Romance and Urban Fantasy Lit

  • Kelley Armstrong, J.R.Ward, Charlaine Harris, L.J. Smith, Kresley Cole, Gena Showalter

What is this place?

Έχω αλλάξει πολλές γνώμες για αυτό το χώρο και όχι άδικα. Η συγγραφή είναι δύσκολη και επίπονη δουλειά, απαιτεί πολύ γράψε-σβήσε…Η ιστορία που ξεκίνησα πριν κάποιους μήνες παίρνει λοιπόν καινούργια μορφή, επιδιώκει να γίνει καλύτερη –αλλά όχι τέλεια- οπότε τα σχόλια σας δεν θα είναι μόνο χρήσιμα, αλλά και απαραίτητα.

Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

Κεφάλαιο 6ο ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Η Στεφανία μπήκε στο μικροσκοπικό δωμάτιο που νοίκιαζε τα τελευταία 5 χρόνια και έκλεισε με φόρα την πόρτα πίσω της. Τα πόδια της ακινητοποιήθηκαν πάνω στο φθαρμένο πολύχρωμο χαλί που είχε στρώσει μπροστά από το κρεβάτι της. Κοίταξε ανήσυχα γύρω της. Τα πάντα ήταν όπως τα είχε αφήσει. Το κρεβάτι της άστρωτο και πάνω του ένας σωρός από ρούχα. Οι κουρτίνες ορθάνοιχτες για να μπαίνει το λιγοστό φως της μέρας. Το παράθυρο είχε θέα τον τοίχο της διπλανής πολυκατοικίας. Αυτή η εικόνα την βασάνιζε πάντα. Είχε ανάγκη το φως της μέρας για να μη χάνει τα λογικά της. Στο γραφείο της υπήρχαν ακόμη διάσπαρτα τα χαρτιά των απαντήσεων σε κάθε βιογραφικό που είχε στείλει αυτό το μήνα, καθώς και ένας σωρός από εφημερίδες, που έφτανε μέχρι τη μικρή ραφιέρα που κρεμόταν πάνω από το γραφείο της. Τα πάντα ήταν στη θέση τους και όμως της φαίνονταν αλλαγμένα. Πέταξε τη τσάντα της στο πάτωμα, παραμέρισε το σωρό από τα ρούχα και κάθισε εξουθενωμένη στο κρεβάτι. Το μυαλό της είχε μουδιάσει και μαζί του είχε μουδιάσει και η ψυχή της. Πάνω που πίστευε πως αυτή η μέρα δεν θα μπορούσε να είναι πιο παράξενη, οι πληροφορίες που της έδωσε ο Κάϊλ Γουντ την έκαναν να χάσει όχι μόνον τη φωνή της, αλλά και την ισορροπία της.
Στο άκουσμα και μόνον πως κάποιος γνωρίζει τους γονείς της, σωριάστηκε στο καναπέ, σαν παραγεμισμένο σακί που κάποιος το άδειασε απότομα. Εκείνη τη στιγμή ήταν τυχερή που ο καναπές ήταν σχεδόν δίπλα της, και έτσι γλύτωσε από τη ντροπή που θα ένιωθε αν είχε σωριαστεί στο πάτωμα, όμως τώρα που το ξανασκεφτόταν κάπως πιο ψύχραιμα, η ντροπή φούντωνε ετεροχρονισμένα μέσα της. Η Στεφανία δεν έδειχνε σε κανέναν τις αδυναμίες της, δεν έκλαιγε δημοσίως και δεν συζητούσε με κανέναν το παρελθόν της. Όχι, δεν το έκανε για να το παίξει δυνατή, απλώς είχε μάθει πως η επίδειξη αδυναμίας την καθιστούσε αυτόματα θύμα στα μάτια των γύρω, ως ένα όν διαθέσιμο προς εκμετάλλευση. Ήξερε καλά πως αυτό το τοίχος που ύψωνε γύρω της δεν ήταν φυσιολογικό, μα δεν ήταν και τελείως αδικαιολόγητο. Ήταν το αποτέλεσμα των αλλεπαλλήλων μετακινήσεων και της εναλλαγής τοπίων και προσώπων στη ζωή της. Η λέξη «συνήθεια» δεν υπήρχε στο λεξιλόγιο της Στεφανίας, ήταν επικίνδυνη και επώδυνη. Δεν είχε ποτέ της την πολυτέλεια να χαλαρώσει αρκετά, ώστε να εμπιστευτεί τους γύρω. Τη μόνη συνήθεια που επέτρεπε στον εαυτό της ήταν οι -σποραδικές πλέον- συζητήσεις της με τον Έντι.
«Που είσαι όταν σε χρειάζομαι;» Αναρωτήθηκε χαμηλόφωνα και άρπαξε τη τσάντα της, την άνοιξε και άρχισε να ψαχουλεύει με γρήγορες κινήσεις εντός της. Τα δάχτυλά της τυλίχθηκαν γύρω από ένα τσαλακωμένο κομμάτι χαρτί. Το τράβηξε βιαστικά και το ξεδίπλωσε με τόσο άτσαλο τρόπο, που άθελα της το έκοψε στα δύο. Έφερε τα δύο κομμάτια μπροστά στο πρόσωπο της και τα ένωσε βρίζοντας την τύχη της. Πάνω τους φιγούραρε ένας δεκαψήφιος αριθμός και από κάτω ήταν γραμμένο με μεγάλα καλλιγραφικά γράμματα το όνομα του Έντι. Της είχε δώσει το νούμερο του νέου του κινητού τηλεφώνου πριν ένα περίπου μήνα, όταν συναντήθηκαν για να την αποχαιρετίσει. Είχε επιτέλους βρει τη δουλειά που του ταίριαζε, ως οδηγός σε μια από τις μεγαλύτερες μεταφορικές εταιρείες της χώρας και έδειχνε ευτυχισμένος που επιτέλους θα του δινόταν η ευκαιρία να ταξιδέψει σε μέρη που από μόνος του δεν θα μπορούσε ποτέ να επισκεφτεί.
Έμεινε να κοιτά το χαρτί που κρατούσε αναποφάσιστη. Θα έπρεπε να περπατήσει πέντε γωνίες μακριά από την πολυκατοικία στην οποία διέμενε, για να βρει έναν αρκετά ήσυχο και ασφαλή τηλεφωνικό θάλαμο, ώστε να του τηλεφωνήσει. Και να το αποφάσιζε όμως να πάει μέχρι εκεί, δεν ήξερε τι ακριβώς θα του έλεγε, όταν θα σήκωνε το ακουστικό. Οι πληροφορίες που είχε καταφέρει να συγκρατήσει σχετικά με τον πατέρα της ήταν επιγραμματικές και συγκεχυμένες.

