Romance and Urban Fantasy Lit

  • Kelley Armstrong, J.R.Ward, Charlaine Harris, L.J. Smith, Kresley Cole, Gena Showalter

What is this place?

Έχω αλλάξει πολλές γνώμες για αυτό το χώρο και όχι άδικα. Η συγγραφή είναι δύσκολη και επίπονη δουλειά, απαιτεί πολύ γράψε-σβήσε…Η ιστορία που ξεκίνησα πριν κάποιους μήνες παίρνει λοιπόν καινούργια μορφή, επιδιώκει να γίνει καλύτερη –αλλά όχι τέλεια- οπότε τα σχόλια σας δεν θα είναι μόνο χρήσιμα, αλλά και απαραίτητα.

Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

Κεφάλαιο 7ο ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ


   Ό Άρβιν δεν μπορούσε να σταματήσει με τίποτα τον εκνευριστικό και άσκοπο βηματισμό του μέσα στο δωμάτιο. Οι κινήσεις του θύμιζαν άγριο ζώο, που μόλις το αιχμαλώτισαν και το φυλάκισαν σε κάποιο κλουβί. Η αδρεναλίνη του είχε χτυπήσει κόκκινο ώρες πριν.  Ένιωθε την ανάγκη να σκίσει το δέρμα του, να το πετάξει σαν χιλιοφορεμένο κουστούμι στην άκρη, μήπως και έτσι μπορέσει να ηρεμήσει και να συγκεντρωθεί. Διάολε! σκέφτηκε και έτριψε νευρικά το πρόσωπο του με την παλάμη του χεριού του. Δεν είχε καταφέρει να κλείσει μάτι. Περπάτησε όλη την πόλη, διανύοντας χιλιόμετρα σε ένα μόνο βράδυ, μήπως και κουραστεί αρκετά, ώστε να απομακρύνει τις σκέψεις που στροβίλιζαν στο μυαλό του.
   Το ξημέρωμα, αντί για τον οικισμό, τον βρήκε πάλι στο γραφείο του Κάϊλ. Σωριάστηκε εξαντλημένος στο μεγάλο καναπέ στη γωνία του δωματίου και άφησε τις εικόνες της νύχτας που μόλις πέρασε να πλημμυρίσουν και πάλι το μυαλό του. Μακάρι να μπορούσε να καταλάβει και να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά του. Δεν ήταν του χαρακτήρα του να παρεκτρέπεται έτσι με «άγνωστα είδη». Για την ακρίβεια, δεν ήταν του χαρακτήρα του να παρεκτρέπεται γενικώς. Η μόνη δικαιολογία που του έμοιαζε -έστω και στο ελάχιστο- λογική ήταν ότι η γυναίκα αυτή είχε καταφέρει να πληγώσει τον αντρικό του εγωισμό. Έπρεπε με κάθε τρόπο να της αποδείξει ποιος από τους δύο κάνει τελικά κουμάντο. Βέβαια, η επιτυχία του σχεδίου του να της επιβληθεί, δεν αποτελούσε και καμιά σπουδαία νίκη, μια και ο ίδιος ήξερε καλά πως η μάχη ήταν εξαρχής άνιση.
Η Στεφανία δεν διέθετε τη δικιά του ικανότητα να επηρεάζει τη διάθεση του ατόμου που στεκόταν απέναντι της και για την ώρα τουλάχιστον δεν έδειχνε να κατέχει τις απαραίτητες ικανότητες για να αμυνθεί. Ο Άρβιν θα μπορούσε να πείσει οποιαδήποτε θνητή να αδειάσει το μυαλό της από κάθε σκέψη και να του παραδοθεί, όμως στην περίπτωση της Στεφανίας διαισθάνθηκε πως το κολπάκι του δεν είχε την ίδια ισχύ. Η εμπειρία του είχε δείξει πως όταν ένας θνητός παύει να σκέφτεται, το σώμα του ακινητοποιείται και το βλέμμα του αδειάζει, μετατρέπετε σε ασάλευτο άγαλμα. Η Στεφανία όχι μόνον δεν ακινητοποιήθηκε, αλλά έδειχνε να συμμετάσχει ενεργά στην όλη διαδικασία. Ο Άρβιν δυσκολεύτηκε πολύ για να την κάνει να χάσει τις αισθήσεις της και να μπορέσει να τη μεταφέρει στο διαμέρισμα της, με την ελπίδα έτσι να αποφύγει οποιαδήποτε ερωτήματα πιθανώς θα του έθετε. Ναι, το σχέδιο του είχε πάει κατά διαόλου τελικά, ίσως επειδή δεν ήταν και το καλύτερο σχέδιο που θα μπορούσε να είχε καταστρώσει για να την τρομοκρατήσει.
