει τον φρέσκο αέρα που αναδίδουν τα φύλα των δέντρων.
Στη σκέψη και μόνο, το δέρμα του άρχισε να τον ενοχλεί. Ένιωθε λες και φορούσε ένα βαρύ, μάλλινο πουλόβερ, από αυτά που σου φέρνουν ακατάσχετη φαγούρα. Δεν θα έπρεπε να αισθάνεται έτσι, μετά από τόσες βραδιές που πέρασε στην ύπαιθρο τις τελευταίες μέρες, όμως δεν μπορούσε να καταπολεμήσει το συναίσθημα μέσα του. Είχε ανάγκη να είναι ο εαυτός του και μόνον όταν μεταμορφωνόταν μπορούσε να αισθανθεί πραγματικά έτσι. Η «πολιτισμένη» ανθρώπινη συμπεριφορά που έπρεπε κάθε τόσο να φορά σαν κουστούμι τον εκνεύριζε αφάνταστα. Ακόμη όμως και οι δικοί του άνθρωποι είχαν αρχίσει να ενστερνίζονται την ανάγκη της αρμονικής συνύπαρξης μεταξύ όλων των ειδών.
Η κληρονομιά της ιδεολογίας του Άλες σκέφτηκε ο Άρβιν και κρυφογέλασε. Ήταν ο πρώτος που αγνόησε τους κανόνες της αγέλης και άνοιξε το δρόμο για την είσοδο των λυκανθρώπων στο αστικό τοπίο των ανθρώπων. Τα τέρατα των λαϊκών μύθων κυκλοφορούν ανάμεσα σας, τρώνε από τα φαγητά σας, πίνουν από τα ποτήρια σας και που και που κοιμούνται και στα κρεβάτια σας. Οι τελευταίες σκέψεις τον έκαναν να χαμογελάσει. Αν οι γηραιότεροι της αγέλης γνώριζαν τη συχνότητα με την οποία όλο και περισσότερες θνητές γυναίκες κατέληγαν στα κρεβάτια των λυκάνθρωπων, θα ξεκινούσε εμφύλιος πόλεμος. Πάνω απ' όλα η καθαρότητα του αίματος, αυτό ήταν το σύνθημα τους και ας το κρύβουν καλά κάτω από το προκάλυμμα του φιλελευθερισμού. Οι αντιλήψεις τους ήταν ακόμη σεβαστές από πολλά μέλη της αγέλης και ας μοιραζόταν την καθημερινότητα τους με δεκάδες άλλα είδη. Τόσο διαδεδομένες ήταν οι απόψεις τους, που ακόμη και τα πιο δυνατά μυαλά της αγέλης είχαν επηρεαστεί από αυτές. Πώς αλλιώς εξηγείται η απόφαση του Κάϊλ να κρατήσει την ύπαρξη της Στεφανίας μυστική απ' όλους τους για τόσα χρόνια; Η Στεφανία. συλλογίστηκε και οι κτύποι της καρδιάς του επιταχυνθήκαν ελαφρώς. Η ψυχραιμία με την οποία δέχτηκε όσα της εξήγησε ο Κάϊλ τον είχε καταπλήξει. Ίσως τελικά το μυαλό της να είναι το ίδιο δυνατό, με αυτό του πατέρα της. Άραγε τι να κάνει τώρα;
Μια ημίγυμνη γυναίκα εισέβαλλε εκείνη τη στιγμή στο οπτικό του πεδίο και ο Άρβιν βγήκε απ' τις σκέψεις του. Έσφιξε τα δόντια του νευριασμένος. Ανάθεμα! Θα τον σκοτώσω τον Άλμπερτ! Σκέφτηκε και έγνεψε «καλημέρα» στην μισοκοιμισμένη ξανθιά, που έψαχνε τώρα τα ρούχα της στο πάτωμα και του έριχνε ντροπαλές ματιές. Ο Άλμπερτ ξεπρόβαλε με τη σειρά του απ' το διπλανό δωμάτιο χαμογελαστός, τεντώθηκε νωχελικά και έτρεξε με τη μία προς το δίσκο με το πρωινό. Κάθισε στην πολυθρόνα απέναντι από τον Άρβιν και άρχισε να τρώει ότι υπήρχε στα πιάτα με τα χέρια. Τί σουρεαλιστική εικόνα είναι αυτή; σκέφτηκε ο ¨Αρβιν κοιτώντας πότε τον Άλμπερτ και πότε τη ξανθιά γυναίκα, που έβαζε τα ρούχα της μπροστά τους. Δύο λυκάνθρωποι με μια ημίγυμνη, ξανθιά, θνητή γυναίκα, όλοι παρέα σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Μόνο τον 21ο αιώνα γίνονται αυτά, σκέφτηκε καθώς παρατηρούσε τον Άλμπερτ, ο οποίος έτρωγε τώρα λες και ήθελε να αποδείξει σε όλους τη μακρινή συγγένεια των λύκων με τους σκύλους.
«Άλμπερτ, τα δόντια μας χρησιμεύουν στο να μασάμε την τροφή μας» του είπε τελικά ο Άρβιν, χαμογελώντας εύθυμα. Το πρόσωπο του Άλμπερτ, που μόλις είχε προλάβει να καταπιεί και την τελευταία του μπουκιά, έλαμψε όλο πονηρία.
«Όχι μόνον. Τα χρησιμοποιούμε και για να δαγκώνουμε!» είπε και άρπαξε την ξανθιά γυναίκα, την κάθισε στα πόδια του και γρύλισε, προσποιούμενος πως την δαγκώνει στην πλάτη. Η γυναίκα χαχάνισε και κοίταξε τον Άρβιν όλο νόημα στα μάτια.
Μερικά είδη δεν έχουν καθόλου κοινή λογική σκέφτηκε ο Άρβιν και συνέχισε να χαμογελάει.
«Έχεις πανέμορφο χαμόγελο!» του είπε όλο θαυμασμό και νάζι η ξανθιά γυναίκα, δίνοντας του να καταλάβει πως δεν θα την πείραζε ιδιαίτερα να καθίσει και στα δικά του γόνατα. Το βλέμμα του έπεσε στη δαγκωματιά που φιγούραρε στο μπράτσο της. Ναι, καθόλου, μα καθόλου κοινή λογική σκέφτηκε ξανά ο Άρβιν και την ευχαρίστησε ψυχρά.
«Έλα Άρβιν, μην κάνεις έτσι, η Σύνθια σου έκανε απλά ένα κοπλιμέντο», του είπε εύθυμα ο Άλμπερτ και του έκλεισε το μάτι.
« Η Σύνθια είναι ώρα να πάει σπίτι της γιατί σίγουρα θα την αναζητούν οι γονείς της», απάντησε ο Άρβιν και κοίταξε τη ξανθιά γυναίκα με αυστηρότητα.
«Ή μήπως να πω καλύτερα ο άντρας της;», συνέχισε και η έκφραση του έγινε ειρωνική.
Στο τελευταίο σχόλιο, η Σύνθια πετάχτηκε όρθια, άρπαξε τα υπόλοιπα υπάρχοντά της και προχώρησε προς την πόρτα, εμφανώς προσβεβλημένη.
«Μην δίνεις σημασία μωρό μου, είναι παράξενος, όπως όλοι οι γέροι», της φώναξε ο Άλμπερτ, δίχως να κουνηθεί απ' τη θέση του.
«Με κοροϊδεύεις;» φώναξε η Σύνθια από την ανοιχτή πόρτα, «Αυτός εδώ δεν είναι πάνω από 30 χρονών!».
Ο Άλμπερτ έκρυψε το πρόσωπο του στα χέρια του και άρχισε να κρυφογελά. Ο Άρβιν τον αγνόησε και κοίταξε την Σύνθια απειλητικά. Με την απορία ακόμη ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της, η Σύνθια βρόντηξε την πόρτα πίσω της και έφυγε.
Ο Άρβιν γύρισε το βλέμμα του στον Άλμπερτ και τον κοίταξε αυστηρά. «Σταμάτα να γελάς! Σου έχω πει πως μπορείς να κάνεις ότι θέλεις, αλλά το πρωί θα πρέπει να βγάζεις πάντα τα «σκουπίδια» πριν ξυπνήσω και τα βρω μπροστά μου».
«Για το Θεό! Χαλάρωσε λίγο Άρβιν!» του απάντησε, προσπαθώντας να κόψει το νευρικό γέλιο που τον είχε πιάσει και να δείξει τον απαιτούμενο σεβασμό στα όσα άκουγε.
«Σοβαρά μικρέ; Θέλεις να χαλαρώσω όταν ξέρεις καλά πως η θέση μου δεν μου επιτρέπει να κάνω τα στραβά μάτια σε τέτοιες περιπτώσεις;» του απάντησε ο Άρβιν και ανακάθισε στη πολυθρόνα, έτοιμος να του επιτεθεί.