Το μυαλό της γύρισε πίσω στο χρόνο. Τότε που στα δεκαπέντε της επιχείρησε για πρώτη φορά να βρει τις ρίζές της. Η ιδέα δεν ήταν καν δικιά της! Ο Έντι επέμενε πως ήταν ώρα να μάθει την αλήθεια. Αυτός έψαξε όλα τα αρχεία, χωρίς καν να του το ζητήσει. Η ίδια δεν έβλεπε γιατί θα έπρεπε να μάθει το λόγο που οι γονείς της αποφάσισαν να την ξεφορτωθούν μόλις γεννήθηκε. Δεν μπορούσε με τίποτα να δικαιολογήσει τις πράξεις τους, όποια και να ήταν η αιτία. Τι κακό μπορεί να έχει κάνει ένα βρέφος για να αξίζει τέτοια τύχη; Όχι! δεν υπήρχε καμία δικαιολογία αρκετά σοβαρή στο μυαλό της, για να μπορέσει να τους συγχωρήσει. Έτσι πίστευε, τουλάχιστον μέχρι τη μέρα που ο Έντι της είπε όσα κατάφερε να μάθει.
Η μητέρα της είχε χάσει τη ζωή της, προσπαθώντας να την φέρει στον κόσμο. Στο άκουσμα της αλήθειας, η Στεφανία έριξε αυτόματα στον εαυτό της την ευθηνή για το χαμό της. Ο Έντι επέμενε πως δε θα έπρεπε να ρίχνει τα βάρη επάνω της για κάτι που κανείς δεν θα μπορούσε να ορίσει ή να αποτρέψει. Αλλά πώς αλήθεια θα μπορούσε να ερμηνευτεί αλλιώς αυτό που συνέβη στη μητέρα της; Όσο και να προσπάθησε να την μεταπείσει, η Στεφανία δεν συνήλθε ποτέ μετά από αυτό. Την έτρωγαν οι ενοχές που τόσα χρόνια το μόνο συναίσθημα που ένιωθε γι’ αυτή τη γυναίκα ήταν θυμός και αηδία. Έψαξε να βρει τον τάφο της, μα κανείς δεν ήξερε που είχε ταφεί. Κάποιοι είπαν πως το άψυχο κορμί της εξαφανίστηκε το ίδιο κιόλας βράδυ. Ότι και να είχε συμβεί, μία ήταν η ουσία: για 15 ολόκληρα χρόνια κρατούσε κακία σε έναν άνθρωπο που έδωσε τη ζωή του για να την φέρει στο κόσμο. Ο πόνος του λάθους της δεν έπαψε ποτέ να την βασανίζει.