     Τοποθέτησε όσο πιο αναπαυτικά μπορούσε το σώμα του στο καναπέ, έκλεισε τα μάτια του και έγειρε το κεφάλι του προς τα πίσω. Στο μυαλό του ήρθε ο εκκωφαντικός ήχος της καρδιά της, όταν ακούμπησε τα χείλη της. Στο άκουσμα του όλα τα ένστικτα του ξύπνησαν, έχασε κάθε αίσθηση του χρόνου, του τόπου. Ω! Διάολε! σκέφτηκε για ακόμη μια φορά και άνοιξε τα μάτια του. Ποιον κορόιδευε; Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά στο κεφάλι του. Από τη μία ήθελε να την υποτάξει και να κάνει χίλια κομμάτια τον υπέρμετρο εγωισμό της και από την άλλη ήθελε να ακουμπήσει τα χέρια του στο κορμί της, να κολλήσει επάνω στο δέρμα της, να βυθίσει τα δόντια του στο λαιμό της, να την ακινητοποιήσει, να... Ήρεμα, χαλάρωσε! είπε στον εαυτό του και πετάχτηκε σαν ελατήριο από τον καναπέ, καθώς το σώμα του άρχισε να τον προδίδει. Παύση, ψυχραιμία, δεν γίνονται αυτά. Ένα αίσθημα πανικού τσίμπησε το στομάχι του στη σκέψη και μόνο του τι θα μπορούσε να είχε συμβεί χθες το βράδυ. Άσχετα από την υποτιθέμενη καταγωγή της, η Στεφανία ήταν ακόμη θνητή και οι θνητοί δεν φημίζονται για τις αντοχές τους. Τα κόκαλα τους γίνονται θρύψαλά στο πρώτο άγγιγμα και τα σώματα τους ματώνουν στο πρώτο δάγκωμα. Τραγωδία! Ο Κάϊλ θα του έπαιρνε το κεφάλι αν το μάθαινε.
    Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η πόρτα του γραφείου άνοιξε διάπλατα και ο Κάϊλ μπήκε μέσα. Ο Άρβιν τον κοίταξε και το ύφος του είχε κάτι από την ενοχή του ανθρώπου που μόλις τον πιάσανε στα πράσα να κάνει κάτι απαγορευμένο. Ο Κάϊλ στάθηκε για λίγο στην είσοδο του γραφείου και τον κοίταξε. Ο Άρβιν αισθάνθηκε το εξεταστικό του βλέμμα να του τρυπά το κρανίο και να προσπαθεί να διαβάσει τις σκέψεις του. Πήρε μια βαθειά ανάσα, κατέβασε τα μάτια του στο πάτωμα και προσπάθησε όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε να τον παραπλανήσει. Ο Κάϊλ γύρισε το βλέμμα του προς το τοίχο, κοίταξε αδιάφορα την τρύπα που έχασκε ακόμη πάνω του, και προχώρησε προς το γραφείο του με αργά βήματα. «Θα πρέπει να πληρώσεις για τη ζημιά που προκάλεσες στο τοίχο μου ξέρεις», του είπε όσο πιο σοβαρά μπορούσε. Ο Άρβιν δεν ήξερε τι να του απαντήσει. Προσπαθούσε ακόμη να διώξει από το μυαλό του τις σκέψεις της τελευταίας ώρας και τα λόγια δεν ανέβαιναν στο λαιμό του.
    Ο Κάϊλ κάθισε στη καρέκλα του γραφείου του και τον κοίταξε. «Τι έγινε; Δεν έχεις την ατάκα σου έτοιμη; Πάντα έχεις κάτι να ανταπαντήσεις σε ότι και να σου λέω. Πώς και έτσι σήμερα;» τον ρώτησε και ένα αμυδρά ειρωνικό χαμόγελο σχηματίστηκε στις άκρες των χειλιών του. Ο Άρβιν και πάλι δεν του απάντησε τίποτα. Το πρόσωπο του Κάϊλ σοβάρεψε.
«Άρβιν; Τι έκανες;». Η ένταση στη φωνή του δεν άφηνε περιθώρια για ψέματα και υπεκφυγές.
Ξεκινά η ανάκριση! Ο Άρβιν ήλπιζε πως είχε καταφέρει να τον απροσανατολίσει, ώστε να μην χρειαστεί να του κάνει ερωτήσεις, να τον διατάξει να μιλήσει. Όταν ο αρχηγός της αγέλης σε διατάζει, πρέπει να υπακούς. Κράτησε το κεφάλι του κατεβασμένο και απάντησε απρόθυμα. «Δεν γύρισα στον οικισμό χθες το βράδυ. Έμεινα εδώ, στην πόλη».
Ο Κάϊλ ανακάθισε ενοχλημένος στην καρέκλα του. «Πόσες από τις εντολές που σου έδωσα παράκουσες Άρβιν;» τον ρώτησε όσο πιο μαλακά μπορούσε.
Σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε απολογητικά για λίγα δευτερόλεπτα. «Όλες», του απάντησε με τρόπο κοφτό και ξανάσκυψε το κεφάλι.
    Ο Κάϊλ ακούμπησε τους αγκώνες του στην επιφάνεια του γραφείου του και αναστέναξε κουρασμένα. «Αυτή σου η αποστροφή για την εξουσία των άλλων πάνω σου θα είναι και η καταστροφή σου κάποια στιγμή, στο έχω ξαναπεί. Η πειθαρχία και η τυφλή υποταγή στις εντολές του αρχηγού είναι η μόνη μας προστασία από τον έξω κόσμο Άρβιν, το ξέρεις καλά».
    Ο Άρβιν απέφευγε και πάλι να του απαντήσει. Τα μάτια του παρέμειναν κολλημένα στο πάτωμα, τα χέρια του σφιγμένα σε γροθιές. Υποταγή, μάλιστα, η λέξη κλειδί ολόκληρης της ύπαρξης μου σκέφτηκε.
  Σαν να διάβασε τη σκέψη του, ο Κάϊλ σηκώθηκε από τη θέση του, τον πλησίασε και τον ακούμπησε απαλά στον ώμο. «Σήκωσε το κεφάλι σου Άρβιν, δεν χρειάζεται να το κρατάς σκυφτό μπροστά μου. Ξέρεις καλά ότι σε θεωρώ αδερφό μου. Έχουμε σχεδόν την ίδια ηλικία. Έχουμε δει και έχουμε ζήσει πολλά οι δύο μας», του είπε με μια ηρεμία που περισσότερο προβλημάτισε, παρά καθησύχασε τον Άρβιν. Η σχέση μεταξύ των δυο αντρών δεν ήταν ποτέ ομαλή και ο Άρβιν γνώριζε καλά πως τα σκαμπανεβάσματα στη διάθεση του αρχηγού του δεν ήταν ποτέ τυχαία. Αντιθέτως, ήταν πάντα καλά μελετημένα, ώστε να εξυπηρετήσουν κάποιο σκοπό.
Σήκωσε το βλέμμα του από το πάτωμα και κοίταξε τον Κάϊλ στα μάτια. Το βλέμμα του αρχηγού του δεν είχε αλλάξει, παρέμενε ψυχρό και αυστηρό, μα αυτή τη φορά δεν είχε φορέσει το ψυχαναγκαστικό μανδύα της αρχηγίας, δεν απαιτούσε την υποταγή του, παρά επιζητούσε τη συνεργασία του. Ήταν λίγες οι φορές που ο Κάϊλ δεχόταν να αγνοήσει έστω για λίγο την αρχηγική του θέση και να επιτρέψει στο συνομιλητή του να του απευθύνει το λόγο ως ισότιμος. Η ανακάλυψη λοιπόν της Στεφανίας δεν ήταν κάτι απλό και τυχαίο για τον Κάϊλ. Η ύπαρξη της σήμαινε πολύ περισσότερα από αυτά που του είχε εξομολογηθεί.    
«Πες μου Άρβιν, τι έκανες χθες; Την συνάντησες;».
«Ήθελα απλά να της συστηθώ, τίποτα άλλο», του απάντησε ήρεμα.
 «Και;» τον ρώτησε ο Κάϊλ, περιμένοντας τη συνέχεια.
«Τίποτα! Αυτό μόνο».
«Μόνο αυτό Άρβιν;»,τον ρώτησε ξανά, κοιτώντας τον στα μάτια μήπως και ανακαλύψει τι του κρύβει τόσο προσεχτικά.
«Μόνο αυτό», απάντησε ο Άρβιν, και το βλέμμα του κόλλησε και πάλι στο πάτωμα.

Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

Κεφάλαιο 6ο Το Πάρκο


Ο Άρβιν στεκόταν στην άκρη του δρόμου. Το σκοτάδι είχε αρχίσει να απλώνετε αργά πάνω απ’ την πόλη και οι λεηλατημένες λάμπες του Δήμου τον βοηθούσαν αφάνταστα να κινείται γρήγορα, χωρίς να γίνεται αντιληπτός από κανέναν. Το σκοτάδι ήταν το καλύτερο του. Ο ήλιος πάντα τον ταλαιπωρούσε, επηρέαζε τις δυνάμεις του και του έφερνε μια γλυκιά υπνηλία. Με τη δύση του ηλίου όμως, τα πάντα πάνω του άλλαζαν. Έβλεπε καλύτερα, άκουγε καλύτερα και όλες οι αισθήσεις και τα αντανακλαστικά του δούλευαν άψογα. Παρά την άψογη κατάσταση του όμως, απέφευγε συστηματικά τις μεταμεσονύκτιες βόλτες στην πόλη. Ο Άρβιν γνώριζε καλά πως κάτω από την κάλυψη που προσφέρει το σκοτάδι, τα αρχέγονα ένστικτα κάθε πλάσματος ξυπνούν. Οι δρόμοι γεμίζουν από σκοτεινές φιγούρες που αποζητούν λίγο από το χάος, λίγο από τον εφιάλτη που προσφέρει απλόχερα η νύχτα σε όσους διψάνε να την ζήσουν. Και ήταν πολλά τα πλάσματα της νύχτας και άλλες τόσες οι πιθανότητες να σε παρασύρουν σε μονοπάτια όπου η λήθη βασιλεύει και οι κανόνες υπάρχουν μόνο για να αγνοούνται. Με χίλια και παραπάνω χρόνια παρουσίας πάνω στη γη, κανείς δεν γνώριζε τους κινδύνους της νύχτας καλύτερα από τον ίδιο. Γι’ αυτό και ο Άρβιν περιπλανιόταν στη νυχτερινή πόλη μόνο όταν υπήρχε λόγος. Και απόψε υπήρχε λόγος. Η κόρη του Άλες -του μέντορά του, του καλύτερου του φίλου- ήταν ζωντανή.
Οι εντολές του για απόψε ήταν ξεκάθαρες. Τις απαρίθμησε όλες με ιδιαίτερη έμφαση ο Κάϊλ, λίγο πριν φύγει απ' το γραφείο του. Η σειρά προτεραιότητας ήταν η εξής: Πρώτον, ηρέμησε. Δεύτερον, επέστρεψε απόψε κιόλας στον οικισμό. Τρίτον, μείνε μακριά από τη Στεφανία. Τέταρτον ΜΕΙΝΕ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΕΦΑΝΙΑ!
 Όμορφα! σκέφτηκε χαμογελώντας πονηρά, καθώς η πόρτα της πολυκατοικίας που είχε απέναντι του άνοιξε και η Στεφανία διέσχισε το δρόμο. Ώρα να τα πούμε κατ' ιδίαν τα δύο μας, σκέφτηκε και την ακολούθησε, δίχως να τον αντιληφθεί.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~   
Το πάρκο ήταν σχεδόν άδειο. Το πρώτο σκοτάδι της νύχτας είχε καλύψει τα πάντα, μα η μυρωδιά του ήλιου πάνω στο γρασίδι γαργαλούσε ακόμη τη μύτη της. Το φρέσκο άρωμα των λουλουδιών, σε συνδυασμό με την ευωδιά από το βρεγμένο χώμα έκαναν τη ψυχή της να γαληνέψει. Κατευθύνθηκε με γοργό βήμα στο αγαπημένο της σημείο, στο παγκάκι που κοιτά στη μικρή λιμνούλα του πάρκου, και στάθηκε  μπροστά του. Έκλεισε τα μάτια της και άρχισε να εισπνέει δυνατά. Τα πνευμόνια της γέμιζαν αέρα, τα ρουθούνια της ρουφούσαν με μανία τα αρώματα της νύχτας, των δέντρων, του δάσους. Του δάσους; αναρωτήθηκε στιγμιαία και τα μάτια της άνοιξαν με μιας. Δεν ήξερε καν ποια ήταν η μυρωδιά του δάσους. Δεν είχε πάει ποτέ της σε κάποιο δάσος για να την γνωρίζει.
Καθώς το μυαλό της πάσχιζε να καταλάβει από πού ερχόταν αυτά τα τόσο πρωτόγνωρα αρώματα, κάτι κουνήθηκε πίσω της και γύρισε σαστισμένη. Δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα μέσα στο σκοτάδι. Το βλέμμα της έψαχνε απεγνωσμένα το χώρο για κάποια παρουσία, μα τίποτα, σιωπή. Άρχισε να ζυγιάζει την κατάσταση στο κεφάλι της. Ένιωθε την παρουσία κάποιου στο χώρο, μα δεν μπορούσε να διακρίνει τις προθέσεις του. Δεκάδες σενάρια πέρασαν από το μυαλό της σε κλάσματα δευτερολέπτου και όλα είχαν άσχημη κατάληξη για την ίδια. Τρέξε! την πρόσταξε το αίσθημα αυτοσυντήρησης μέσα της και τα πόδια της το υπάκουσαν αμέσως.
     Η καρδιά της είχε ανέβει στο λαιμό της, όταν είδε επιτέλους μπροστά της να ξεπροβάλει η σιδερένια πόρτα της εξόδου από το πάρκο. Δειλά έριχνε κλεφτές ματιές πίσω της. Δεν την ακολουθούσε κανείς. Λίγο ακόμη, λίγο ακόμη και πλησιάζω στην έξοδο, σκέφτηκε και αύξησε ταχύτητα. Πριν όμως φτάσει στα μισά της διαδρομής μια φιγούρα πετάχτηκε μπροστά της από το πουθενά και ίσα που πρόλαβε να φρενάρει το σώμα της για να αποφύγει τη σύγκρουση. Δίχως να σκεφτεί, έκανε στροφή 180 μοιρών και άρχισε να τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ένα χέρι την άρπαξε από πίσω και την τράβηξε με δύναμη. Τα πόδια της κοκάλωσαν και έχασε την ισορροπία της, πέφτοντας προς τα πίσω. Η πλάτη της προσγειώθηκε με δύναμη σε κάτι σκληρό, μα ζωντανό.
«Μάθημα πρώτο», της ψυθίρησε μια γνώριμη αντρική φωνή, «δεν γυρνάμε ποτέ τη πλάτη μας στον εχθρό, γιατί έτσι τον προκαλούμε να μας κυνηγήσει». Ένας οξύς πόνος χτύπησε ξαφνικά το κέντρο του θώρακα της και τα πάντα γύρω της μαύρισαν για ακόμη μια φορά.
    Όταν άνοιξε τα μάτια της η Στεφανία ήταν ανάσκελα πεσμένη στο έδαφος. Η πρώτη της εικόνα ήταν ο έναστρος ουρανός που κρεμόταν από πάνω της. «Ξυπνήσαμε;». Η φωνή του, την έκανε να ανασηκωθεί και να στηριχθεί στους αγκώνες της. Ο άγνωστος άντρας από το σταθμό του μετρό καθόταν τώρα στο έδαφος και την κοιτούσε επίμονα. Είχε τους αγκώνες του ακουμπισμένους στα γόνατα του,  φορώντας ένα σαρκαστικό χαμόγελο στα χείλη του. Σκατά σκέφτηκε η Στεφανία και πετάχτηκε με απρόσμενη ευκολία και χάρη από το έδαφος. «Τελικά το ταλέντο σου είναι έμφυτο. Εντυπωσιακό το άλμα», της είπε και χαμογέλασε πονηρά.
 Όρθια πια, από θέση ισχύος, η Στεφανία έβαλε τα χέρια της στη μέση της και τον κοίταξε αγριεμένα. «Θα μου πεις επιτέλους ποιος είσαι;», τον ρώτησε, σκεπτόμενη πως για να ζει ακόμα, μάλλον δεν ήταν εκεί για να της κάνει κακό.
«Άρβιν. Χάρηκα», της απάντησε απλώνοντας το χέρι του προς το μέρος της για την εθιμοτυπική χειραψία. Το σαρκαστικό του χαμόγελο την εξόργισε ακόμη περισσότερο και αντί να του δώσει το  χέρι της, του γύρισε επιδεικτικά την πλάτη. «Πέρα απ' όλα τα άλλα, θα πρέπει να σου μάθουμε και τρόπους βλέπω», της είπε γελώντας ειρωνικά.
Η Στεφανία κατέβασε τα χέρια της από τη μέση της και τα έσφιξε σε γροθιές. «Δεν υπάρχει κάτι που εσύ προσωπικά θα μπορούσες να μου μάθεις».
   Ο Άρβιν σηκώθηκε το ίδιο εύκολα από το έδαφος, σήκωσε τα χέρια του σαν να παραδιδόταν και χαμογέλασε περιπαικτικά. «Ήρεμα! Δεν είπα κάτι κακό, μη με αποπαίρνεις έτσι. Να συστηθούμε ήθελα απλώς». Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της και το φως του φεγγαριού φώτισε τα χαρακτηριστικά του. Είχε, δίχως αμφιβολία, το αυτάρεσκο ύφος του άντρα που ξέρει καλά ποια είναι η επιρροή του στις γυναίκες. Σου αξίζει ένα γερό χαστούκι, σκέφτηκε η Στεφανία κοιτάζοντας τον, μα τελευταία στιγμή αποφάσισε να συγκρατηθεί. Δίπλωσε τα χέρια της κάτω από το στήθος της και όρθωσε ακόμη περισσότερο το ανάστημα της μπροστά του. «Να συστηθούμε ε; Καλοσύνη σου που σκέφτηκες πως είχα ανάγκη να σε γνωρίσω. Σίγουρα διάλεξες την ώρα και το μέρος». 
«Αυτή με βόλευε», της απάντησε ξερά. Ο θυμός άρχισε να φαίνεται τώρα πια σε κάθε του κίνηση, σε κάθε του λέξη. «Αρχίζω να πιστεύω πως το αγαπημένο σου χόμπι είναι να εξαγριώνεις άντρες, που μπορούν πολύ εύκολα να σε βλάψουν. Πες μου αλήθεια, το κάνεις επίτηδες ή απλά η κοινή λογική δεν υπάρχει ως έννοια στη ζωή σου;».
Η Στεφανία έκανε ένα βήμα προς το μέρος του και τον κοίταξε θαρραλέα στα μάτια. «Τι ξέρεις εσύ από κοινή λογική;».
Της ανταπόδωσε το βλέμμα. «Ξέρω ότι αυτός που δεν την έχει, ρισκάρει τη ζωή του. Όπως για παράδειγμα τι ρισκάρεις εσύ τώρα».
Η Στεφανία δεν μετακινήθηκε εκατοστό από τη θέση της, και ας είχαν φτάσει τόσο κοντά πια, ώστε να νιώθει την ανάσα του στο πρόσωπο της. «Κινδυνεύω; Αυτό θέλεις να πεις;», τον ρώτησε το ίδιο αποφασιστικά με πριν.
    Δεν της απάντησε αμέσως. Τα μάτια του περιπλανήθηκαν στο πρόσωπο της και σταμάτησαν ξαφνικά στο στόμα της. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του μαλάκωσαν. Οι κτύποι της καρδιάς της Στεφανίας άρχισαν να αυξάνονται ανεπαίσθητα. «Δεν θα σου έκανα ποτέ κακό», της είπε τελικά χαμηλόφωνα και η καρδιά της άρχισε να ρετάρει, να χάνει χτύπους, να αποσύντονίζεται.
Συγκεντρώσου, συγκεντρώσου έλεγε και ξαναέλεγε στον εαυτό της προσπαθώντας να τον συνεφέρει. «Πώς με βρήκες; Ποιός είσαι;» κατάφερε να ψελλίσει καρφώνοντας και αυτή με τη σειρά της τώρα τα μάτια της στα χείλη του.
Δεν της απάντησε και πάλι. Το βλέμμα του τώρα κατέβηκε στο λαιμό της, χαμηλά στο στήθος της και πάλι στο λαιμό της.
     Άνοιξε στιγμιαία το στόμα της να πει κάτι και ο δείκτης του χεριού του άγγιξε τα χείλη της. «Σςς… Μη μιλάς». Της είπε απαλά και η βραχνή φωνή του χάιδεψε σαγηνευτικά τα αυτιά της. Το μυαλό της Στεφανιάς άδειασε, σαν κάποιος να έσβησε από μέσα του κάθε σκέψη, κάθε ένστικτό αυτοσυντήρησης ή λογικής. Το χέρι του κύκλωσε τη μέση της και την τράβηξε απαλά πάνω του. Επαφή. Έκλεισε τα μάτια της και ο ήχος της καρδιά της την ξεκούφανε. Το αίμα της έκαιγε στις φλέβες της, κοκκίνιζε το δέρμα της. «Το νιώθεις;», την ρώτησε ψιθυριστά και πριν προλάβει να του απαντήσει,  τα χείλη του έπεσαν με φόρα πάνω στα δικά της.

Κεφάλαιο 6ο ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Η Στεφανία μπήκε στο μικροσκοπικό δωμάτιο που νοίκιαζε τα τελευταία 5 χρόνια και έκλεισε με φόρα την πόρτα πίσω της. Τα πόδια της ακινητοποιήθηκαν πάνω στο φθαρμένο πολύχρωμο χαλί που είχε στρώσει μπροστά από το κρεβάτι της. Κοίταξε ανήσυχα γύρω της. Τα πάντα ήταν όπως τα είχε αφήσει. Το κρεβάτι της άστρωτο και πάνω του ένας σωρός από ρούχα. Οι κουρτίνες ορθάνοιχτες για να μπαίνει το λιγοστό φως της μέρας. Το παράθυρο είχε θέα τον τοίχο της διπλανής πολυκατοικίας. Αυτή η εικόνα την βασάνιζε πάντα. Είχε ανάγκη το φως της μέρας για να μη χάνει τα λογικά της. Στο γραφείο της υπήρχαν ακόμη διάσπαρτα τα χαρτιά των απαντήσεων σε κάθε βιογραφικό που είχε στείλει αυτό το μήνα, καθώς και ένας σωρός από εφημερίδες, που έφτανε μέχρι τη μικρή ραφιέρα που κρεμόταν πάνω από το γραφείο της. Τα πάντα ήταν στη θέση τους και όμως της φαίνονταν αλλαγμένα. Πέταξε τη τσάντα της στο πάτωμα, παραμέρισε το σωρό από τα ρούχα και κάθισε εξουθενωμένη στο κρεβάτι. Το μυαλό της είχε μουδιάσει και μαζί του είχε μουδιάσει και η ψυχή της. Πάνω που πίστευε πως αυτή η μέρα δεν θα μπορούσε να είναι πιο παράξενη, οι πληροφορίες που της έδωσε ο Κάϊλ Γουντ την έκαναν να χάσει όχι μόνον τη φωνή της, αλλά και την ισορροπία της.
Στο άκουσμα και μόνον πως κάποιος γνωρίζει τους γονείς της, σωριάστηκε στο καναπέ, σαν παραγεμισμένο σακί που κάποιος το άδειασε απότομα. Εκείνη τη στιγμή ήταν τυχερή που ο καναπές ήταν σχεδόν δίπλα της, και έτσι γλύτωσε από τη ντροπή που θα ένιωθε αν είχε σωριαστεί στο πάτωμα, όμως τώρα που το ξανασκεφτόταν κάπως πιο ψύχραιμα, η ντροπή φούντωνε ετεροχρονισμένα μέσα της. Η Στεφανία δεν έδειχνε σε κανέναν τις αδυναμίες της, δεν έκλαιγε δημοσίως και δεν συζητούσε με κανέναν το παρελθόν της. Όχι, δεν το έκανε για να το παίξει δυνατή, απλώς είχε μάθει πως η επίδειξη αδυναμίας την καθιστούσε αυτόματα θύμα στα μάτια των γύρω, ως ένα όν διαθέσιμο προς εκμετάλλευση. Ήξερε καλά πως αυτό το τοίχος που ύψωνε γύρω της δεν ήταν φυσιολογικό, μα δεν ήταν και τελείως αδικαιολόγητο. Ήταν το αποτέλεσμα των αλλεπαλλήλων μετακινήσεων και της εναλλαγής τοπίων και προσώπων στη ζωή της. Η λέξη «συνήθεια» δεν υπήρχε στο λεξιλόγιο της Στεφανίας, ήταν επικίνδυνη και επώδυνη. Δεν είχε ποτέ της την πολυτέλεια να χαλαρώσει αρκετά, ώστε να εμπιστευτεί τους γύρω. Τη μόνη συνήθεια που επέτρεπε στον εαυτό της ήταν οι -σποραδικές πλέον- συζητήσεις της με τον Έντι.
«Που είσαι όταν σε χρειάζομαι;» Αναρωτήθηκε χαμηλόφωνα και άρπαξε τη τσάντα της, την άνοιξε και άρχισε να ψαχουλεύει με γρήγορες κινήσεις εντός της. Τα δάχτυλά της τυλίχθηκαν γύρω από ένα τσαλακωμένο κομμάτι χαρτί. Το τράβηξε βιαστικά και το ξεδίπλωσε με τόσο άτσαλο τρόπο, που άθελα της το έκοψε στα δύο. Έφερε τα δύο κομμάτια μπροστά στο πρόσωπο της και τα ένωσε βρίζοντας την τύχη της. Πάνω τους φιγούραρε ένας δεκαψήφιος αριθμός και από κάτω ήταν γραμμένο με μεγάλα καλλιγραφικά γράμματα το όνομα του Έντι. Της είχε δώσει το νούμερο του νέου του κινητού τηλεφώνου πριν ένα περίπου μήνα, όταν συναντήθηκαν για να την αποχαιρετίσει. Είχε επιτέλους βρει τη δουλειά που του ταίριαζε, ως οδηγός σε μια από τις μεγαλύτερες μεταφορικές εταιρείες της χώρας και έδειχνε ευτυχισμένος που επιτέλους θα του δινόταν η ευκαιρία να ταξιδέψει σε μέρη που από μόνος του δεν θα μπορούσε ποτέ να επισκεφτεί.
Έμεινε να κοιτά το χαρτί που κρατούσε αναποφάσιστη. Θα έπρεπε να περπατήσει πέντε γωνίες μακριά από την πολυκατοικία στην οποία διέμενε, για να βρει έναν αρκετά ήσυχο και ασφαλή τηλεφωνικό θάλαμο, ώστε να του τηλεφωνήσει. Και να το αποφάσιζε όμως να πάει μέχρι εκεί, δεν ήξερε τι ακριβώς θα του έλεγε, όταν θα σήκωνε το ακουστικό. Οι πληροφορίες που είχε καταφέρει να συγκρατήσει σχετικά με τον πατέρα της ήταν επιγραμματικές και συγκεχυμένες.

Το μυαλό της γύρισε πίσω στο χρόνο. Τότε που στα δεκαπέντε της επιχείρησε για πρώτη φορά να βρει τις ρίζές της. Η ιδέα δεν ήταν καν δικιά της! Ο Έντι επέμενε πως ήταν ώρα να μάθει την αλήθεια. Αυτός έψαξε όλα τα αρχεία, χωρίς καν να του το ζητήσει. Η ίδια δεν έβλεπε γιατί θα έπρεπε να μάθει το λόγο που οι γονείς της αποφάσισαν να την ξεφορτωθούν μόλις γεννήθηκε. Δεν μπορούσε με τίποτα να δικαιολογήσει τις πράξεις τους, όποια και να ήταν η αιτία. Τι κακό μπορεί να έχει κάνει ένα βρέφος για να αξίζει τέτοια τύχη; Όχι! δεν υπήρχε καμία δικαιολογία αρκετά σοβαρή στο μυαλό της, για να μπορέσει να τους συγχωρήσει. Έτσι πίστευε, τουλάχιστον μέχρι τη μέρα που ο Έντι της είπε όσα κατάφερε να μάθει.
Η μητέρα της είχε χάσει τη ζωή της, προσπαθώντας να την φέρει στον κόσμο. Στο άκουσμα της αλήθειας, η Στεφανία έριξε αυτόματα στον εαυτό της την ευθηνή για το χαμό της. Ο Έντι επέμενε πως δε θα έπρεπε να ρίχνει τα βάρη επάνω της για κάτι που κανείς δεν θα μπορούσε να ορίσει ή να αποτρέψει. Αλλά πώς αλήθεια θα μπορούσε να ερμηνευτεί αλλιώς αυτό που συνέβη στη μητέρα της; Όσο και να προσπάθησε να την μεταπείσει, η Στεφανία δεν συνήλθε ποτέ μετά από αυτό. Την έτρωγαν οι ενοχές που τόσα χρόνια το μόνο συναίσθημα που ένιωθε γι’ αυτή τη γυναίκα ήταν θυμός και αηδία. Έψαξε να βρει τον τάφο της, μα κανείς δεν ήξερε που είχε ταφεί. Κάποιοι είπαν πως το άψυχο κορμί της εξαφανίστηκε το ίδιο κιόλας βράδυ. Ότι και να είχε συμβεί, μία ήταν η ουσία: για 15 ολόκληρα χρόνια κρατούσε κακία σε έναν άνθρωπο που έδωσε τη ζωή του για να την φέρει στο κόσμο. Ο πόνος του λάθους της δεν έπαψε ποτέ να την βασανίζει.

Ο πατέρας της όμως της ήταν μια άλλη υπόθεση. Η ίδια δεν κατάφερε ποτέ να μάθει το παραμικρό για αυτόν τον άνθρωπο. Λες και δεν υπήρξε ποτέ. Τότε είχε σκεφτεί πως αυτός ο άντρας σίγουρα επιδίωκε να παραμείνει στην αφάνεια και από εκείνη τη στιγμή και μετά απλά έπαψε να τον αναζητά. Έως και σήμερα το μεσημέρι τουλάχιστον, το κεφάλαιο «πατέρας» είχε κλείσει για την ίδια. Πάνω που είχε αποφασίσει να ξεχάσει τα πάντα, να δημιουργήσει τους δικούς της ορισμούς για την ταυτότητα της, οι απαντήσεις σε δεκάδες ερωτήματα που βόλταραν μέσα στο μυαλό της έπεσαν αναπάντεχα μπροστά της, και μάλιστα από την πιο αναπάντεχη πηγή, τον Κάϊλ Γούντ.


Η Στεφανία ακούμπησε τους αγκώνες στα γόνατα της και στήριξε το κεφάλι της ανάμεσα στα χέρια της. Η αφωνία και το σάστισμά της στα όσα της εξιστόρησε ο Γούντ την ενοχλούσαν ακόμη. Σύμφωνα με το όσα έμαθε σήμερα, ο πατέρας της, όπως και ο ίδιος ο Γούντ, προερχόταν από κάποια μακρινή ευρωπαϊκή φυλή, οι ρίζες της οποίας χανόταν στο χρόνο. Για τους ανθρώπους της φυλής του ήταν σημαίνον πρόσωπο, με μεγάλη δύναμη και εξουσία. Όταν γνώρισε και ερωτεύτηκε τη μητέρα της απαρνήθηκε τα πάντα για να την ακολουθήσει. Τα ίχνη του χάθηκαν ένα χρόνο μετά τη γέννηση της Στεφανίας, που σύμφωνα με την άποψη του Γούντ, σήμαινε πως ήταν πλέον νεκρός. Τα νέα θα έπρεπε να την στεναχωρήσουν, μα δεν μπορούσε να πει πως ένιωσε κάτι τέτοιο στο άκουσμα τους. Τα πάντα μέσα της παρέμειναν παγωμένα και σιωπηλά. Το άδοξο τέλος του δεν έφτανε για να καλύψει μέσα της το κενό της απουσία του. Για εκείνη δεν υπήρξε ποτέ και ας την έτρωγε τώρα η περιέργεια να μάθει κι άλλα πράγματα για εκείνον.
Σηκώθηκε με φόρα απ' το κρεβάτι και άρχισε να βηματίζει νευρικά μέσα στο δωμάτιο της. Έπεφτε από τοίχο σε τοίχο με κάθε της βήμα και ο χώρος γύρω της έμοιαζε να μικραίνει σε κάθε στροφή του κορμιού της. Ο πανικός της κλειστοφοβίας άρχισε να την κυριεύει. Άρπαξε το παλτό της, άνοιξε την πόρτα και χάθηκε στο σκοτάδι. Ήταν καιρός να επισκεφτεί το αγαπημένο της μέρος: το πάρκο λίγα τετράγωνα από το σπίτι της.