Ο Άλμπερτ σοβάρεψε με τη μία. Ήξερε καλά τις εντολές των γηραιότερων για τα αρσενικά της αγέλης που ενεργούσαν ως προστάτες του οικισμού: καμία επαφή με άλλα είδη! Οι ελευθερίες που τους επέτρεπε να έχουν στα κρυφά ο Άρβιν, τον έβαζαν σε άμεσο κίνδυνο σε περίπτωση που κάτι διέρρεε. Η τιμωρία θα ήταν ιδιαίτερα σκληρή και όλοι τους στην ομάδα τον σεβόταν για το ρίσκο που έπαιρνε για χάρη τους. Δεν ήθελε λοιπόν με τίποτα να τον δυσαρεστήσει, μα, όπως όλα έδειχναν, μόλις το είχε επιτύχει.
«Δεν θα ξαναγίνει, στο υπόσχομαι» του είπε κατεβάζοντας το κεφάλι. «Σκέφτηκα απλά ότι ίσως…ίσως θα σε ενδιέφερε να εκμεταλλευτείς την κατάσταση», είπε και τον κοίταξε επιφυλακτικά.
Ο Άρβιν προσπάθησε να συγκρατήσει την οργή του με αυτό που άκουσε, έγειρε στην πλάτη της πολυθρόνας και χαμογέλασε πικρόχολα. «Ώστε πιστεύεις πώς μου χρειάζεται μια γυναίκα ε; Σαν αυτή που μόλις έφυγε, ας πούμε;».
Το ύφος του Άλμπερτ τώρα έγινε απολογητικό, μια και ένιωθε πως αντί να κατευνάζει την κατάσταση, μάλλον την ωθούσε στα άκρα. Θα το πω και ότι γίνει, σκέφτηκε.
«Πόσα χρόνια είσαι χωρίς γυναίκα Άρβιν; Μήπως τα έχεις μετρήσει;». Ο Άρβιν σκέφτηκε πως θα έπρεπε να σηκωθεί απ' την πολυθρόνα του και να τον πιάσει απ' το λαιμό, μα δεν μπορούσε. Δεν μπορούσε, απλά, γιατί ο Άλμπερτ τον ήξερε καλύτερα από τον καθένα και κάποια πράγματα ήταν δύσκολο να τα κρύψει, όταν έμεναν οι δυο τους.
«Δεν χρειάζομαι τέτοιου είδους γυναίκες Άλμπερτ», του απάντησε τελικά και η έκφραση του γέμισε μελαγχολία.
Η αντίδραση του ξάφνιασε τον Άλμπερτ. Δεν τον είχε δει ποτέ ξανά να μελαγχολεί για τέτοια θέματα. Η φήμη του, ειδικά σ' αυτό το θέμα, ήταν μυθική. Μυθική ήταν η σωστή λέξη για να την περιγράψει κανείς, μια και ο Άλμπερτ δεν ήξερε ειλικρινά πόσα απ' όσα είχε ακούσει ήταν αλήθεια και πόσα ψέματα. Λέγανε πως ήταν σκληρός και άκαρδος. Πως χρησιμοποιούσε το σεξ ως όπλο -κυριολεκτικά- σκοτώνοντας τις γυναίκες που διάλεγε ως ερωμένες. Αν σκεφτεί κανείς ότι οι περισσότερες από αυτές ήταν βρικόλακες, τότε αυτοί οι μύθοι δεν ήταν και πολύ μακριά από την αλήθεια. Από την άλλη όμως, αν όσα είχε ακούσει ήταν αλήθεια, τότε προς τι η μελαγχολία που τώρα έβλεπε στο πρόσωπο του;
«Τι σου λέει το ένστικτο σου Άρβιν; Νιώθεις πως το ταίρι σου είναι κοντά; Πιστεύεις πως την βρήκες;» τον ρώτησε, μη ξερώντας πως αλλιώς να ερμηνεύσει αυτό που διάβαζε στο πρόσωπο του.
Το ένστικτο, δεν πίστευα ότι υπάρχει καν σκέφτηκε αυτόματα ο Άρβιν, μόλις άκουσε την ερώτηση του. Οι αρσενικοί λυκάνθρωποι αναγνωρίζουν το ταίρι τους από τη μυρωδιά του, η οποία μόλις χτυπήσει τα ρουθούνια τους ξυπνά μέσα τους μια μαγική δύναμη που δεν πρέπει να αμφισβητείται ποτέ για την ορθότητα της. Αυτό πίστευαν οι πιο πολλοί. Μα για τον Άρβιν το ένστικτο δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια δικαιολογία για να επιβάλλουν οι αρσενικοί λυκάνθρωποι τις επιλογές τους στην ομάδα.
«Δεν μου λέει τίποτα Άλμπερτ. Δεν μου μίλησε ποτέ. Πράγμα που με κάνει να πιστεύω πως δεν υπάρχει. Θα σε συμβούλευα να κάνεις το ίδιο», του απάντησε και σηκώθηκε απ' τη θέση του.
Ο Άλμπερτ τον ακολούθησε με το βλέμμα του, καθώς άρχισε να βηματίζει νευρικά στο δωμάτιο. «Μου λες ψέματα Άρβιν. Αυτό το ξέρω σίγουρα. Αυτό που δεν ξέρω είναι το γιατί».
Γιατί λέω ψέματα και στον ίδιο μου τον εαυτό σκέφτηκε ο Άρβιν και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο για να μη χρειαστεί να του απαντήσει.
Τα χέρια του ήταν δεμένα πίσω από την πλάτη του. Τα πόδια του τα κρατούσαν χοντρές αλυσίδες, οι οποίες ήταν στερεωμένες στο τσιμεντένιο πάτωμα με πασσάλους. Τίποτα από αυτά όμως δε θα μπορούσε να συγκρατήσει ακίνητο ένα όν σαν και αυτόν. Αυτό που τον κρατούσε δέσμιο ήταν η χοντρή, ατσάλινη ζώνη που ήταν δεμένη τόσο σφικτά γύρω από τη μέση του, που του έκοβε την ανάσα. Παρά τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν, δε μπορούσε παρά να θαυμάσει την ευφυΐα του πλάσματος, που τώρα τον κοιτούσε κατάματα. Η ιδέα της ζώνης ήταν πραγματικά έξυπνη, μια και δε θα μπορούσε να μεταμορφωθεί, δίχως να κόψει το σώμα του στα δύο κατά τη διάρκεια. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι επιλογές του ήταν μόνο δύο: ή θα έχανε τη ζωή του προσπαθώντας να σπάσει τα δεσμά του, ή θα παρατηρούσε τον εχθρό του για να ανακαλύψει τις αδυναμίες του και να τις εκμεταλλευτεί προς όφελος του.
Διάλεξε τη δεύτερη, δίχως μεγάλη δυσκολία, ίσως επειδή η γυναίκα που τώρα στεκόταν απέναντι του ήταν απλά πανέμορφη. Η επιδερμίδα της ήταν ολόλευκή. Τα μάτια της είχαν ένα αχνό βυσσινί χρώμα και τα γεμάτα χείλη της το βαθύ κόκκινο χρώμα του αίματος. Ο τρόπος που κινούταν προς το μέρος του θύμιζε αιλουροειδές. Όμορφη, μα θανάσιμη.
Όταν τον πλησίασε αρκετά, η μυρωδιά της τον εξαγρίωσε. Ήταν η μυρωδιά του χειρότερου εχθρού του. Οι μυείς του συσπάστηκαν και όλο του το σώμα ετοιμάστηκε για να δεχτεί την επερχόμενη επίθεση. Αντί για επίθεση όμως η γυναίκα άπλωσε το χέρι της κτητικά πάνω στο στέρνο του και τον κοίταξε σαγηνευτικά στα μάτια. Κάτι στο βλέμμα της τον υπνώτιζε, τον έκανε να την κοιτά αποσβολωμένος. Το χέρι της κατέβηκε στους κοιλιακούς του. Οι κυνόδοντες της επιμηκύνθηκαν και το βυσσινί χρώμα των ματιών της άρχισε να γίνεται πορφυρό. Ήρθε πιο κοντά του, τον κοίταξε πονηρά στα μάτια και το χέρι της κατέβηκε ακόμη πιο χαμηλά. Στο άγγιγμα της, το σώμα του ακινητοποιήθηκε και το κεφάλι του έπεσε προς τα πίσω. Με μια αστραπιαία κίνηση τα δόντια της τρύπησαν το δέρμα του λαιμού του.
Νιώθοντας υποσυνείδητα τον πόνο να χτυπά το νευρικό του σύστημα, ο Άρβιν πετάχτηκε απ' το κρεβάτι και ένας δυνατός ρόγχος ξέφυγε από τα χείλη του. Τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω απ' το λαιμό του, μη μπορώντας εκείνη την στιγμή να ξεχωρίσει με σιγουριά την πραγματικότητα από το όνειρο. Διάβολε! Το παρελθόν του τρόμαζε ακόμη και τον ίδιο μερικές φορές. Πέταξε τα σκεπάσματα από πάνω του και σηκώθηκε με αργές κινήσεις από το κρεβάτι. Το πάτωμα ήταν γεμάτο εφημερίδες, άδεια κουτάκια μπύρας και γυναικεία ρούχα. Γυναικεία ρούχα;
Έτριψε το πρόσωπο του με το χέρι του και προσπάθησε να θυμηθεί τι συνέβη το προηγούμενο βράδυ.
Εκείνη τη στιγμή ένας κτύπος τράνταξε την πόρτα του δωματίου και μια φωνή ακούστηκε από πίσω της.
«Υπηρεσία δωματίου. Παρακαλώ ανοίξτε, το πρωινό σας είναι έτοιμο». Αν και ποτέ δεν ζητούσε να του φέρουν πρωινό, το συγκεκριμένο ξενοδοχείο το είχε σύστημα να κάνει πάντα παραπάνω απ' αυτά που τους ζητούσε. Ο Άρβιν άνοιξε την πόρτα και άφησε τον μικροκαμωμένο και υπερβολικά χαρωπό υπάλληλο του ξενοδοχείου να περάσει.
«Καλημέρα σας κύριε! Πώς αισθάνεστε σήμερα;» ρώτησε περιχαρής ο υπάλληλος και η ασυνήθιστα τσιριχτή φωνή του έκανε τον Άρβιν να οπισθοχωρήσει με δυσαρέσκεια. Διάολε! Πόσο πιο εκνευριστικά μπορούν να γίνουν αυτά τα όντα.
«Σςς. λίγο πιο σιγά!» του είπε όσο πιο ευγενικά μπορούσε και κοίταξε το δίσκο με το πρωινό που κρατούσε στα χέρια του.
«Μάλιστα κύριε, μάλιστα, συγνώμη» είπε τώρα ψιθυριστά ο υπάλληλος και αφού υποκλίθηκε ελαφρώς, άφησε το δίσκο στο πιο κοντινό τραπεζάκι και βγήκε με γοργά βήματα από το δωμάτιο.
Ο Άρβιν σήκωσε τα καπάκι που κάλυπτε το δίσκο και κοίταξε από κάτω. Μια από τα ίδια, καμιά παραλλαγή σκέφτηκε, καθώς η οσμή του τηγανισμένου μπέικον χτύπησε τη μύτη του και τον έκανα να αηδιάσει ελαφρώς. Άλλη μια ανθρώπινη συνήθεια που μισούσε. Θα έδινε τα πάντα εκείνη τη στιγμή να μπορούσε να κυνηγήσει. Να μπορούσε να βρεθεί στο ξέφωτο του δάσους, να μυρίσει τον φρέσκο αέρα που αναδίδουν τα φύλα των δέντρων.
Στη σκέψη και μόνο, το δέρμα του άρχισε να τον ενοχλεί. Ένιωθε λες και φορούσε ένα βαρύ, μάλλινο πουλόβερ, από αυτά που σου φέρνουν ακατάσχετη φαγούρα. Δεν θα έπρεπε να αισθάνεται έτσι, μετά από τόσες βραδιές που πέρασε στην ύπαιθρο τις τελευταίες μέρες, όμως δεν μπορούσε να καταπολεμήσει το συναίσθημα μέσα του. Είχε ανάγκη να είναι ο εαυτός του και μόνον όταν μεταμορφωνόταν μπορούσε να αισθανθεί πραγματικά έτσι. Η «πολιτισμένη» ανθρώπινη συμπεριφορά που έπρεπε κάθε τόσο να φορά σαν κουστούμι τον εκνεύριζε αφάνταστα. Ακόμη όμως και οι δικοί του άνθρωποι είχαν αρχίσει να ενστερνίζονται την ανάγκη της αρμονικής συνύπαρξης μεταξύ όλων των ειδών.
Η κληρονομιά της ιδεολογίας του Άλες σκέφτηκε ο Άρβιν και κρυφογέλασε. Ήταν ο πρώτος που αγνόησε τους κανόνες της αγέλης και άνοιξε το δρόμο για την είσοδο των λυκανθρώπων στο αστικό τοπίο των ανθρώπων. Τα τέρατα των λαϊκών μύθων κυκλοφορούν ανάμεσα σας, τρώνε από τα φαγητά σας, πίνουν από τα ποτήρια σας και που και που κοιμούνται και στα κρεβάτια σας. Οι τελευταίες σκέψεις τον έκαναν να χαμογελάσει. Αν οι γηραιότεροι της αγέλης γνώριζαν τη συχνότητα με την οποία όλο και περισσότερες θνητές γυναίκες κατέληγαν στα κρεβάτια των λυκάνθρωπων, θα ξεκινούσε εμφύλιος πόλεμος. Πάνω απ' όλα η καθαρότητα του αίματος, αυτό ήταν το σύνθημα τους και ας το κρύβουν καλά κάτω από το προκάλυμμα του φιλελευθερισμού. Οι αντιλήψεις τους ήταν ακόμη σεβαστές από πολλά μέλη της αγέλης και ας μοιραζόταν την καθημερινότητα τους με δεκάδες άλλα είδη. Τόσο διαδεδομένες ήταν οι απόψεις τους, που ακόμη και τα πιο δυνατά μυαλά της αγέλης είχαν επηρεαστεί από αυτές. Πώς αλλιώς εξηγείται η απόφαση του Κάϊλ να κρατήσει την ύπαρξη της Στεφανίας μυστική απ' όλους τους για τόσα χρόνια; Η Στεφανία. συλλογίστηκε και οι κτύποι της καρδιάς του επιταχυνθήκαν ελαφρώς. Η ψυχραιμία με την οποία δέχτηκε όσα της εξήγησε ο Κάϊλ τον είχε καταπλήξει. Ίσως τελικά το μυαλό της να είναι το ίδιο δυνατό, με αυτό του πατέρα της. Άραγε τι να κάνει τώρα;
Μια ημίγυμνη γυναίκα εισέβαλλε εκείνη τη στιγμή στο οπτικό του πεδίο και ο Άρβιν βγήκε απ' τις σκέψεις του. Έσφιξε τα δόντια του νευριασμένος. Ανάθεμα! Θα τον σκοτώσω τον Άλμπερτ! Σκέφτηκε και έγνεψε «καλημέρα» στην μισοκοιμισμένη ξανθιά, που έψαχνε τώρα τα ρούχα της στο πάτωμα και του έριχνε ντροπαλές ματιές. Ο Άλμπερτ ξεπρόβαλε με τη σειρά του απ' το διπλανό δωμάτιο χαμογελαστός, τεντώθηκε νωχελικά και έτρεξε με τη μία προς το δίσκο με το πρωινό. Κάθισε στην πολυθρόνα απέναντι από τον Άρβιν και άρχισε να τρώει ότι υπήρχε στα πιάτα με τα χέρια. Τί σουρεαλιστική εικόνα είναι αυτή; σκέφτηκε ο ¨Αρβιν κοιτώντας πότε τον Άλμπερτ και πότε τη ξανθιά γυναίκα, που έβαζε τα ρούχα της μπροστά τους. Δύο λυκάνθρωποι με μια ημίγυμνη, ξανθιά, θνητή γυναίκα, όλοι παρέα σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Μόνο τον 21ο αιώνα γίνονται αυτά, σκέφτηκε καθώς παρατηρούσε τον Άλμπερτ, ο οποίος έτρωγε τώρα λες και ήθελε να αποδείξει σε όλους τη μακρινή συγγένεια των λύκων με τους σκύλους.
«Άλμπερτ, τα δόντια μας χρησιμεύουν στο να μασάμε την τροφή μας» του είπε τελικά ο Άρβιν, χαμογελώντας εύθυμα. Το πρόσωπο του Άλμπερτ, που μόλις είχε προλάβει να καταπιεί και την τελευταία του μπουκιά, έλαμψε όλο πονηρία.
«Όχι μόνον. Τα χρησιμοποιούμε και για να δαγκώνουμε!» είπε και άρπαξε την ξανθιά γυναίκα, την κάθισε στα πόδια του και γρύλισε, προσποιούμενος πως την δαγκώνει στην πλάτη. Η γυναίκα χαχάνισε και κοίταξε τον Άρβιν όλο νόημα στα μάτια.
Μερικά είδη δεν έχουν καθόλου κοινή λογική σκέφτηκε ο Άρβιν και συνέχισε να χαμογελάει.
«Έχεις πανέμορφο χαμόγελο!» του είπε όλο θαυμασμό και νάζι η ξανθιά γυναίκα, δίνοντας του να καταλάβει πως δεν θα την πείραζε ιδιαίτερα να καθίσει και στα δικά του γόνατα. Το βλέμμα του έπεσε στη δαγκωματιά που φιγούραρε στο μπράτσο της. Ναι, καθόλου, μα καθόλου κοινή λογική σκέφτηκε ξανά ο Άρβιν και την ευχαρίστησε ψυχρά.
«Έλα Άρβιν, μην κάνεις έτσι, η Σύνθια σου έκανε απλά ένα κοπλιμέντο», του είπε εύθυμα ο Άλμπερτ και του έκλεισε το μάτι.
« Η Σύνθια είναι ώρα να πάει σπίτι της γιατί σίγουρα θα την αναζητούν οι γονείς της», απάντησε ο Άρβιν και κοίταξε τη ξανθιά γυναίκα με αυστηρότητα.
«Ή μήπως να πω καλύτερα ο άντρας της;», συνέχισε και η έκφραση του έγινε ειρωνική.
Στο τελευταίο σχόλιο, η Σύνθια πετάχτηκε όρθια, άρπαξε τα υπόλοιπα υπάρχοντά της και προχώρησε προς την πόρτα, εμφανώς προσβεβλημένη.
«Μην δίνεις σημασία μωρό μου, είναι παράξενος, όπως όλοι οι γέροι», της φώναξε ο Άλμπερτ, δίχως να κουνηθεί απ' τη θέση του.
«Με κοροϊδεύεις;» φώναξε η Σύνθια από την ανοιχτή πόρτα, «Αυτός εδώ δεν είναι πάνω από 30 χρονών!».
Ο Άλμπερτ έκρυψε το πρόσωπο του στα χέρια του και άρχισε να κρυφογελά. Ο Άρβιν τον αγνόησε και κοίταξε την Σύνθια απειλητικά. Με την απορία ακόμη ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της, η Σύνθια βρόντηξε την πόρτα πίσω της και έφυγε.
Ο Άρβιν γύρισε το βλέμμα του στον Άλμπερτ και τον κοίταξε αυστηρά. «Σταμάτα να γελάς! Σου έχω πει πως μπορείς να κάνεις ότι θέλεις, αλλά το πρωί θα πρέπει να βγάζεις πάντα τα «σκουπίδια» πριν ξυπνήσω και τα βρω μπροστά μου».
«Για το Θεό! Χαλάρωσε λίγο Άρβιν!» του απάντησε, προσπαθώντας να κόψει το νευρικό γέλιο που τον είχε πιάσει και να δείξει τον απαιτούμενο σεβασμό στα όσα άκουγε.
«Σοβαρά μικρέ; Θέλεις να χαλαρώσω όταν ξέρεις καλά πως η θέση μου δεν μου επιτρέπει να κάνω τα στραβά μάτια σε τέτοιες περιπτώσεις;» του απάντησε ο Άρβιν και ανακάθισε στη πολυθρόνα, έτοιμος να του επιτεθεί.
Ο Άλμπερτ σοβάρεψε με τη μία. Ήξερε καλά τις εντολές των γηραιότερων για τα αρσενικά της αγέλης που ενεργούσαν ως προστάτες του οικισμού: καμία επαφή με άλλα είδη! Οι ελευθερίες που τους επέτρεπε να έχουν στα κρυφά ο Άρβιν, τον έβαζαν σε άμεσο κίνδυνο σε περίπτωση που κάτι διέρρεε. Η τιμωρία θα ήταν ιδιαίτερα σκληρή και όλοι τους στην ομάδα τον σεβόταν για το ρίσκο που έπαιρνε για χάρη τους. Δεν ήθελε λοιπόν με τίποτα να τον δυσαρεστήσει, μα, όπως όλα έδειχναν, μόλις το είχε επιτύχει.
«Δεν θα ξαναγίνει, στο υπόσχομαι» του είπε κατεβάζοντας το κεφάλι. «Σκέφτηκα απλά ότι ίσως…ίσως θα σε ενδιέφερε να εκμεταλλευτείς την κατάσταση», είπε και τον κοίταξε επιφυλακτικά.
Ο Άρβιν προσπάθησε να συγκρατήσει την οργή του με αυτό που άκουσε, έγειρε στην πλάτη της πολυθρόνας και χαμογέλασε πικρόχολα. «Ώστε πιστεύεις πώς μου χρειάζεται μια γυναίκα ε; Σαν αυτή που μόλις έφυγε, ας πούμε;».
Το ύφος του Άλμπερτ τώρα έγινε απολογητικό, μια και ένιωθε πως αντί να κατευνάζει την κατάσταση, μάλλον την ωθούσε στα άκρα. Θα το πω και ότι γίνει, σκέφτηκε.
«Πόσα χρόνια είσαι χωρίς γυναίκα Άρβιν; Μήπως τα έχεις μετρήσει;». Ο Άρβιν σκέφτηκε πως θα έπρεπε να σηκωθεί απ' την πολυθρόνα του και να τον πιάσει απ' το λαιμό, μα δεν μπορούσε. Δεν μπορούσε, απλά, γιατί ο Άλμπερτ τον ήξερε καλύτερα από τον καθένα και κάποια πράγματα ήταν δύσκολο να τα κρύψει, όταν έμεναν οι δυο τους.
«Δεν χρειάζομαι τέτοιου είδους γυναίκες Άλμπερτ», του απάντησε τελικά και η έκφραση του γέμισε μελαγχολία.
Η αντίδραση του ξάφνιασε τον Άλμπερτ. Δεν τον είχε δει ποτέ ξανά να μελαγχολεί για τέτοια θέματα. Η φήμη του, ειδικά σ' αυτό το θέμα, ήταν μυθική. Μυθική ήταν η σωστή λέξη για να την περιγράψει κανείς, μια και ο Άλμπερτ δεν ήξερε ειλικρινά πόσα απ' όσα είχε ακούσει ήταν αλήθεια και πόσα ψέματα. Λέγανε πως ήταν σκληρός και άκαρδος. Πως χρησιμοποιούσε το σεξ ως όπλο -κυριολεκτικά- σκοτώνοντας τις γυναίκες που διάλεγε ως ερωμένες. Αν σκεφτεί κανείς ότι οι περισσότερες από αυτές ήταν βρικόλακες, τότε αυτοί οι μύθοι δεν ήταν και πολύ μακριά από την αλήθεια. Από την άλλη όμως, αν όσα είχε ακούσει ήταν αλήθεια, τότε προς τι η μελαγχολία που τώρα έβλεπε στο πρόσωπο του;
«Τι σου λέει το ένστικτο σου Άρβιν; Νιώθεις πως το ταίρι σου είναι κοντά; Πιστεύεις πως την βρήκες;» τον ρώτησε, μη ξερώντας πως αλλιώς να ερμηνεύσει αυτό που διάβαζε στο πρόσωπο του.
Το ένστικτο, δεν πίστευα ότι υπάρχει καν σκέφτηκε αυτόματα ο Άρβιν, μόλις άκουσε την ερώτηση του. Οι αρσενικοί λυκάνθρωποι αναγνωρίζουν το ταίρι τους από τη μυρωδιά του, η οποία μόλις χτυπήσει τα ρουθούνια τους ξυπνά μέσα τους μια μαγική δύναμη που δεν πρέπει να αμφισβητείται ποτέ για την ορθότητα της. Αυτό πίστευαν οι πιο πολλοί. Μα για τον Άρβιν το ένστικτο δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια δικαιολογία για να επιβάλλουν οι αρσενικοί λυκάνθρωποι τις επιλογές τους στην ομάδα.
«Δεν μου λέει τίποτα Άλμπερτ. Δεν μου μίλησε ποτέ. Πράγμα που με κάνει να πιστεύω πως δεν υπάρχει. Θα σε συμβούλευα να κάνεις το ίδιο», του απάντησε και σηκώθηκε απ' τη θέση του.
Ο Άλμπερτ τον ακολούθησε με το βλέμμα του, καθώς άρχισε να βηματίζει νευρικά στο δωμάτιο. «Μου λες ψέματα Άρβιν. Αυτό το ξέρω σίγουρα. Αυτό που δεν ξέρω είναι το γιατί».
Γιατί λέω ψέματα και στον ίδιο μου τον εαυτό σκέφτηκε ο Άρβιν και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο για να μη χρειαστεί να του απαντήσει.