Ο πατέρας της όμως της ήταν μια άλλη υπόθεση. Η ίδια δεν κατάφερε ποτέ να μάθει το παραμικρό για αυτόν τον άνθρωπο. Λες και δεν υπήρξε ποτέ. Τότε είχε σκεφτεί πως αυτός ο άντρας σίγουρα επιδίωκε να παραμείνει στην αφάνεια και από εκείνη τη στιγμή και μετά απλά έπαψε να τον αναζητά. Έως και σήμερα το μεσημέρι τουλάχιστον, το κεφάλαιο «πατέρας» είχε κλείσει για την ίδια. Πάνω που είχε αποφασίσει να ξεχάσει τα πάντα, να δημιουργήσει τους δικούς της ορισμούς για την ταυτότητα της, οι απαντήσεις σε δεκάδες ερωτήματα που βόλταραν μέσα στο μυαλό της έπεσαν αναπάντεχα μπροστά της, και μάλιστα από την πιο αναπάντεχη πηγή, τον Κάϊλ Γούντ.


Η Στεφανία ακούμπησε τους αγκώνες στα γόνατα της και στήριξε το κεφάλι της ανάμεσα στα χέρια της. Η αφωνία και το σάστισμά της στα όσα της εξιστόρησε ο Γούντ την ενοχλούσαν ακόμη. Σύμφωνα με το όσα έμαθε σήμερα, ο πατέρας της, όπως και ο ίδιος ο Γούντ, προερχόταν από κάποια μακρινή ευρωπαϊκή φυλή, οι ρίζες της οποίας χανόταν στο χρόνο. Για τους ανθρώπους της φυλής του ήταν σημαίνον πρόσωπο, με μεγάλη δύναμη και εξουσία. Όταν γνώρισε και ερωτεύτηκε τη μητέρα της απαρνήθηκε τα πάντα για να την ακολουθήσει. Τα ίχνη του χάθηκαν ένα χρόνο μετά τη γέννηση της Στεφανίας, που σύμφωνα με την άποψη του Γούντ, σήμαινε πως ήταν πλέον νεκρός. Τα νέα θα έπρεπε να την στεναχωρήσουν, μα δεν μπορούσε να πει πως ένιωσε κάτι τέτοιο στο άκουσμα τους. Τα πάντα μέσα της παρέμειναν παγωμένα και σιωπηλά. Το άδοξο τέλος του δεν έφτανε για να καλύψει μέσα της το κενό της απουσία του. Για εκείνη δεν υπήρξε ποτέ και ας την έτρωγε τώρα η περιέργεια να μάθει κι άλλα πράγματα για εκείνον.
Σηκώθηκε με φόρα απ' το κρεβάτι και άρχισε να βηματίζει νευρικά μέσα στο δωμάτιο της. Έπεφτε από τοίχο σε τοίχο με κάθε της βήμα και ο χώρος γύρω της έμοιαζε να μικραίνει σε κάθε στροφή του κορμιού της. Ο πανικός της κλειστοφοβίας άρχισε να την κυριεύει. Άρπαξε το παλτό της, άνοιξε την πόρτα και χάθηκε στο σκοτάδι. Ήταν καιρός να επισκεφτεί το αγαπημένο της μέρος: το πάρκο λίγα τετράγωνα από το σπίτι της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: