Romance and Urban Fantasy Lit

  • Kelley Armstrong, J.R.Ward, Charlaine Harris, L.J. Smith, Kresley Cole, Gena Showalter

What is this place?

Έχω αλλάξει πολλές γνώμες για αυτό το χώρο και όχι άδικα. Η συγγραφή είναι δύσκολη και επίπονη δουλειά, απαιτεί πολύ γράψε-σβήσε…Η ιστορία που ξεκίνησα πριν κάποιους μήνες παίρνει λοιπόν καινούργια μορφή, επιδιώκει να γίνει καλύτερη –αλλά όχι τέλεια- οπότε τα σχόλια σας δεν θα είναι μόνο χρήσιμα, αλλά και απαραίτητα.

Πέμπτη 15 Ιουλίου 2010

Κεφάλαιο 8ο Η Συνάντηση ( η συνέχεια)

Για ακόμη μια φορά δεν χρειάστηκε να δώσει καμία δικαιολογία για την αργοπορία της. Η ρεσεψιονίστ την οδήγησε πρόθημα ως το γραφείο του διευθυντή και της άνοιξε χαμογελαστά την πόρτα για να περάσει. Τα χρώματα και τα σχήματα του γραφείου έμοιαζαν σήμερα πιο μουντά και σκοτεινά, καθώς ο ήλιος έπαιζε κρυφτό πίσω από τα βαριά, μολυβένια σύννεφα, που είχαν αρχίσει να γεμίζουν τον πρωινό ουρανό. Τα πάντα έδειχναν να χάνουν σιγά-σιγά τη λάμψη τους, πέρα από τον μαυροντυμένο άντρα της χθεσινής μέρας, που την περίμενε όρθιος μπροστά στο γραφείο του.
«Κύριε Γούντ, καλημέρα και συγνώμη για την αργοπορία μου και σήμερα. Σας ευχαριστώ που με δεχτήκατε, παρά το γεμάτο πρόγραμμα σας», είπε η Στεφανία και τέντωσε αποφασιστικά το χέρι της για τη χειραψία, αποφεύγοντας να τον κοιτάξει στα μάτια. Μετά από την προηγούμενη συνάντηση τους, όπου σωριάστηκε ανήμπορη στο μαύρο, δερμάτινο καναπέ του, το όξινο συναίσθημα της ντροπής και του θυμού για τον ίδιο της τον εαυτό, σιγόκαιγε ακόμη στο στήθος της. Σήμερα όμως δεν σκόπευε να αφήσει καμιά ματιά, κανένα ανθρώπινο βλέμμα να φτάσει τόσο βαθιά μέσα της και να κάμψει τις άμυνες της.
Ο μαυροντυμένος άντρας την πλησίασε, χαμογελώντας ζεστά, και της έδωσε το χέρι του. «Το όνομα μου είναι Κάϊλ», της είπε και η ανεπισημότητα και απλότητα του ύφους του την εξέπληξε ευχάριστά. «Αν δεν σε πειράζει, θα προτιμούσα να με φωνάζεις με το μικρό μου όνομα, δεν υπάρχει λόγος για επισημότητες. Άλλωστε, κατά μία έννοια, σε θεωρώ κάτι σαν… κόρη μου», συμπλήρωσε και την κοίταξε ήρεμα στα μάτια, περιμένοντας να δει την αντίδρασή της. Η Στεφανία γέλασε αυθόρμητα. Η ιδέα πως θα μπορούσε να είναι κόρη ενός τόσο μικρού σε ηλικία άντρα της φαινόταν αστεία.
«Δεν εννοούσα βιολογική κόρη μου Στεφανία», της είπε πριν προλάβει να του απαντήσει και χαμογέλασε και αυτός με την σειρά του.
«Συγνώμη για την αντίδραση μου, απλά…», προσπάθησε να δικαιολογηθεί εκείνη.
«Μην ανησυχείς, καταλαβαίνω ότι στα μάτια σου φαντάζω μερικά χρόνια μεγαλύτερος σου, μα καμιά φορά τα φαινόμενα απατούν», της είπε σηκώνοντας όλο νόημα το ένα του φρύδι.
Η Στεφανία τον κοίταξε σιωπηλή και σκέφτηκε για ένα δευτερόλεπτο πως θα ήταν να έχει έναν πατέρα σαν τον Κάϊλ. Σίγουρα η ζωή της θα ήταν πολύ διαφορετική. Γεμάτη προνόμια για τα οποία δεν θα χρειαζόταν να παλέψει με νύχια και με δόντια για να αποκτήσει και να κρατήσει. Θα είχε την ευκαιρία να φοιτήσει στα καλύτερα σχολεία, να πάει ταξίδια σε όλο τον κόσμο και σίγουρα να δει όλα τα δάση του πλανήτη, που τόσο αγαπούσε. Αλλά και τίποτα από όλα αυτά να μην της προσέφερε ο Κάϊλ σαν πατέρας, δεν θα την πείραζε καθόλου να κληρονομήσει έστω το ένα τρίτο από τα γονίδια του. Είχε το αγέρωχο πρόσωπο του καλού ηγέτη και το βλέμμα του μαρτυρούσε πως πίσω από όλα αυτά υπήρχε ένα εύστροφο και εφευρετικό μυαλό. Μερικοί άνθρωποι είναι απλά ευλογημένοι σκέφτηκε και αναστέναξε αποκαρδιωμένη.
«Πες μου τι σκέφτεσαι;» τη ρώτησε γεμάτος ενδιαφέρον ο Κάϊλ, σπάζοντας έτσι τη σιωπή που είχε αρχίσει να απλώνεται μεταξύ τους.
«Θέλω να δω το πρόσωπο του πατέρα μου. Θέλω να δω αν του μοιάζω», ξεστόμισε εκείνη, δίχως καν να το σκεφτεί.
Ο Κάϊλ δεν πρόλαβε να κρύψει την έκπληξη του σε αυτό το απρόσμενο αίτημα της. «Η αλήθεια είναι πως δεν έχω κάποια φωτογραφία του μαζί μου», είπε κοιτώντας αμήχανα τα χαρτιά που είχε πάνω στο γραφείο του, «δεν είχα φανταστεί…δεν σκέφτηκα πως θα ζητούσες να δεις το πρόσωπο του.. αλλά είναι λογικό να έχεις τέτοιες απορίες», μονολογούσε καθώς σήκωνε μηχανικά κάθε χαρτί που έβλεπε μπροστά του.
«Δεν πειράζει, δεν πειράζει πραγματικά», είπε βιαστικά η Στεφανία, προσπαθώντας να τον βγάλει από τη δύσκολη θέση, καθώς εκείνος συνέχισε το ψάξιμο. «Ίσως…ίσως θα μπορούσες εσύ να μου τον περιγράψεις», του είπε τελικά χαμηλώνοντας κι’ άλλο τον τόνο της φωνής της. Η ανάγκη της να μάθει όσο πιο πολλά πράγματα μπορούσε γι’ αυτόν τον άνθρωπο μεγάλωνε κάθε λεπτό της ώρας που περνούσε και ράγιζε σιγά-σιγά τη γυαλιστερή πανοπλία της δήθεν αδιαφορίας που φορούσε με περηφάνια χρόνια τώρα.
Ο Κάϊλ γύρισε αργά το κεφάλι του προς το μέρος της και την κοίταξε. Το βλέμμα του, αν και ήταν γεμάτο συμπάθεια και κατανόηση, την έκανε να αισθανθεί ακόμη πιο άβολα. Πάνω που πίστευε πως είχε αποτινάξει για πάντα από πάνω της το εμφανές στίγμα της ορφάνιας, το βλέμμα του την έκανε να νιώσει διάφανη, μισή, σαν να της λείπουν κομμάτια της ζωής της.
«Ο πατέρας σου ήταν από τα πιο αγαπητά μέλη της μικρής μας ομάδας. Βλέπεις, δεν υπάρχουν πια πολλοί σαν εμάς, μέλη της φυλής μας εννοώ» είπε και την κοίταξε διστακτικά στα μάτια, σαν να προσπαθούσε να διαβάσει μέσα τους τις σκέψεις της για όσα άκουγε. Η Στεφανία δεν μίλησε, μόνο συνέχισε να τον κοιτάει σιωπηλή, κρύβοντας όσο πιο καλά μπορούσε την ανυπομονησία της, την ανάγκη της να ακούσει, να μάθει τα πάντα. Ο Κάϊλ συνέχισε να μιλά, με περισσότερη άνεση αυτή τη φορά. «Κάθε ομάδα χρειάζεται έναν αρχηγό και ο πατέρας σου ήταν ο αρχηγός της δικής μας ομάδας, όχι μόνο λόγο της φυσικής του δύναμης, αλλά και λόγο του μυαλού του. Είχε ικανότητες που δεν συναντάς κάθε μέρα. Ήταν σκληρός, μα δίκαιος. Αγαπούσε την τάξη και την πειθαρχία, αξίες σημαντικές για όλους μας, μα συγχωρούσε εύκολα τον συναισθηματισμό και τα πάθη των δικών του ανθρώπων. Κάποιοι αυτό το έβλεπαν ως το μεγαλύτερο μειονέκτημα του, άλλοι πάλι πιστεύουν ακόμη και σήμερα πως ήταν η αιτία της καταστροφής του. Προσωπικά πιστεύω πως κανείς μας δεν μπόρεσε να καταλάβει ακριβώς τον τρόπο με τον οποίο δούλευε το μυαλό του. Ήταν απλά πολύ διαφορετικό απ' όσα είχαμε συνηθίσει».
«Ποιο ήταν το όνομα του;». Μόνον αυτό σκέφτηκε να ρωτήσει μετά από όσα άκουσε.
«Άλες». Η γνώριμη στα αυτιά της φωνή ακούστηκε από πίσω της και η Στεφανία γύρισε ξαφνιασμένη προς την πόρτα. Ο Άρβιν μόλις είχε μπει στο δωμάτιο.
Καμία μάσκα δεν θα μπορούσε να κρύψει την έκπληξη και την απορία από το πρόσωπο της. Το τελευταίο άτομο που περίμενε να δει εκεί μέσα, μόλις είχε μπει στο δωμάτιο και αυτό ήταν το λιγότερο. Ο Άρβιν ήξερε το όνομα του πατέρα της.. Αυτό σήμαινε πως ήξερε πιο πολλά για την ίδια απ' ότι η ίδια για τον εαυτό της. Η ιδέα και μόνο την εξόργισε, καθώς στο μυαλό της ήρθαν οι επίμονες ερωτήσεις του όταν την πρωτοσυνάντησε και η εκνευριστική αίσθηση οικειότητας που την πλημμύριζε κάθε που τον συναντούσε. Αυτό όμως που πραγματικά την ωθούσε στα άκρα αυτή τη στιγμή ήταν η σοβαρή, τυπική του έκφραση, καθώς την κοιτούσε στα μάτια. Το βλέμμα του ήταν άδειο από οποιαδήποτε συναίσθημα. Καμία αντίδραση! Λες και την έβλεπε για πρώτη φορά στη ζωή του. Λες και, αν δεν στεκόταν τώρα απέναντι του, μπορεί και να μην την έβλεπε καθόλου.
Η άβολη σιωπή έσπασε για ακόμη μια φορά με τη σωτήρια παρέμβαση του Κάϊλ. «Στεφανία αυτός είναι ο Άρβιν, πολύτιμο μέλος της ομάδας μου και έμπιστος μου φίλος εδώ και πολλά χρόνια. Είναι σήμερα εδώ για να σε βοηθήσει σε οτιδήποτε χρειαστείς σχετικά με την καταγωγή σου», είπε όσο πιο ανάλαφρα μπορούσε, για να εκτονώσει την εμφανή δυσαρέσκεια που εξέπεμπε το πρόσωπο της για τον άντρα που στεκόταν απέναντι της.
«Να με βοηθήσει; Δεν πιστεύω πως θα χρειαστώ την βοήθεια του. Ότι απορίες μπορεί να έχω θα προτιμούσα να τις συζητήσω μαζί σου», του απάντησε εκείνη, χωρίς να ξεκολλά λεπτό το θυμωμένο της βλέμμα από τον Άρβιν. Καμία αντίδραση, συλλογίστηκε και πάλι. Ο Άρβιν συνέχισε να την κοιτάζει, το πρόσωπο του όμοιο με αυτό ενός αγάλματος.
«Στεφανία, υπάρχουν πράγματα για τον πατέρα σου που τα γνωρίζει καλύτερα ο Άρβιν. Θα ήταν καλύτερο να τα συζητήσεις μαζί του, πίστεψε με» της είπε όσο πιο κατευναστικά μπορούσε ο Κάϊλ, καθώς το βλέμμα του μετακινήθηκε στο πρόσωπο του Άρβιν και έγινε πλέον επίμονο και αυστηρό, σαν να τον προέτρεπε να μιλήσει. Το βλέμμα του Άρβιν συναντήθηκε φευγαλέα με αυτό του Κάϊλ, μα τα χείλη του δεν μετακινήθηκαν.
Βλέποντας την επίμονη σιωπή του, η Στεφανία άρπαξε την τσάντα της, τον αγνόησε περνώντας ξυστά δίπλα του και περπάτησε αποφασιστικά προς την πόρτα του γραφείου. Στο διάολο να πάει σκέφτηκε εκνευρισμένη και άπλωσε το χέρι της προς το χερούλι. Ο Κάϊλ γύρισε το πυρωμένο πλέον βλέμμα του προς τον Άρβιν. Το χαμόγελο της ικανοποίησης που είχε αρχίσει τώρα να σχηματίζεται στις άκρες των χειλιών του, τον έκανε να γρυλίσει απειλητικά.
«Υποσχέθηκες να βοηθήσεις» σιγομουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο Κάϊλ, αφήνοντας το θυμό του να ξεχειλίσει.
«Όχι πριν μου πεις όλη την αλήθεια» του ανταπάντησε ο Άρβιν, το ίδιο χαμηλόφωνα και αποφασιστικά.
«Στεφανία, σε παρακαλώ μη φεύγεις», φώναξε τελικά πίσω της ο Κάϊλ, μα η Στεφανία αποφάσισε να τον αγνοήσει και έσπρωξε νευριασμένα το χερούλι της πόρτας. «Υπάρχει λόγος που λιποθύμησες χθες στην πλατφόρμα του μετρό, Στεφανία. Το σώμα σου αλλάζει, το νιώθεις ήδη», της φώναξε με περισσότερη δύναμη ο Κάϊλ και τα πόδια της κόλλησαν στο πάτωμα, πριν προλάβει να βγει. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, αυτό που μόλις άκουσε της φάνηκε απολύτως λογικό.

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Κεφάλαιο 8ο Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ


Η Στεφανία κοιτούσε νευρικά την είσοδο του κτιρίου που στέγαζε τα γραφεία της Οργάνωσης. Είχε αργήσει για το προκαθορισμένο της ραντεβού, αλλά όχι  γιατί δεν είχε φτάσει στην ώρα της. Στεκόταν έξω από το κτίριο, με το πλαστικό κυπελάκι του  καφέ να αχνίζει στο χέρι της, ανήμπορη να δρασκελίσει το κατώφλι του. Το κεφάλι της πονούσε, λες και χθες βράδυ κατανάλωσε μόνη της ένα μπουκάλι αλκοόλ μονορούφι. Το δε μυαλό της ήταν γεμάτο με αντικρουόμενα  συναισθήματα. Ήξερε πως αν έμπαινε στο κτίριο σήμαινε πως θα μάθαινε την αλήθεια για το παρελθόν της, όμως δεν ήταν διόλου σίγουρη ότι ήθελε να το κάνει. Είναι εύκολο να χτίζει κανείς μες το μυαλό του μια εικόνα για τους απόντες γονείς του, είναι σχεδόν αναπόφευκτο ενδόμυχα να τους δαιμονοποιεί και να τους κατηγορεί για τις κακές επιλογές τους, μα είναι άλλο πράγμα τα σενάρια που πλέκεις στο μυαλό σου να επιβεβαιώνονται και επίσημα. Τι θα γινόταν αν άκουγε ότι ο πατέρας της απλά ντρεπόταν γι' αυτήν; Θα άντεχε κι άλλη απόρριψη;
Με τα μάτια καρφωμένα στην είσοδο του κτιρίου, έφερε αργά το κυπελάκι του καφέ στα χείλη της και κατάπιε το περιεχόμενο του σε μια γουλιά. Το ρόφημα στάθηκε στο λαιμό της, τσουρούφλισε τα σωθικά της και έκανε τα μάτια της να ανοίξουν διάπλατα. Τέρμα τα ψέματα σιγομουρμούρισε και τσαλάκωσε με μια κίνηση το πλαστικό ποτηράκι μέσα στη χούφτα της. Είχε αρχίσει να αγανακτεί με τον ίδιο της τον εαυτό, με τη δειλία της, την άρνηση της να βάλει όλα τα δεδομένα στη σειρά και να δει κατάματα την αλήθεια τους. Πήρε μια βαθειά ανάσα, έκλεισε τα μάτια της και συγκεντρώθηκε σε μια προσπάθεια να μαντέψει αυτά που πιθανώς θα άκουγε σήμερα. Πίστευε ακράδαντα πως με τη βοήθεια της λογικής, ίσως να προετοίμαζε καλύτερα τον εαυτό της και για τα καλά και για τα άσχημα.
Ο Κάϊλ Γούντ της είπε χθες πως ο πατέρας της ήταν σημαντικό πρόσωπο στο κύκλο του. Απ' όσο γνώριζε η ίδια όμως, η μητέρα της ήταν μια απλή σερβιτόρα. Πώς βρέθηκαν αυτοί οι δύο; Είναι αλήθεια δυνατό ένας τόσο σημαντικός άντρας να ήθελε πραγματικά να μείνει μαζί της;
    Η Στεφανία, σε αυτή την σκέψη, άνοιξε τα μάτια της και χαμογέλασε ειρωνικά. Μπορεί να μην θεωρούσε τον εαυτό της ιδιαίτερα ευφυή, μα ήξερε καλά πως λειτουργεί ο κόσμος γύρω της. Δεν πίστευε στα αστικά παραμύθια με τους πρίγκιπες και τα άσπρα τους άλογα. Ίσως επειδή στη σύντομη ζωή της δεν γνώρισε ποτέ της κανέναν άντρα που να είχε τέτοια χαρακτηριστικά. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Αυτό πίστευε η Στεφανία. Η αγάπη μεταξύ των ανδρών και των γυναικών δεν είναι ποτέ ανιδιοτελής. Παρά την -κατά γενική ομολογία- κακή φήμη των γυναικών σε αυτό τον τομέα, η ίδια είχε δει πολλές ιδιοτελείς συμπεριφορές από τους άντρες γύρω της καθώς μεγάλωνε.
Στα είκοσι τρία της χρόνια είχε γνωρίσει αρκετούς ανάδοχους πατεράδες, οι οποίοι κορόιδευαν ή εκμεταλλεύονταν τις συζύγους τους για να κάνουν τη ζωή τους πιο εύκολη. Κάποιοι από αυτούς μάλιστα το είχαν κάνει τρόπο ζωής, υποχρεώνοντας τη σύζυγο τους να δουλεύει σε δύο και τρεις δουλειές για να συντηρήσει την οικογένεια. Και όλα αυτά στο όνομα της αγάπης, όσο σαθρή και πλαστή και αν ήταν αυτή. Οι πιο ευκατάστατοι είχαν άλλη νοοτροπία. Τα λεφτά τους έκλειναν το στόμα και φρέναραν τα παράπονα των συζύγων τους, ώστε οι ίδιοι να μπορούν να ζουν τη ζωή που ήθελαν, δίχως να χρειάζεται να λογοδοτούν γι’ αυτή. Τα πάντα μεταξύ ανδρών και γυναικών είναι ανταλλαγή και κάθε ανταλλαγή έχει πάντα κάποιον κερδισμένο και κάποιον χαμένο. Ναι, αυτό πίστευε η Στεφανία και γι' αυτό απέφευγε τους άντρες όλη της τη ζωή. Μέχρι και χθες το βραδύ.
Η εικόνα του Άρβιν ήρθε ακάλεστη και θρονιάστηκε στο ήδη μπερδεμένο της μυαλό. Τα μάγουλα της κοκκίνισαν. Όταν την βρήκε το ξημέρωμα στο κρεβάτι της, δεν θυμόταν πως είχε βρεθεί εκεί, ήταν σίγουρη όμως πως θυμόταν κάθε εικόνα, κάθε συναίσθημα από τη νύχτα που μόλις είχε φύγει. Ήταν πολλά τα ερωτήματα που στριφογύριζαν μέσα στο μυαλό της για τη ξαφνική παρουσία αυτού του άντρα τις τελευταίες είκοσι τέσσερις ώρες στη ζωή της, αλλά τα επισκίαζε όλα η έλξη και η ασυνήθιστη οικειότητα που αισθάνονταν κάθε φορά που τον συναντούσε. Μια οικειότητα που όμοια δεν είχε αισθανθεί στη ζωή της, σαν κάτι άυλο και ακαθόριστο να τους τραβά και να τους ενώνει, όπως τους αντίθετους πόλους ενός μαγνήτη.
Και όντως ήταν αντίθετοι, η Στεφανία δεν είχε καμιά αμφιβολία στο μυαλό της, ως προς αυτό τουλάχιστον. Η ίδια είχε για όπλο της πάντα τη λογική, την καχυποψία και την κατά μέτωπο επίθεση, ενώ ο άντρας του μετρό έδειχνε να αποφεύγει επιμελώς τις ερωτήσεις και τις συγκρούσεις, να αγαπά το σκοτάδι και να τρέφετε με το μυστήριο. Το βλέμμα της σκοτείνιασε, καθώς τα ερωτήματα που τόσο έντεχνα καταπίεζε στο πίσω μέρος του μυαλού της άρχισαν σιγά-σιγά να ανεβαίνουν στην επιφάνεια και να προκαλούν τη λογική της. Πως βρέθηκε ο Άρβιν στο πάρκο; Την παρακολουθούσε όλη μέρα; Τι ήθελε πραγματικά από εκείνη και το πιο σημαντικό απ’ όλα, πως βρέθηκε από το πάρκο, να κοιμάται ήρεμη στο κρεβάτι της;
Συνειδητοποίησε εκείνη τη στιγμή πως είτε είχε κενά μνήμης, είτε, ότι πίστευε πως ένιωσε και έζησε χθες βράδυ, ήταν απλά ένα όνειρο. Το πρόβλημα ήταν ότι η Στεφανία σπανίως ονειρευόταν, άρα πρέπει να ήταν όλα αληθινά. Αυτό συμβαίνει ή απλά οι ορμόνες σου κυρίευσαν το μυαλό σου σκέφτηκε και έβρισε χαμηλόφωνα τον εαυτό της. Το τελευταίο πράγμα που έψαχνε, στην ήδη πολύπλοκη ζωή της, ήταν η παρουσία ενός άντρα που με τη συμπεριφορά του όχι μόνο την έβγαζε έξω από τα νερά της, αλλά της δημιουργούσε και κενά μνήμης. Αυτό που την ενοχλούσε όμως πιο πολύ απ’ όλα  ήταν ότι δεν είχε την απαιτούμενη εμπειρία για να κατανοήσει έναν τέτοιο χαρακτήρα και να διακρίνει έγκαιρα τις προθέσεις του απέναντι της. 
    Ο εφιάλτης του γυμνασίου είχε ξαφνικά ξαναγυρίσει στη ζωή της. Τότε που άκουγε με δέος και φόβο τις ιστορίες και τις περιγραφές των σεξουαλικών περιπτύξεων των συμμαθητριών της με τους εκάστοτε δεσμούς τους, δίχως να μπορεί να συνεισφέρει στην κουβέντα. Αρκετά χρόνια μετά και ακόμη η συνεισφορά της σε τέτοιες κουβέντες είναι αξιοθρήνητη, έως και ανύπαρκτη. Κάτω από άλλες συνθήκες ίσως να αισθανόταν μειονεκτικά με την άγνοια της. Θα μπορούσε να την έβλεπε ως βάρος στην πλάτη της, ως αναπηρία. Αντιθέτως, η Στεφανία είχε βρει το τρόπο να την αναγάγει σε πλεονέκτημα. Σε αντίθεση με τις εκάστοτε φίλες της, η ίδια αισθανόταν άτρωτη χάρη στην απειρία της. Για την ακρίβεια αισθανόταν λιγότερο ευάλωτη στο χλευασμό, τα πικρόχολα σχόλια και βλέμματα των αντρών. Αυτή της την πεποίθηση την έκανε τρόπο ζωής, αντικρούοντας για χρόνια -πότε με μαεστρία και πότε με απίστευτη σκληρότητα- την  προσοχή των αντρών. Επίπλαστη ισορροπία του τρόμου, έτσι την ονόμαζε και έπειτα γελούσε με τον εαυτό της.
Η Στεφανία δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το πικρόχολο χαμόγελο που σχηματίστηκε στα χείλη της, όχι μόνο γιατί γνώριζε το πόσο ευάλωτη αισθάνθηκε χθες βράδυ, αλλά κυρίως επειδή δεν θα την πείραζε καθόλου να αισθανθεί ξανά και ξανά έτσι. Έχοντας πλέον έντονη την αίσθηση ότι κάτι έχει αρχίσει να αλλάζει μέσα της, άνοιξε αποφασιστικά την κεντρική είσοδο των γραφείων και προχώρησε στο εσωτερικό του ειδυλλιακού λόμπυ.

Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

Κεφάλαιο 7ο ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ


   Ό Άρβιν δεν μπορούσε να σταματήσει με τίποτα τον εκνευριστικό και άσκοπο βηματισμό του μέσα στο δωμάτιο. Οι κινήσεις του θύμιζαν άγριο ζώο, που μόλις το αιχμαλώτισαν και το φυλάκισαν σε κάποιο κλουβί. Η αδρεναλίνη του είχε χτυπήσει κόκκινο ώρες πριν.  Ένιωθε την ανάγκη να σκίσει το δέρμα του, να το πετάξει σαν χιλιοφορεμένο κουστούμι στην άκρη, μήπως και έτσι μπορέσει να ηρεμήσει και να συγκεντρωθεί. Διάολε! σκέφτηκε και έτριψε νευρικά το πρόσωπο του με την παλάμη του χεριού του. Δεν είχε καταφέρει να κλείσει μάτι. Περπάτησε όλη την πόλη, διανύοντας χιλιόμετρα σε ένα μόνο βράδυ, μήπως και κουραστεί αρκετά, ώστε να απομακρύνει τις σκέψεις που στροβίλιζαν στο μυαλό του.
   Το ξημέρωμα, αντί για τον οικισμό, τον βρήκε πάλι στο γραφείο του Κάϊλ. Σωριάστηκε εξαντλημένος στο μεγάλο καναπέ στη γωνία του δωματίου και άφησε τις εικόνες της νύχτας που μόλις πέρασε να πλημμυρίσουν και πάλι το μυαλό του. Μακάρι να μπορούσε να καταλάβει και να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά του. Δεν ήταν του χαρακτήρα του να παρεκτρέπεται έτσι με «άγνωστα είδη». Για την ακρίβεια, δεν ήταν του χαρακτήρα του να παρεκτρέπεται γενικώς. Η μόνη δικαιολογία που του έμοιαζε -έστω και στο ελάχιστο- λογική ήταν ότι η γυναίκα αυτή είχε καταφέρει να πληγώσει τον αντρικό του εγωισμό. Έπρεπε με κάθε τρόπο να της αποδείξει ποιος από τους δύο κάνει τελικά κουμάντο. Βέβαια, η επιτυχία του σχεδίου του να της επιβληθεί, δεν αποτελούσε και καμιά σπουδαία νίκη, μια και ο ίδιος ήξερε καλά πως η μάχη ήταν εξαρχής άνιση.
Η Στεφανία δεν διέθετε τη δικιά του ικανότητα να επηρεάζει τη διάθεση του ατόμου που στεκόταν απέναντι της και για την ώρα τουλάχιστον δεν έδειχνε να κατέχει τις απαραίτητες ικανότητες για να αμυνθεί. Ο Άρβιν θα μπορούσε να πείσει οποιαδήποτε θνητή να αδειάσει το μυαλό της από κάθε σκέψη και να του παραδοθεί, όμως στην περίπτωση της Στεφανίας διαισθάνθηκε πως το κολπάκι του δεν είχε την ίδια ισχύ. Η εμπειρία του είχε δείξει πως όταν ένας θνητός παύει να σκέφτεται, το σώμα του ακινητοποιείται και το βλέμμα του αδειάζει, μετατρέπετε σε ασάλευτο άγαλμα. Η Στεφανία όχι μόνον δεν ακινητοποιήθηκε, αλλά έδειχνε να συμμετάσχει ενεργά στην όλη διαδικασία. Ο Άρβιν δυσκολεύτηκε πολύ για να την κάνει να χάσει τις αισθήσεις της και να μπορέσει να τη μεταφέρει στο διαμέρισμα της, με την ελπίδα έτσι να αποφύγει οποιαδήποτε ερωτήματα πιθανώς θα του έθετε. Ναι, το σχέδιο του είχε πάει κατά διαόλου τελικά, ίσως επειδή δεν ήταν και το καλύτερο σχέδιο που θα μπορούσε να είχε καταστρώσει για να την τρομοκρατήσει.
     Τοποθέτησε όσο πιο αναπαυτικά μπορούσε το σώμα του στο καναπέ, έκλεισε τα μάτια του και έγειρε το κεφάλι του προς τα πίσω. Στο μυαλό του ήρθε ο εκκωφαντικός ήχος της καρδιά της, όταν ακούμπησε τα χείλη της. Στο άκουσμα του όλα τα ένστικτα του ξύπνησαν, έχασε κάθε αίσθηση του χρόνου, του τόπου. Ω! Διάολε! σκέφτηκε για ακόμη μια φορά και άνοιξε τα μάτια του. Ποιον κορόιδευε; Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά στο κεφάλι του. Από τη μία ήθελε να την υποτάξει και να κάνει χίλια κομμάτια τον υπέρμετρο εγωισμό της και από την άλλη ήθελε να ακουμπήσει τα χέρια του στο κορμί της, να κολλήσει επάνω στο δέρμα της, να βυθίσει τα δόντια του στο λαιμό της, να την ακινητοποιήσει, να... Ήρεμα, χαλάρωσε! είπε στον εαυτό του και πετάχτηκε σαν ελατήριο από τον καναπέ, καθώς το σώμα του άρχισε να τον προδίδει. Παύση, ψυχραιμία, δεν γίνονται αυτά. Ένα αίσθημα πανικού τσίμπησε το στομάχι του στη σκέψη και μόνο του τι θα μπορούσε να είχε συμβεί χθες το βράδυ. Άσχετα από την υποτιθέμενη καταγωγή της, η Στεφανία ήταν ακόμη θνητή και οι θνητοί δεν φημίζονται για τις αντοχές τους. Τα κόκαλα τους γίνονται θρύψαλά στο πρώτο άγγιγμα και τα σώματα τους ματώνουν στο πρώτο δάγκωμα. Τραγωδία! Ο Κάϊλ θα του έπαιρνε το κεφάλι αν το μάθαινε.
    Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η πόρτα του γραφείου άνοιξε διάπλατα και ο Κάϊλ μπήκε μέσα. Ο Άρβιν τον κοίταξε και το ύφος του είχε κάτι από την ενοχή του ανθρώπου που μόλις τον πιάσανε στα πράσα να κάνει κάτι απαγορευμένο. Ο Κάϊλ στάθηκε για λίγο στην είσοδο του γραφείου και τον κοίταξε. Ο Άρβιν αισθάνθηκε το εξεταστικό του βλέμμα να του τρυπά το κρανίο και να προσπαθεί να διαβάσει τις σκέψεις του. Πήρε μια βαθειά ανάσα, κατέβασε τα μάτια του στο πάτωμα και προσπάθησε όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε να τον παραπλανήσει. Ο Κάϊλ γύρισε το βλέμμα του προς το τοίχο, κοίταξε αδιάφορα την τρύπα που έχασκε ακόμη πάνω του, και προχώρησε προς το γραφείο του με αργά βήματα. «Θα πρέπει να πληρώσεις για τη ζημιά που προκάλεσες στο τοίχο μου ξέρεις», του είπε όσο πιο σοβαρά μπορούσε. Ο Άρβιν δεν ήξερε τι να του απαντήσει. Προσπαθούσε ακόμη να διώξει από το μυαλό του τις σκέψεις της τελευταίας ώρας και τα λόγια δεν ανέβαιναν στο λαιμό του.
    Ο Κάϊλ κάθισε στη καρέκλα του γραφείου του και τον κοίταξε. «Τι έγινε; Δεν έχεις την ατάκα σου έτοιμη; Πάντα έχεις κάτι να ανταπαντήσεις σε ότι και να σου λέω. Πώς και έτσι σήμερα;» τον ρώτησε και ένα αμυδρά ειρωνικό χαμόγελο σχηματίστηκε στις άκρες των χειλιών του. Ο Άρβιν και πάλι δεν του απάντησε τίποτα. Το πρόσωπο του Κάϊλ σοβάρεψε.
«Άρβιν; Τι έκανες;». Η ένταση στη φωνή του δεν άφηνε περιθώρια για ψέματα και υπεκφυγές.
Ξεκινά η ανάκριση! Ο Άρβιν ήλπιζε πως είχε καταφέρει να τον απροσανατολίσει, ώστε να μην χρειαστεί να του κάνει ερωτήσεις, να τον διατάξει να μιλήσει. Όταν ο αρχηγός της αγέλης σε διατάζει, πρέπει να υπακούς. Κράτησε το κεφάλι του κατεβασμένο και απάντησε απρόθυμα. «Δεν γύρισα στον οικισμό χθες το βράδυ. Έμεινα εδώ, στην πόλη».
Ο Κάϊλ ανακάθισε ενοχλημένος στην καρέκλα του. «Πόσες από τις εντολές που σου έδωσα παράκουσες Άρβιν;» τον ρώτησε όσο πιο μαλακά μπορούσε.
Σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε απολογητικά για λίγα δευτερόλεπτα. «Όλες», του απάντησε με τρόπο κοφτό και ξανάσκυψε το κεφάλι.
    Ο Κάϊλ ακούμπησε τους αγκώνες του στην επιφάνεια του γραφείου του και αναστέναξε κουρασμένα. «Αυτή σου η αποστροφή για την εξουσία των άλλων πάνω σου θα είναι και η καταστροφή σου κάποια στιγμή, στο έχω ξαναπεί. Η πειθαρχία και η τυφλή υποταγή στις εντολές του αρχηγού είναι η μόνη μας προστασία από τον έξω κόσμο Άρβιν, το ξέρεις καλά».
    Ο Άρβιν απέφευγε και πάλι να του απαντήσει. Τα μάτια του παρέμειναν κολλημένα στο πάτωμα, τα χέρια του σφιγμένα σε γροθιές. Υποταγή, μάλιστα, η λέξη κλειδί ολόκληρης της ύπαρξης μου σκέφτηκε.
  Σαν να διάβασε τη σκέψη του, ο Κάϊλ σηκώθηκε από τη θέση του, τον πλησίασε και τον ακούμπησε απαλά στον ώμο. «Σήκωσε το κεφάλι σου Άρβιν, δεν χρειάζεται να το κρατάς σκυφτό μπροστά μου. Ξέρεις καλά ότι σε θεωρώ αδερφό μου. Έχουμε σχεδόν την ίδια ηλικία. Έχουμε δει και έχουμε ζήσει πολλά οι δύο μας», του είπε με μια ηρεμία που περισσότερο προβλημάτισε, παρά καθησύχασε τον Άρβιν. Η σχέση μεταξύ των δυο αντρών δεν ήταν ποτέ ομαλή και ο Άρβιν γνώριζε καλά πως τα σκαμπανεβάσματα στη διάθεση του αρχηγού του δεν ήταν ποτέ τυχαία. Αντιθέτως, ήταν πάντα καλά μελετημένα, ώστε να εξυπηρετήσουν κάποιο σκοπό.
Σήκωσε το βλέμμα του από το πάτωμα και κοίταξε τον Κάϊλ στα μάτια. Το βλέμμα του αρχηγού του δεν είχε αλλάξει, παρέμενε ψυχρό και αυστηρό, μα αυτή τη φορά δεν είχε φορέσει το ψυχαναγκαστικό μανδύα της αρχηγίας, δεν απαιτούσε την υποταγή του, παρά επιζητούσε τη συνεργασία του. Ήταν λίγες οι φορές που ο Κάϊλ δεχόταν να αγνοήσει έστω για λίγο την αρχηγική του θέση και να επιτρέψει στο συνομιλητή του να του απευθύνει το λόγο ως ισότιμος. Η ανακάλυψη λοιπόν της Στεφανίας δεν ήταν κάτι απλό και τυχαίο για τον Κάϊλ. Η ύπαρξη της σήμαινε πολύ περισσότερα από αυτά που του είχε εξομολογηθεί.    
«Πες μου Άρβιν, τι έκανες χθες; Την συνάντησες;».
«Ήθελα απλά να της συστηθώ, τίποτα άλλο», του απάντησε ήρεμα.
 «Και;» τον ρώτησε ο Κάϊλ, περιμένοντας τη συνέχεια.
«Τίποτα! Αυτό μόνο».
«Μόνο αυτό Άρβιν;»,τον ρώτησε ξανά, κοιτώντας τον στα μάτια μήπως και ανακαλύψει τι του κρύβει τόσο προσεχτικά.
«Μόνο αυτό», απάντησε ο Άρβιν, και το βλέμμα του κόλλησε και πάλι στο πάτωμα.

Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

Κεφάλαιο 6ο Το Πάρκο


Ο Άρβιν στεκόταν στην άκρη του δρόμου. Το σκοτάδι είχε αρχίσει να απλώνετε αργά πάνω απ’ την πόλη και οι λεηλατημένες λάμπες του Δήμου τον βοηθούσαν αφάνταστα να κινείται γρήγορα, χωρίς να γίνεται αντιληπτός από κανέναν. Το σκοτάδι ήταν το καλύτερο του. Ο ήλιος πάντα τον ταλαιπωρούσε, επηρέαζε τις δυνάμεις του και του έφερνε μια γλυκιά υπνηλία. Με τη δύση του ηλίου όμως, τα πάντα πάνω του άλλαζαν. Έβλεπε καλύτερα, άκουγε καλύτερα και όλες οι αισθήσεις και τα αντανακλαστικά του δούλευαν άψογα. Παρά την άψογη κατάσταση του όμως, απέφευγε συστηματικά τις μεταμεσονύκτιες βόλτες στην πόλη. Ο Άρβιν γνώριζε καλά πως κάτω από την κάλυψη που προσφέρει το σκοτάδι, τα αρχέγονα ένστικτα κάθε πλάσματος ξυπνούν. Οι δρόμοι γεμίζουν από σκοτεινές φιγούρες που αποζητούν λίγο από το χάος, λίγο από τον εφιάλτη που προσφέρει απλόχερα η νύχτα σε όσους διψάνε να την ζήσουν. Και ήταν πολλά τα πλάσματα της νύχτας και άλλες τόσες οι πιθανότητες να σε παρασύρουν σε μονοπάτια όπου η λήθη βασιλεύει και οι κανόνες υπάρχουν μόνο για να αγνοούνται. Με χίλια και παραπάνω χρόνια παρουσίας πάνω στη γη, κανείς δεν γνώριζε τους κινδύνους της νύχτας καλύτερα από τον ίδιο. Γι’ αυτό και ο Άρβιν περιπλανιόταν στη νυχτερινή πόλη μόνο όταν υπήρχε λόγος. Και απόψε υπήρχε λόγος. Η κόρη του Άλες -του μέντορά του, του καλύτερου του φίλου- ήταν ζωντανή.
Οι εντολές του για απόψε ήταν ξεκάθαρες. Τις απαρίθμησε όλες με ιδιαίτερη έμφαση ο Κάϊλ, λίγο πριν φύγει απ' το γραφείο του. Η σειρά προτεραιότητας ήταν η εξής: Πρώτον, ηρέμησε. Δεύτερον, επέστρεψε απόψε κιόλας στον οικισμό. Τρίτον, μείνε μακριά από τη Στεφανία. Τέταρτον ΜΕΙΝΕ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΕΦΑΝΙΑ!
 Όμορφα! σκέφτηκε χαμογελώντας πονηρά, καθώς η πόρτα της πολυκατοικίας που είχε απέναντι του άνοιξε και η Στεφανία διέσχισε το δρόμο. Ώρα να τα πούμε κατ' ιδίαν τα δύο μας, σκέφτηκε και την ακολούθησε, δίχως να τον αντιληφθεί.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~   
Το πάρκο ήταν σχεδόν άδειο. Το πρώτο σκοτάδι της νύχτας είχε καλύψει τα πάντα, μα η μυρωδιά του ήλιου πάνω στο γρασίδι γαργαλούσε ακόμη τη μύτη της. Το φρέσκο άρωμα των λουλουδιών, σε συνδυασμό με την ευωδιά από το βρεγμένο χώμα έκαναν τη ψυχή της να γαληνέψει. Κατευθύνθηκε με γοργό βήμα στο αγαπημένο της σημείο, στο παγκάκι που κοιτά στη μικρή λιμνούλα του πάρκου, και στάθηκε  μπροστά του. Έκλεισε τα μάτια της και άρχισε να εισπνέει δυνατά. Τα πνευμόνια της γέμιζαν αέρα, τα ρουθούνια της ρουφούσαν με μανία τα αρώματα της νύχτας, των δέντρων, του δάσους. Του δάσους; αναρωτήθηκε στιγμιαία και τα μάτια της άνοιξαν με μιας. Δεν ήξερε καν ποια ήταν η μυρωδιά του δάσους. Δεν είχε πάει ποτέ της σε κάποιο δάσος για να την γνωρίζει.
Καθώς το μυαλό της πάσχιζε να καταλάβει από πού ερχόταν αυτά τα τόσο πρωτόγνωρα αρώματα, κάτι κουνήθηκε πίσω της και γύρισε σαστισμένη. Δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα μέσα στο σκοτάδι. Το βλέμμα της έψαχνε απεγνωσμένα το χώρο για κάποια παρουσία, μα τίποτα, σιωπή. Άρχισε να ζυγιάζει την κατάσταση στο κεφάλι της. Ένιωθε την παρουσία κάποιου στο χώρο, μα δεν μπορούσε να διακρίνει τις προθέσεις του. Δεκάδες σενάρια πέρασαν από το μυαλό της σε κλάσματα δευτερολέπτου και όλα είχαν άσχημη κατάληξη για την ίδια. Τρέξε! την πρόσταξε το αίσθημα αυτοσυντήρησης μέσα της και τα πόδια της το υπάκουσαν αμέσως.
     Η καρδιά της είχε ανέβει στο λαιμό της, όταν είδε επιτέλους μπροστά της να ξεπροβάλει η σιδερένια πόρτα της εξόδου από το πάρκο. Δειλά έριχνε κλεφτές ματιές πίσω της. Δεν την ακολουθούσε κανείς. Λίγο ακόμη, λίγο ακόμη και πλησιάζω στην έξοδο, σκέφτηκε και αύξησε ταχύτητα. Πριν όμως φτάσει στα μισά της διαδρομής μια φιγούρα πετάχτηκε μπροστά της από το πουθενά και ίσα που πρόλαβε να φρενάρει το σώμα της για να αποφύγει τη σύγκρουση. Δίχως να σκεφτεί, έκανε στροφή 180 μοιρών και άρχισε να τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ένα χέρι την άρπαξε από πίσω και την τράβηξε με δύναμη. Τα πόδια της κοκάλωσαν και έχασε την ισορροπία της, πέφτοντας προς τα πίσω. Η πλάτη της προσγειώθηκε με δύναμη σε κάτι σκληρό, μα ζωντανό.
«Μάθημα πρώτο», της ψυθίρησε μια γνώριμη αντρική φωνή, «δεν γυρνάμε ποτέ τη πλάτη μας στον εχθρό, γιατί έτσι τον προκαλούμε να μας κυνηγήσει». Ένας οξύς πόνος χτύπησε ξαφνικά το κέντρο του θώρακα της και τα πάντα γύρω της μαύρισαν για ακόμη μια φορά.
    Όταν άνοιξε τα μάτια της η Στεφανία ήταν ανάσκελα πεσμένη στο έδαφος. Η πρώτη της εικόνα ήταν ο έναστρος ουρανός που κρεμόταν από πάνω της. «Ξυπνήσαμε;». Η φωνή του, την έκανε να ανασηκωθεί και να στηριχθεί στους αγκώνες της. Ο άγνωστος άντρας από το σταθμό του μετρό καθόταν τώρα στο έδαφος και την κοιτούσε επίμονα. Είχε τους αγκώνες του ακουμπισμένους στα γόνατα του,  φορώντας ένα σαρκαστικό χαμόγελο στα χείλη του. Σκατά σκέφτηκε η Στεφανία και πετάχτηκε με απρόσμενη ευκολία και χάρη από το έδαφος. «Τελικά το ταλέντο σου είναι έμφυτο. Εντυπωσιακό το άλμα», της είπε και χαμογέλασε πονηρά.
 Όρθια πια, από θέση ισχύος, η Στεφανία έβαλε τα χέρια της στη μέση της και τον κοίταξε αγριεμένα. «Θα μου πεις επιτέλους ποιος είσαι;», τον ρώτησε, σκεπτόμενη πως για να ζει ακόμα, μάλλον δεν ήταν εκεί για να της κάνει κακό.
«Άρβιν. Χάρηκα», της απάντησε απλώνοντας το χέρι του προς το μέρος της για την εθιμοτυπική χειραψία. Το σαρκαστικό του χαμόγελο την εξόργισε ακόμη περισσότερο και αντί να του δώσει το  χέρι της, του γύρισε επιδεικτικά την πλάτη. «Πέρα απ' όλα τα άλλα, θα πρέπει να σου μάθουμε και τρόπους βλέπω», της είπε γελώντας ειρωνικά.
Η Στεφανία κατέβασε τα χέρια της από τη μέση της και τα έσφιξε σε γροθιές. «Δεν υπάρχει κάτι που εσύ προσωπικά θα μπορούσες να μου μάθεις».
   Ο Άρβιν σηκώθηκε το ίδιο εύκολα από το έδαφος, σήκωσε τα χέρια του σαν να παραδιδόταν και χαμογέλασε περιπαικτικά. «Ήρεμα! Δεν είπα κάτι κακό, μη με αποπαίρνεις έτσι. Να συστηθούμε ήθελα απλώς». Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της και το φως του φεγγαριού φώτισε τα χαρακτηριστικά του. Είχε, δίχως αμφιβολία, το αυτάρεσκο ύφος του άντρα που ξέρει καλά ποια είναι η επιρροή του στις γυναίκες. Σου αξίζει ένα γερό χαστούκι, σκέφτηκε η Στεφανία κοιτάζοντας τον, μα τελευταία στιγμή αποφάσισε να συγκρατηθεί. Δίπλωσε τα χέρια της κάτω από το στήθος της και όρθωσε ακόμη περισσότερο το ανάστημα της μπροστά του. «Να συστηθούμε ε; Καλοσύνη σου που σκέφτηκες πως είχα ανάγκη να σε γνωρίσω. Σίγουρα διάλεξες την ώρα και το μέρος». 
«Αυτή με βόλευε», της απάντησε ξερά. Ο θυμός άρχισε να φαίνεται τώρα πια σε κάθε του κίνηση, σε κάθε του λέξη. «Αρχίζω να πιστεύω πως το αγαπημένο σου χόμπι είναι να εξαγριώνεις άντρες, που μπορούν πολύ εύκολα να σε βλάψουν. Πες μου αλήθεια, το κάνεις επίτηδες ή απλά η κοινή λογική δεν υπάρχει ως έννοια στη ζωή σου;».
Η Στεφανία έκανε ένα βήμα προς το μέρος του και τον κοίταξε θαρραλέα στα μάτια. «Τι ξέρεις εσύ από κοινή λογική;».
Της ανταπόδωσε το βλέμμα. «Ξέρω ότι αυτός που δεν την έχει, ρισκάρει τη ζωή του. Όπως για παράδειγμα τι ρισκάρεις εσύ τώρα».
Η Στεφανία δεν μετακινήθηκε εκατοστό από τη θέση της, και ας είχαν φτάσει τόσο κοντά πια, ώστε να νιώθει την ανάσα του στο πρόσωπο της. «Κινδυνεύω; Αυτό θέλεις να πεις;», τον ρώτησε το ίδιο αποφασιστικά με πριν.
    Δεν της απάντησε αμέσως. Τα μάτια του περιπλανήθηκαν στο πρόσωπο της και σταμάτησαν ξαφνικά στο στόμα της. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του μαλάκωσαν. Οι κτύποι της καρδιάς της Στεφανίας άρχισαν να αυξάνονται ανεπαίσθητα. «Δεν θα σου έκανα ποτέ κακό», της είπε τελικά χαμηλόφωνα και η καρδιά της άρχισε να ρετάρει, να χάνει χτύπους, να αποσύντονίζεται.
Συγκεντρώσου, συγκεντρώσου έλεγε και ξαναέλεγε στον εαυτό της προσπαθώντας να τον συνεφέρει. «Πώς με βρήκες; Ποιός είσαι;» κατάφερε να ψελλίσει καρφώνοντας και αυτή με τη σειρά της τώρα τα μάτια της στα χείλη του.
Δεν της απάντησε και πάλι. Το βλέμμα του τώρα κατέβηκε στο λαιμό της, χαμηλά στο στήθος της και πάλι στο λαιμό της.
     Άνοιξε στιγμιαία το στόμα της να πει κάτι και ο δείκτης του χεριού του άγγιξε τα χείλη της. «Σςς… Μη μιλάς». Της είπε απαλά και η βραχνή φωνή του χάιδεψε σαγηνευτικά τα αυτιά της. Το μυαλό της Στεφανιάς άδειασε, σαν κάποιος να έσβησε από μέσα του κάθε σκέψη, κάθε ένστικτό αυτοσυντήρησης ή λογικής. Το χέρι του κύκλωσε τη μέση της και την τράβηξε απαλά πάνω του. Επαφή. Έκλεισε τα μάτια της και ο ήχος της καρδιά της την ξεκούφανε. Το αίμα της έκαιγε στις φλέβες της, κοκκίνιζε το δέρμα της. «Το νιώθεις;», την ρώτησε ψιθυριστά και πριν προλάβει να του απαντήσει,  τα χείλη του έπεσαν με φόρα πάνω στα δικά της.

Κεφάλαιο 6ο ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Η Στεφανία μπήκε στο μικροσκοπικό δωμάτιο που νοίκιαζε τα τελευταία 5 χρόνια και έκλεισε με φόρα την πόρτα πίσω της. Τα πόδια της ακινητοποιήθηκαν πάνω στο φθαρμένο πολύχρωμο χαλί που είχε στρώσει μπροστά από το κρεβάτι της. Κοίταξε ανήσυχα γύρω της. Τα πάντα ήταν όπως τα είχε αφήσει. Το κρεβάτι της άστρωτο και πάνω του ένας σωρός από ρούχα. Οι κουρτίνες ορθάνοιχτες για να μπαίνει το λιγοστό φως της μέρας. Το παράθυρο είχε θέα τον τοίχο της διπλανής πολυκατοικίας. Αυτή η εικόνα την βασάνιζε πάντα. Είχε ανάγκη το φως της μέρας για να μη χάνει τα λογικά της. Στο γραφείο της υπήρχαν ακόμη διάσπαρτα τα χαρτιά των απαντήσεων σε κάθε βιογραφικό που είχε στείλει αυτό το μήνα, καθώς και ένας σωρός από εφημερίδες, που έφτανε μέχρι τη μικρή ραφιέρα που κρεμόταν πάνω από το γραφείο της. Τα πάντα ήταν στη θέση τους και όμως της φαίνονταν αλλαγμένα. Πέταξε τη τσάντα της στο πάτωμα, παραμέρισε το σωρό από τα ρούχα και κάθισε εξουθενωμένη στο κρεβάτι. Το μυαλό της είχε μουδιάσει και μαζί του είχε μουδιάσει και η ψυχή της. Πάνω που πίστευε πως αυτή η μέρα δεν θα μπορούσε να είναι πιο παράξενη, οι πληροφορίες που της έδωσε ο Κάϊλ Γουντ την έκαναν να χάσει όχι μόνον τη φωνή της, αλλά και την ισορροπία της.
Στο άκουσμα και μόνον πως κάποιος γνωρίζει τους γονείς της, σωριάστηκε στο καναπέ, σαν παραγεμισμένο σακί που κάποιος το άδειασε απότομα. Εκείνη τη στιγμή ήταν τυχερή που ο καναπές ήταν σχεδόν δίπλα της, και έτσι γλύτωσε από τη ντροπή που θα ένιωθε αν είχε σωριαστεί στο πάτωμα, όμως τώρα που το ξανασκεφτόταν κάπως πιο ψύχραιμα, η ντροπή φούντωνε ετεροχρονισμένα μέσα της. Η Στεφανία δεν έδειχνε σε κανέναν τις αδυναμίες της, δεν έκλαιγε δημοσίως και δεν συζητούσε με κανέναν το παρελθόν της. Όχι, δεν το έκανε για να το παίξει δυνατή, απλώς είχε μάθει πως η επίδειξη αδυναμίας την καθιστούσε αυτόματα θύμα στα μάτια των γύρω, ως ένα όν διαθέσιμο προς εκμετάλλευση. Ήξερε καλά πως αυτό το τοίχος που ύψωνε γύρω της δεν ήταν φυσιολογικό, μα δεν ήταν και τελείως αδικαιολόγητο. Ήταν το αποτέλεσμα των αλλεπαλλήλων μετακινήσεων και της εναλλαγής τοπίων και προσώπων στη ζωή της. Η λέξη «συνήθεια» δεν υπήρχε στο λεξιλόγιο της Στεφανίας, ήταν επικίνδυνη και επώδυνη. Δεν είχε ποτέ της την πολυτέλεια να χαλαρώσει αρκετά, ώστε να εμπιστευτεί τους γύρω. Τη μόνη συνήθεια που επέτρεπε στον εαυτό της ήταν οι -σποραδικές πλέον- συζητήσεις της με τον Έντι.
«Που είσαι όταν σε χρειάζομαι;» Αναρωτήθηκε χαμηλόφωνα και άρπαξε τη τσάντα της, την άνοιξε και άρχισε να ψαχουλεύει με γρήγορες κινήσεις εντός της. Τα δάχτυλά της τυλίχθηκαν γύρω από ένα τσαλακωμένο κομμάτι χαρτί. Το τράβηξε βιαστικά και το ξεδίπλωσε με τόσο άτσαλο τρόπο, που άθελα της το έκοψε στα δύο. Έφερε τα δύο κομμάτια μπροστά στο πρόσωπο της και τα ένωσε βρίζοντας την τύχη της. Πάνω τους φιγούραρε ένας δεκαψήφιος αριθμός και από κάτω ήταν γραμμένο με μεγάλα καλλιγραφικά γράμματα το όνομα του Έντι. Της είχε δώσει το νούμερο του νέου του κινητού τηλεφώνου πριν ένα περίπου μήνα, όταν συναντήθηκαν για να την αποχαιρετίσει. Είχε επιτέλους βρει τη δουλειά που του ταίριαζε, ως οδηγός σε μια από τις μεγαλύτερες μεταφορικές εταιρείες της χώρας και έδειχνε ευτυχισμένος που επιτέλους θα του δινόταν η ευκαιρία να ταξιδέψει σε μέρη που από μόνος του δεν θα μπορούσε ποτέ να επισκεφτεί.
Έμεινε να κοιτά το χαρτί που κρατούσε αναποφάσιστη. Θα έπρεπε να περπατήσει πέντε γωνίες μακριά από την πολυκατοικία στην οποία διέμενε, για να βρει έναν αρκετά ήσυχο και ασφαλή τηλεφωνικό θάλαμο, ώστε να του τηλεφωνήσει. Και να το αποφάσιζε όμως να πάει μέχρι εκεί, δεν ήξερε τι ακριβώς θα του έλεγε, όταν θα σήκωνε το ακουστικό. Οι πληροφορίες που είχε καταφέρει να συγκρατήσει σχετικά με τον πατέρα της ήταν επιγραμματικές και συγκεχυμένες.

Το μυαλό της γύρισε πίσω στο χρόνο. Τότε που στα δεκαπέντε της επιχείρησε για πρώτη φορά να βρει τις ρίζές της. Η ιδέα δεν ήταν καν δικιά της! Ο Έντι επέμενε πως ήταν ώρα να μάθει την αλήθεια. Αυτός έψαξε όλα τα αρχεία, χωρίς καν να του το ζητήσει. Η ίδια δεν έβλεπε γιατί θα έπρεπε να μάθει το λόγο που οι γονείς της αποφάσισαν να την ξεφορτωθούν μόλις γεννήθηκε. Δεν μπορούσε με τίποτα να δικαιολογήσει τις πράξεις τους, όποια και να ήταν η αιτία. Τι κακό μπορεί να έχει κάνει ένα βρέφος για να αξίζει τέτοια τύχη; Όχι! δεν υπήρχε καμία δικαιολογία αρκετά σοβαρή στο μυαλό της, για να μπορέσει να τους συγχωρήσει. Έτσι πίστευε, τουλάχιστον μέχρι τη μέρα που ο Έντι της είπε όσα κατάφερε να μάθει.
Η μητέρα της είχε χάσει τη ζωή της, προσπαθώντας να την φέρει στον κόσμο. Στο άκουσμα της αλήθειας, η Στεφανία έριξε αυτόματα στον εαυτό της την ευθηνή για το χαμό της. Ο Έντι επέμενε πως δε θα έπρεπε να ρίχνει τα βάρη επάνω της για κάτι που κανείς δεν θα μπορούσε να ορίσει ή να αποτρέψει. Αλλά πώς αλήθεια θα μπορούσε να ερμηνευτεί αλλιώς αυτό που συνέβη στη μητέρα της; Όσο και να προσπάθησε να την μεταπείσει, η Στεφανία δεν συνήλθε ποτέ μετά από αυτό. Την έτρωγαν οι ενοχές που τόσα χρόνια το μόνο συναίσθημα που ένιωθε γι’ αυτή τη γυναίκα ήταν θυμός και αηδία. Έψαξε να βρει τον τάφο της, μα κανείς δεν ήξερε που είχε ταφεί. Κάποιοι είπαν πως το άψυχο κορμί της εξαφανίστηκε το ίδιο κιόλας βράδυ. Ότι και να είχε συμβεί, μία ήταν η ουσία: για 15 ολόκληρα χρόνια κρατούσε κακία σε έναν άνθρωπο που έδωσε τη ζωή του για να την φέρει στο κόσμο. Ο πόνος του λάθους της δεν έπαψε ποτέ να την βασανίζει.

Ο πατέρας της όμως της ήταν μια άλλη υπόθεση. Η ίδια δεν κατάφερε ποτέ να μάθει το παραμικρό για αυτόν τον άνθρωπο. Λες και δεν υπήρξε ποτέ. Τότε είχε σκεφτεί πως αυτός ο άντρας σίγουρα επιδίωκε να παραμείνει στην αφάνεια και από εκείνη τη στιγμή και μετά απλά έπαψε να τον αναζητά. Έως και σήμερα το μεσημέρι τουλάχιστον, το κεφάλαιο «πατέρας» είχε κλείσει για την ίδια. Πάνω που είχε αποφασίσει να ξεχάσει τα πάντα, να δημιουργήσει τους δικούς της ορισμούς για την ταυτότητα της, οι απαντήσεις σε δεκάδες ερωτήματα που βόλταραν μέσα στο μυαλό της έπεσαν αναπάντεχα μπροστά της, και μάλιστα από την πιο αναπάντεχη πηγή, τον Κάϊλ Γούντ.


Η Στεφανία ακούμπησε τους αγκώνες στα γόνατα της και στήριξε το κεφάλι της ανάμεσα στα χέρια της. Η αφωνία και το σάστισμά της στα όσα της εξιστόρησε ο Γούντ την ενοχλούσαν ακόμη. Σύμφωνα με το όσα έμαθε σήμερα, ο πατέρας της, όπως και ο ίδιος ο Γούντ, προερχόταν από κάποια μακρινή ευρωπαϊκή φυλή, οι ρίζες της οποίας χανόταν στο χρόνο. Για τους ανθρώπους της φυλής του ήταν σημαίνον πρόσωπο, με μεγάλη δύναμη και εξουσία. Όταν γνώρισε και ερωτεύτηκε τη μητέρα της απαρνήθηκε τα πάντα για να την ακολουθήσει. Τα ίχνη του χάθηκαν ένα χρόνο μετά τη γέννηση της Στεφανίας, που σύμφωνα με την άποψη του Γούντ, σήμαινε πως ήταν πλέον νεκρός. Τα νέα θα έπρεπε να την στεναχωρήσουν, μα δεν μπορούσε να πει πως ένιωσε κάτι τέτοιο στο άκουσμα τους. Τα πάντα μέσα της παρέμειναν παγωμένα και σιωπηλά. Το άδοξο τέλος του δεν έφτανε για να καλύψει μέσα της το κενό της απουσία του. Για εκείνη δεν υπήρξε ποτέ και ας την έτρωγε τώρα η περιέργεια να μάθει κι άλλα πράγματα για εκείνον.
Σηκώθηκε με φόρα απ' το κρεβάτι και άρχισε να βηματίζει νευρικά μέσα στο δωμάτιο της. Έπεφτε από τοίχο σε τοίχο με κάθε της βήμα και ο χώρος γύρω της έμοιαζε να μικραίνει σε κάθε στροφή του κορμιού της. Ο πανικός της κλειστοφοβίας άρχισε να την κυριεύει. Άρπαξε το παλτό της, άνοιξε την πόρτα και χάθηκε στο σκοτάδι. Ήταν καιρός να επισκεφτεί το αγαπημένο της μέρος: το πάρκο λίγα τετράγωνα από το σπίτι της.

Τετάρτη 12 Μαΐου 2010

Κεφάλαιο 5ο ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ


Ο Άρβιν έσπρωξε με δύναμη τη γυάλινη πόρτα της εισόδου και μπήκε στα γραφεία της εταιρείας. Το λόμπυ ήταν άδειο, μα η μυρωδιά της άγνωστης γυναίκας πλανιόταν ακόμη στον αέρα και χτύπησε με δύναμη τα ρουθούνια του. Κοντοστάθηκε και με το βλέμμα του εξέτασε προσεκτικά κάθε γωνιά του χώρου, πιστεύοντας πως θα την δει, μα δεν την εντόπισε. Το άρωμα της είχε σφηνωθεί τόσο καλά μέσα στο κεφάλι του, που άρχισε να πιστεύει πως το είχε φανταστεί. Ο γρίφος της ύπαρξης της τον ενοχλούσε ακόμη. Το ότι ζούσε και κυκλοφορούσε σε αυτή την πόλη τόσο καιρό, δίχως να έχει πέσει στην αντίληψη του, σήμαινε ένα μόνο πράγμα: ότι δεν έκανε σωστά τη δουλειά του.
Αυτό και μόνο  ήταν αρκετό για να τον εξοργίσει. Υποτίθεται πως ήταν ο ανιχνευτής της ομάδας του, ο προστάτης τους, το λαγωνικό της αγέλης, όπως θα έλεγαν οι άνθρωποι. Οι οξυμμένες αισθήσεις του τον είχαν χρήσει πολύτιμο εργαλείο για την αγέλη του. Βέβαια, όλοι οι λύκοι είχαν ανεπτυγμένη αυτή την ικανότητα, όμως η δική του ξεπερνούσε το μέσο όρο. Λίγοι ήταν αυτοί που γνώριζαν το γιατί. Λίγοι ήταν αυτοί που γνώριζαν το μυστικό της καταγωγής του. Όλοι πίστευαν πως αυτή του η ικανότητα είχε να κάνει με την ηλικία του και την εκτεταμένη επαφή του με τα άλλα είδη κατά τη διάρκεια των Πολέμων. Ο ίδιος γνώριζε πως ήταν άλλες οι αιτίες, μα προτιμούσε να μην μιλάει γι’ αυτές. Του έφτανε απλά να τον θεωρούν αξεπέραστο σε αυτό που κάνει. Η παρουσία όμως αυτής της άγνωστης γυναίκας τον έκανε για πρώτη φορά να αμφισβητήσει τον εαυτό του. Πώς σκατά μου είχε διαφύγει μια τόσο σημαντική λεπτομέρεια; Αναρωτιόταν.
«Τι συμβαίνει Άρβιν;». Η ανήσυχη φωνή του Άλμπερτ  τον έκανε να επανέλθει για λίγο στη πραγματικότητα. Τον πλησίασε κάπως διστακτικά και τον κοίταξε προσπαθώντας να διαβάσει την έκφραση του. Ο Άλμπερτ αναγνώρισε αμέσως αυτό το ύφος της βαθειάς περισυλλογής που είδε ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του Άρβιν.
«Πού είναι το αφεντικό σου Άλμπερτ; Δεν έχω χρόνο για κουβέντες τώρα», του απάντησε, αποφεύγοντας το βλέμμα του.
«Απ' όσο γνωρίζω, εσύ είσαι το αφεντικό μου, φίλε», του απάντησε ο Άλμπερτ με ένα πονηρό χαμόγελο που τον έβγαλε για λίγο από την κατήφεια των σκέψεων του. Ένα χλιαρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του.  
«Πρόσεχε μικρέ, αν σ' ακούσει ο Κάϊλ να λες τέτοια θα μας κρεμάσει και τους δύο και να δω ποιος θα σε σώσει τότε», του είπε και τον χτύπησε αστειευόμενος στο στομάχι με την γροθιά του. Ο Άλμπερτ προσποιήθηκε πως διπλώθηκε στα δύο από το χτύπημα και γέλασε δυνατά. Το γέλιο του πάντα του έφτιαχνε τη διάθεση, ακόμη και σε μια στιγμή σαν και αυτή. Αν και κατά πολύ μικρότερος του, ο Άλμπερτ ήταν το μοναδικό μέλος της ομάδας που διοικούσε, με το οποίο ο Άρβιν ένιωθε άνετα. Ο μοναδικός με τον οποίο δεν χρειαζόταν να κρύβει επιμελώς τις σκέψεις του. Για την ώρα όμως, οι σκέψεις του ήταν μπερδεμένες και αντικρουόμενες και ο Άρβιν ήξερε πως έπρεπε να τις κρύψει απ’ όλους, ακόμη και από τον Άλμπερτ. Το άρωμα της άγνωστης γυναίκας του σταθμού είχε αρχίσει να εισχωρεί στα κύτταρα του και να κάνει το σώμα του να ξυπνά, να αποκτά ανάγκες που πίστευε πως δεν είχε πια. Πρέπει να την ξαναδώ, σκέφτηκε άξαφνα, μου ανήκει! Το βλέμμα του σκοτείνιασε. Η σκέψη που μόλις είχε κάνει τον προβλημάτισε ακόμη πιο πολύ. Στο δικό του λεξιλόγιο η φράση «μου ανήκει» δεν είχε καμία θέση και καμία λογική.   
«Σοβαρά τώρα, τι έχεις;», ρώτησε ο Άλμπερτ, κοιτάζοντας τον γεμάτος απορία.
«Θα σου εξηγήσω αργότερα. Πες μου τώρα πού είναι ο Κάϊλ», τον ρώτησε ο Άρβιν, θέλοντας να αποφύγει και πάλι την κουβέντα.
«Στο γραφείο του… πιστεύω πως σε περιμένει», του απάντησε χαμογελώντας.
«Είναι κάποιος μαζί του;» ξαναρώτησε όσο πιο αδιάφορα μπορούσε.
Αυτή τη φορά το χαμόγελο του Άλμπερτ έγινε ακόμη πιο περιπαικτικό και πονηρό. «Αν αναφέρεσαι στη ξανθιά που ήταν μαζί του, πρέπει να σε ενημερώσω πως έφυγε λίγο πριν φανείς».
Έφυγε! Την άφησαν να φύγει; Γιατί; Τα νεύρα του τεντώθηκαν επικίνδυνα για ακόμη μια φορά σήμερα και δεν μπορούσε πια να συγκρατήσει το θυμό που φούντωνε στο μυαλό του. «Άρβιν....;» Ο Άλμπερτ δεν πρόλαβε καν να τελειώσει την ερώτηση του.  Ο Άρβιν τον έσπρωξε και όρμισε ξεφυσώντας προς το βάθος του διαδρόμου.
Η πόρτα του γραφείου άνοιξε με τόση δύναμη, που το χερούλι της σφηνώθηκε στον τοίχο του δωματίου.
«Την άφησες να φύγει;», ούρλιαξε ο Άρβιν και τα μάτια του απέκτησαν και πάλι ένα απόκοσμο κόκκινο χρώμα.
«Το να μην χτυπάς πριν μπεις είναι αγένεια Άρβιν», του απάντησε ατάραχος ο Κάϊλ, καθισμένος πίσω από το βαρύ, μαύρο του γραφείο.
«Άσε τις μαλακίες Κάϊλ, πες μου που πήγε; ΜΙΛΑ!», γρύλισε ο Άρβιν και τον πλησίασε.
     Το χέρι του Κάϊλ χτύπησε με τόση δύναμη πάνω στο μαύρο γραφείο, που μία από τις οθόνες κόντεψε να αναποδογυρίσει. «Άρβιν είσαι ο πιο δυνατός της ομάδας μου και σ' αγαπώ σαν γιό μου. Μα ξεχνάς πως δεν απαντώ σε προσταγές κατωτέρων μου», του απάντησε, καρφώνοντας τον με το βλέμμα του.
   Η αυστηρότητα στη φωνή του έκανε τον Άρβιν να σωπάσει, μα σε καμία περίπτωση δεν τον πτόησε. «Πες μου πού είναι Κάϊλ;» τον ξαναρώτησε, συγκρατώντας με μεγάλη δυσκολία τα νεύρα του. Το αγριεμένο βλέμμα του είχε κολλήσει τώρα πάνω στο πρόσωπο του αρχηγού του, περιμένοντας ανυπόμονα την απάντηση. 
«Την έστειλα σπίτι της να ξεκουραστεί, είχε τα χάλια της. Δεν είχε τη διαύγεια πνεύματος που απαιτούνταν για να καταλάβει όσα είχα να της πω», του απάντησε ο Κάϊλ και το βλέμμα του περιπλανήθηκε νωχελικά ανάμεσα στις 3 οθόνες που στεκόταν μπροστά του.
   Ο Άρβιν κούνησε το κεφάλι του απελπισμένα. «Δεν σε καταλαβαίνω Κάϊλ. Σου είπα πως αυτή η γυναίκα είναι κάτι διαφορετικό απ' ότι γνωρίζαμε ως τώρα. Γιατί την άφησες να φύγει;», ρώτησε, χωρίς καν να θέλει να ακούσει την απάντηση. Ένιωθε ήδη πως ο Κάϊλ δεν καταλάβαινε τη σοβαρότητα της κατάστασης και ότι και να του έλεγε δεν θα κατάφερνε να τον κάνει να αλλάξει άποψη. Θα έπρεπε για άλλη μια φορά να παρακούσει κάθε εντολή του και να την αναζητήσει πίσω από την πλάτη του. Αν και η  μυρωδιά της ήταν αποτυπωμένη μέσα του, θα έπρεπε να ψάχνει για μήνες κάθε γωνιά της πόλης, ώστε να μπορέσει να την εντοπίσει ξανά. Ήξερε καλά πως δεν υπήρχε καμιά περίπτωση πια να την βρει, όσο και να προσπαθούσε. Μια περίεργη αίσθηση απελπισίας άρχισε να τον κυκλώνει. Πρέπει να τη ξαναδώ σκέφτηκε δίχως να το συνειδητοποιήσει.
Ο Κάϊλ σηκώθηκε απ' την καρέκλα του και τον πλησίασε. «Καλύτερα να κάτσεις Άρβιν», του είπε και ακούμπησε στοργικά το χέρι του στον ώμο του.
«Δεν χρειάζεται να  κάτσω, δεν έχουμε κάτι άλλο να πούμε. Θα είχες τους λόγους σου για να την αφήσεις να φύγει και δεν πρόκειται να τους αμφισβητήσω», του απάντησε και έκανε να φύγει. Τα βήματα του τώρα δεν είχαν την ίδια ενέργεια και αποφασιστικότητα. Η κούραση της απογοήτευσης που αισθανόταν επιβράδυνε κάθε κίνηση του.
«Χρειάζομαι τη βοήθεια σου Άρβιν». Η φωνή του Κάϊλ τον σταμάτησε στην πόρτα, πριν προλάβει καν να την δρασκελίσει. Γύρισε και τον κοίταξε γεμάτος αποδοκιμασία. «Τη βοήθεια μου; Σοβαρά πιστεύεις πώς μπορώ να την εντοπίσω τώρα πια; Υπερεκτιμάς τις ικανότητες μου πιστεύω», του απάντησε. 
«Δε θα χρειαστεί να την εντοπίσεις. Πέρα από το γεγονός ότι έχω ήδη όλα τα στοιχεία της, αύριο θα είναι έτσι και αλλιώς εδώ», του απάντησε ο Κάϊλ, ακόμη πιο ψύχραιμα αυτή τη φορά.
«Τι εννοείς;», ψέλλισε σαστισμένος ο Άρβιν. Δεν μπορούσε με τίποτα να φανταστεί με ποιο τέχνασμα κατάφερε ο Κάϊλ να την πείσει να επιστρέψει στα γραφεία του Οργανισμού. Το να της αναθέσει κάποια δουλειά εντός του θα ήταν παρακινδυνευμένο, δεδομένου ότι κανείς τους δεν γνώριζε ακόμη την καταγωγή της, άλλα ούτε και η ίδια έδειχνε να γνωρίζει την ύπαρξη άλλων κόσμων και πλασμάτων, πέρα από αυτόν των ανθρώπων, στον οποίον και ζούσε. «Κάϊλ, δεν βάζουμε αγνώστους στο κόσμο μας. Αυτός είναι ο κανόνας που επιβάλατε σε όλους μας εδώ και χρόνια, τόσο εσύ, όσο και οι γηραιότεροι. Πως θα δικαιολογήσεις τις πράξεις σου;», τον ρώτησε όλο περιέργεια.
Το ύφος του Κάϊλ έγινε γρήγορα απολογητικό. «Άρβιν, δεν είναι η πρώτη φορά που την βλέπω. Γνωρίζω την ύπαρξη της από την ημέρα που γεννήθηκε».
Το μυαλό του Άρβιν άρχισε τώρα να δουλεύει σαν τρελό. «Από τη μέρα που γεννήθηκε; Ξέρεις τους γονείς της;», τον ρώτησε με μια ανάσα. Πριν όμως προλάβει καν να του απαντήσει, ο Άρβιν είχε αρχίσει να βλέπει καθαρά μπροστά του την απάντηση στο γρίφο που τον βασάνιζε όλη μέρα. «Οι γονείς της είναι σαν και εμάς, έτσι;», ρώτησε ξανά, γνωρίζοντας ήδη πως είχε τη σωστή απάντηση.
Ο Κάϊλ τον κοίταξε στα μάτια και το ύφος του έγινε ακόμη πιο σοβαρό απ' ότι πριν. «Ο ένας από τους δύο. Ο πατέρας της», είπε και έγειρε το κεφάλι του προς τα κάτω, σαν να ήθελε να αποφύγει την έκφραση αποδοκιμασίας που διέκρινε τώρα πια στο πρόσωπο του συνομιλητή του.
Η εικόνα της άγνωστης γυναίκας του σταθμού σχηματίστηκε ξανά μέσα στο μυαλό του Άρβιν. Τα λεπτά, σχεδόν εύθραυστά χαρακτηριστικά της απέκτησαν ξαφνικά ταυτότητα. Απέκτησαν έναν αέρα οικειότητας, που δεν είχε εντοπίσει με την πρώτη ματιά. «Είναι κόρη του», δήλωσε, παρά ρώτησε αυτή τη φορά ο Άρβιν και η φωνή του ακούστηκε σαν ψίθυρος. Ο Κάϊλ κούνησε καταφατικά το κεφάλι, τον πλησίασε ξανά και αυτή τη φορά έβαλε και τα δύο του χέρια στους ώμους του, κοιτάζοντας τον στα μάτια. «Καταλαβαίνεις τώρα γιατί χρειάζομαι τη βοήθεια σου Άρβιν; Κανείς δεν τον ήξερε, όσο καλά τον ήξερες εσύ. Μόνον εσύ μπορείς να την βοηθήσεις να καταλάβει τι ακριβώς είναι».

Δευτέρα 3 Μαΐου 2010

Κεφάλαιο 4ο Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ


      Η Στεφανία δεν ήξερε αν έπρεπε να ευχαριστήσει ή να αναθεματίσει τη τύχη της, μπαίνοντας στην εταιρεία. Ιδρωμένη, από την προσπάθεια της να μειώσει όσο μπορούσε το χρόνο της αργοπορίας της, και εξουθενωμένη από τις σκέψεις που γέμιζαν το μυαλό της, κάθισε στον αναπαυτικό καναπέ που βρισκόταν στο λόμπυ της εταιρείας, περιμένοντας τη σειρά της. Έβγαλε με άγαρμπες κινήσεις από την τσάντα της ένα καθρεφτάκι και κοίταξε όσο πιο διακριτικά μπορούσε το μικρό κόψιμο που επουλώνονταν στο μέτωπο της. Η πούδρα που είχε βάλει πριν μπει στην οργάνωση είχε καταφέρει να καλύψει την πληγή, μα το δέρμα της, που φούσκωνε και πάλλονταν από κάτω, έκανε το μέτωπο της να δείχνει διπλάσιο. Το κάλυψε με μια τούφα από τα μαλλιά της και σταμάτησε να το σκέφτεται. Δεν είχε χρόνο να ανησυχεί για κάτι τέτοιο τώρα, είχε ήδη αρκετά στο μυαλό της.
Από τη μία, σήμερα κόντεψε να χάσει τη ζωή της δύο φορές. Από την άλλη, αν και έφτασε στο προκαθορισμένο ραντεβού της με μισή ώρα καθυστέρηση, ο υπεύθυνος δέχτηκε να τη συναντήσει, δίχως καν να ζητήσει μια εξήγηση για την αδικαιολόγητη αργοπορία της. Αυτό πρέπει να είναι καλό σημάδι, σκέφτηκε, ξεφυσώντας ανακουφισμένη. Παρά την αλλόκοτη μέρα που είχε ως τώρα, παρά την εξάντληση που αισθανόταν από τη δοκιμασία που μόλις πέρασε, παλεύοντας με το ίδιο της το σώμα, αποφάσισε να απομακρύνει τις αρνητικές σκέψεις από το μυαλό της και να επικεντρωθεί στα θετικά.  
    Άφησε το βλέμμα της να περιπλανηθεί στο χώρο. Το λόμπυ ήταν άδειο, εκτός από την όμορφη ρεσεψιονίστ που μιλούσε χαμηλόφωνα στο τηλέφωνο και της έριχνε συχνά εξεταστικές ματιές. Το βλέμμα της έκανε την Στεφανία να αισθανθεί άβολα, αλλά πάλι, όλα τα βλέμματα την έκαναν να αισθάνεται έτσι. Το βλέμμα του παράξενου, άγνωστου άντρα που συνάντησε λίγη ώρα πριν στο σταθμό του μετρό ξαναγύρισε στο μυαλό της. Είχε συναντήσει διάφορους τρελούς και εκκεντρικούς τύπους στους δρόμους της μεγαλούπολης τα τελευταία 5 χρόνια που έμενε μόνη της, μα κανένας δεν μπορούσε να συγκριθεί με αυτόν. Η εμφάνιση του δεν άφηνε καμία υποψία για την επικινδυνότητα του χαρακτήρα του. Το αντίθετο. Η ομορφιά του σε τραβούσε να τον επεξεργαστείς αχόρταγα με το βλέμμα σου. Το βλέμμα του όμως, τα αλλόκοτά λόγια του! Η Στεφανία δεν μπορούσε να αποσιωπήσει μέσα της την αναίτια αίσθηση που την κυρίευσε όταν στάθηκε απέναντι του. Αυτή την ενοχλητική αίσθηση πως τον γνώριζε, πως της ήταν οικείος. Κούνησε το κεφάλι της νευρικά. Το μυαλό της είχε φυλακιστεί μέσα σε ένα αίνιγμα και έκανε πάλι κύκλους. Για να ξορκίσει την εικόνα του, που κάθε τόσο πετάγονταν μπροστά της, άρπαξε ένα από τα φυλλάδια που βρήκε ακουμπισμένο στο γυάλινο τραπεζάκι δίπλα της και άρχισε να διαβάζει το προφίλ της εταιρείας:
«Ο κύριος στόχος που επιδιώκεται από τον Οργανισμό για τη στήριξη της βιολογικής πολυμορφίας είναι η διασφάλιση και η διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος σε όλο τον κόσμο, καθώς και η προώθηση της ιδέας της προστασίας της φύσης και  εντός της κοινωνίας .Ο Οργανισμός μας υποστηρίζει την ανάπτυξη της επιστημονικής, πρακτικής και ενημερωτικής δραστηριότητας που πραγματοποιείται στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος, συμμετέχοντας ενεργά σε οποιαδήποτε προσπάθεια έχει ως στόχο την διατήρηση σπάνιων ειδών προς εξαφάνιση».

Έκλεισε απαλά το φυλλάδιο ανάμεσα στις παλάμες της και χαμογέλασε αφηρημένα. Η Στεφανία, αν και είχε ζήσει όλη της τη ζωή στην πόλη, στα όνειρα της έβλεπε πάντα δάση. Πίστευε πως μέσα τους κρύβονταν όλες οι απαντήσεις στα ατελείωτα ερωτήματα της ανθρωπότητας. Πίστευε πως, αν τα παρατηρούσες, θα έβρισκες πως μέσα τους κρύβονται οι ρίζες της ανθρώπινης ύπαρξης, το ακατέργαστο υλικό της ίδιας της ζωής. Φυσικά αυτές τις απόψεις τις κρατούσε πάντα για τον εαυτό της. Καμιά από τις ανάδοχες οικογένειες που την φιλοξένησαν όλα αυτά τα χρόνια δεν έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη για τη φύση. Δεν υπήρχε χρόνος βλέπεις για αυτά. Η καθημερινότητα της βιοπάλης δεν επέτρεπε σε κανέναν τους να ονειροπολεί και να αναρωτιέται για την αρχή και το τέλος όλων των πραγμάτων. Η Στεφανία λοιπόν, επισκεπτόταν τα πάρκα της πόλης που έμενε κάθε φορά μόνον με το σχολείο. Κανένα από τα παράθυρα των δωματίων που την φιλοξένησαν στο πέρασμα των χρόνων δεν είχε θέα κάποιο κήπο. Τα μόνα τοπία που κάθε φορά γέμιζαν τα παιδικά και εφηβικά της μάτια ήταν αυτά των τσιμεντένιων τοίχων και των πολυκατοικιών που δέσποζαν στις κακόφημες γειτονιές της κάθε πόλης.
    Άφησε το βλέμμα της να περιπλανηθεί ακόμη μια φορά στο χώρο. Το λόμπυ της εταιρείας ήταν γεμάτο με φυτά εσωτερικού χώρου και φωτογραφίες από ειδυλλιακά τοπία. Τα φωτεινά χρώματα που έντυναν τους τοίχους δεν θύμιζαν σε τίποτα το αγχωτικό, γκρίζο μοτίβο της πόλης που παραμόνευε απ’ έξω. Αν κατάφερνε να πάρει αυτή τη δουλειά θα τους ζητούσε να μετακομίσει το κρεβάτι της στο λόμπυ της εταιρείας, σκέφτηκε, και χαμογέλασε κρυφά. Η φωνή της ρεσεψιονίστ αντήχησε στο άδειο λόμπυ. «Περάστε δεσποινίς, ο Διευθυντής σας περιμένει». Ο διευθυντής…γιατί όχι ο υπεύθυνος του προσωπικού; Αναρωτήθηκε καθώς σηκώθηκε και ακολούθησε τη ρεσεψιονίστ στο βάθος του διαδρόμου. Δεν συναντιόταν κάθε μέρα με τόσο σημαντικούς ανθρώπους και ο πανικός είχε αρχίσει να την καταβάλει με κάθε βήμα που έκανε προς τη βαριά πόρτα του γραφείου. Για ακόμη μια φορά, έπρεπε να βρει τις λέξεις να πείσει τον μελλοντικό της εργοδότη πως η παρουσία της στην εταιρεία του θα του ήταν πολύτιμη, όταν η ίδια γνώριζε καλά πως δεν είχε ούτε τα μισά από τα απαιτούμενα προσόντα για τη θέση που επιδίωκε να καλύψει. Δεν είχε πρόβλημα να πείσει τους υπεύθυνους προσωπικού μικρότερων εταιρειών, όμως η περίπτωση του Κάϊλ Γουντ, του διευθυντή αυτού του οργανισμού, της φάνταζε βουνό.
Η ρεσεψιονίστ άνοιξε την πόρτα του γραφείου, δίχως να την χτυπήσει, κοίταξε τη Στεφανία και της χαμογέλασε καθησυχαστικά. «Ο διευθυντής θα έρθει σε λίγο, παρακαλώ περάστε», της είπε και απομακρύνθηκε.
 Η Στεφανία βρήκε μια καρέκλα, την πιο κοντινή στην είσοδο του γραφείου, και κάθισε προσεκτικά, παρατηρώντας παράλληλα κάθε γωνιά του δωματίου. Το γραφείο είχε ευρωπαϊκό αέρα. Τα έπιπλα βαριά, θύμιζαν βασιλική κατοικία, όμως τα υφάσματα που τα έντυναν είχαν τη λάμψη και τα χρώματα του σήμερα. Η δεξιά πλευρά του δωματίου ήταν ένα τεράστιο παράθυρο με θέα την πόλη. Στην κεφαλή του δωματίου έστεκε σιωπηλό ένα μαύρο, περίτεχνα σκαλιστό γραφείο. Πάνω του υπήρχαν στημένες 3 οθόνες υπολογιστή, συνδεδεμένες σε αόρατους πύργους. Η Στεφανία ένιωσε ξαφνικά  λες και μπήκε στο δωμάτιο παρακολούθησης της ασφάλειας του κτιρίου και η περιέργεια άρχισε να τη τρώει. Ήθελε πάση θυσία να κρυφοκοιτάξει τις οθόνες, να δει τι προβάλουν. Αν και η λογική της την προέτρεπε να μην το κάνει, παρόλα αυτά σηκώθηκε από την καρέκλα που καθόταν και πλησίασε διστακτικά στο γραφείο. Πριν προλάβει όμως να φτάσει στις οθόνες, η πόρτα του γραφείου άνοιξε και ένας ψηλός, μαυροντυμένος άντρας μπήκε μέσα.
Από το κομψό του κουστούμι κατάλαβε αμέσως πως δεν είχε να κάνει με έναν ακόμη υπάλληλο της εταιρείας. Ο άντρας που την πλησίαζε, με ύφος σοβαρό και αυστηρό, ήταν σίγουρα ο διευθυντής. Σταμάτησε μερικά βήματα μακριά της και την κοίταξε προσεκτικά. Η σιωπή του την έκανε να ξεροκαταπιεί. Αισθάνθηκε την ανάγκη να δικαιολογηθεί για την αδιακρισία της, μα τελικά αποφάσισε πως ίσως θα ήταν καλύτερα να κρατήσει το στόμα της κλειστό. «Καλώς ήρθες», της είπε μετά από μερικά δευτερόλεπτα άχαρης σιωπής και συνέχισε, «Ξέρεις ήδη φαντάζομαι ποιος είμαι, οπότε οι συστάσεις είναι περιττές. Δεν έχω σκοπό να φάω το χρόνο σου με λεπτομέρειες και άσκοπες κουβέντες, γι' αυτό θα σου πω ευθύς αμέσως τι μπορώ να κάνω για εσένα».
Η Στεφανία τον κοίταξε γεμάτη απορία. Η αλήθεια ήταν πως, μέσω της ενασχόλησης της με την φύση και τον εθελοντισμό, είχε ακούσει και είχε διαβάσει αρκετά πράγματα για τις δραστηριότητες και την προσφορά του συγκεκριμένου οργανισμού, αλλά δεν είχε δει ποτέ ούτε μια φωτογραφία του ανθρώπου που τον διοικούσε τόσα χρόνια. Ο άντρας που στεκόταν απέναντι της δεν ήταν πάνω από 35 ετών, ασυνήθιστα νέος για τη θέση που κατείχε. Τα μαλλιά του ήταν κατάμαυρα, κοντά και ελαφρώς κυματιστά. Το πρόσωπο του αρρενωπό, το βλέμμα του έντονο, τα μάτια του ένας συνδυασμός ζεστού μελί και πράσινου - πανέμορφα, μα κρύα και αυστηρά. Έβηξε διακριτικά για να καθαρίσει το λαιμό της, συγκρότησε την έκφραση της και απάντησε:
 «Συγνώμη, μήπως εννοείται τι μπορώ να κάνω εγώ για εσάς; Αυτός δεν είναι άλλωστε ο σκοπός αυτής της συνέντευξης;».
«Η αλήθεια είναι πως δεν έχω κάποια θέση να σου προσφέρω», της απάντησε, γυρίζοντας της την πλάτη του και βηματίζοντας αργά προς την καρέκλα του γραφείου του. Στο άκουσμα των λέξεων που μόλις ξεστόμισε, η καρδιά της σταμάτησε. Η απογοήτευση την πλημμύρησε και το κεφάλι της έγειρε προς τα κάτω. Η φωνή του τώρα ερχόταν από το βάθος του γραφείου που ήταν καθισμένος.
«Μη στεναχωριέσαι. Μπορώ να σου προσφέρω κάτι πιο πολύτιμο πιστεύω. Μπορώ, ας πούμε, να σου προσφέρω όσα πάντα ήθελες να μάθεις για τους βιολογικούς σου γονείς». Το κεφάλι της Στεφανίας σηκώθηκε με τόση φόρα που φοβήθηκε στιγμιαία πως θα ξεκολλήσει από τη βάση του λαιμού της.
«Πώς… είπατε; Τους γονείς μου;», κατάφερε να ψελλίσει, σχεδόν τρέμοντας.
Ο άντρας σηκώθηκε αργά απ' τη καρέκλα του γραφείου του, έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του παντελονιού του και περπάτησε προς το τεράστιο παράθυρο που κάλυπτε τον τοίχο του γραφείου. «Ναι Στεφανία, για τους γονείς σου», είπε δίχως να την κοιτάξει, «και ειδικά για τον πατέρα σου».

Παρασκευή 30 Απριλίου 2010

Κεφάλαιο 3ο ΣΚΕΨΕΙΣ


     Τα πόδια του Άρβιν έδειχναν να μην αγγίζουν το έδαφος, καθώς διέσχιζε με ταχύτητα τους γεμάτους κόσμο δρόμους της πόλης. Ευτυχώς για αυτόν, δεν χρειάστηκε να σπρώξει πολλούς περαστικούς για να συνεχίσει απρόσκοπτος την πορεία του. Τα σώματα τους παραμέριζαν από μόνα τους για να περάσει, στο άκουσμα και μόνο του θορύβου που έκαναν οι βαριές του μπότες. Τα πόδια του δρασκέλιζαν με ευκολία αθλητή τα πλακόστρωτα πεζοδρόμια. Η κίνηση του όμως, η ευλυγισία και η σβελτάδα με την οποία απέφευγε κάθε εμπόδιο στο δρόμο του, ξεπερνούσε τις ικανότητες οποιουδήποτε αθλητή. Δεν ήταν λίγοι αυτοί, που στο πέρασμα του κοντοστάθηκαν και τον κοίταξαν απορημένοι, πριν ξαναβάλουν τα ακουστικά από το iPod τους στα αυτιά και συνεχίσουν το δρόμο τους. Οποιαδήποτε άλλη μέρα θα ήταν πολύ πιο προσεκτικός να μη τραβάει τόσο τη προσοχή του κόσμου, όμως σήμερα δεν τον ένοιαζε τόσο. Δεν είχε χρόνο να αποφύγει τα απορημένα βλέμματα ή να επηρεάσει τις σκέψεις του κόσμου γύρω του, όπως συνήθως. Το μυαλό του δούλευε ήδη γρήγορα και μεθοδικά, προσπαθώντας να λύσει τους γρίφους της ημέρας.
     Καθώς κατηφόριζε όλο και πιο κοντά στο κέντρο της πόλης, νέες μυρωδιές, πιο δυνατές και πλούσιες, χτύπησαν τα ρουθούνια του, κάνοντας τον για μια στιγμή να χάσει τον ειρμό των σκέψεων του. Τα εστιατόρια του κέντρου είχαν ανοίξει ήδη τις πόρτες τους. Το κεφάλι του γέμισε εικόνες από δεκάδες διαφορετικά πιάτα φαγητού, καθώς η ώρα του μεσημεριανού πλησίαζε και το κέντρο γέμιζε σιγά-σιγά με τον κόσμο από τα εκατοντάδες γραφεία που στεγαζόταν τριγύρω. Το πλήθος, η βοή του κόσμου και οι ανάμεικτες μυρωδιές του αστικού τοπίου άρχισαν και πάλι να τεντώνουν τα νεύρα του. Καθώς το δέρμα του άρχισε να τραβάει και το σώμα του να τρέμει ελαφρώς, το βλέμμα του εξερεύνησε προσεκτικά την περιοχή και σταμάτησε απότομα στην άλλη πλευρά του δρόμου. Στα αριστερά του εντόπισε ένα μικρό, περίφρακτο πάρκο. Πέρασε το δρόμο με το κεφάλι του σκυμμένο και κατευθύνθηκε προς την είσοδο του.
     Η πόρτα έκλεισε πίσω του με ένα δυνατό τρίξιμο. Το πάρκο ήταν άδειο και το πυκνό φύλλωμα των χαμηλών δέντρων που το περιτριγύριζαν του έδωσε μια επίπλαστη αίσθηση ηρεμίας και απομόνωσης. Αγνόησε τα διάσπαρτα παγκάκια και κάθισε στο λεπτό γρασίδι, απορροφώντας με όλες του τις αισθήσεις το φρέσκο άρωμα που ανάδιδε το χώμα και το πράσινο χαλί που το σκέπαζε. Ένιωσε για λίγο σαν να ξαναγύρισε σπίτι του. Τα μπράτσα του έπεσαν χαλαρά δεξιά και αριστερά από το πελώριο σώμα του. Άπλωσε τα χέρια του και ακούμπησε το έδαφος με τις ανοιχτές του παλάμες. Το γρασίδι γέμισε τις χούφτες του και τα νύχια του εισχώρησαν βαθιά στο μαλακό χώμα. Εισπνοή, εκπνοή. Το στέρνο του ανεβοκατέβαινε σαν τρελό και το σάλιο στέγνωνε μέσα στο στόμα του, πριν προλάβει να φτάσει στο λαιμό του. Του πήρε κάμποση ώρα να χαλαρώσει, μα μόλις είχε αρχίσει να τα καταφέρνει η εικόνα της άγνωστης γυναίκας που μόλις συνάντησε ξεπετάχτηκε και πάλι στο μυαλό του.
    Η γυναίκα του σταθμού ήταν ο γρίφος της ημέρας. Η μυρωδιά από το αίμα της τον έκανε να χάσει την αυτοσυγκέντρωσή του αρκετές φορές. Η μυρωδιά όμως του κορμιού της τον έκανε να χάσει την αυτοσυγκράτηση του άλλες τόσες. Τίποτα το αφύσικο ως εδώ, σιγομουρμούρισε. Όσοι ήταν σαν και αυτόν είχαν πάντα πρόβλημα στο να ελέγξουν με επιτυχία τις βασικές τους ανάγκες: δηλαδή την πείνα και την ανάγκη για σεξουαλική επαφή. Το πρόβλημα ξεκινά από τη στιγμή που τα δύο ένστικτα μπερδεύονται. Είχε δει και είχε ζήσει πολλά στη ζωή του, μα ποτέ δεν είχε αντιμετωπίσει ξανά κάτι τέτοιο. Οι γραμμές μεταξύ των δύο ενστίκτων ήταν πάντα ξεκάθαρες γι' αυτόν. Δεν «έπαιζε» ποτέ με το φαί του. Υπήρχαν όμως και αυτοί που διάλεγαν που και που να «παίξουν». Δεν ήταν πλέον λίγες οι θνητές γυναίκες που χρησιμοποιούσαν τον κίνδυνο ως αφροδισιακό, παίζοντας με περίσσιο ενθουσιασμό το παιχνίδι της υποταγής με κάθε λογής πλάσμα. Όμως οι όμοιοί του, δεν μπέρδευαν ποτέ την οσμή των σωμάτων. Τι κάνει λοιπόν αυτή την περίπτωση τόσο μοναδική; Η γυναίκα του σταθμού φάνηκε να έχει παντελής άγνοια για τη διπλή της ιδιότητα. Το ανθρώπινο αίμα που έτρεχε στις φλέβες της μύριζε σαν το πιο ακριβό πιάτο στο μενού. Το σώμα της όμως…το σώμα της ανάδιδε την οσμή του δάσους μετά από μια δυνατή καλοκαιρινή μπόρα. Την οσμή, δηλαδή, των δικών του ανθρώπων.
     Ο γρίφος είχε αρχίσει να ταλαιπωρεί τα ήδη εύθραυστα νεύρα του. Θα τον ευχαριστούσε πολύ μια γρήγορη και εύκολη απάντηση. Πραγματικά, δεν ήθελε να χάσει ούτε ένα ακόμη δευτερόλεπτο από το χρόνο του εξετάζοντας τα ενδεχόμενα στο μυαλό του. Η ύπαρξη της και μόνο είχε αρχίσει να τον κουράζει και να τον εκνευρίζει αφάνταστα. Από τη μία, το ενδεχόμενο να υπάρχουν και να κυκλοφορούν ελεύθερα στη πόλη όντα άγνωστης προέλευσης αποτελούσε απειλή για όλους τους. Την τελευταία φορά που κάτι τέτοιο συνέβη λίγο έλλειψε να αφανιστεί το είδος του και μαζί του όλα τα πλάσματα που η ζωή τους ή οι συνήθειες τους παρέκλιναν, έστω και λίγο, από αυτές των ανθρώπων.  Βέβαια, μετά από τόσους αιώνες δύσκολης συνύπαρξης και πολέμων μεταξύ των ειδών, κάποιοι θα χαιρόταν ιδιαιτέρα με το χαμό των υπολοίπων, όμως ο κοινός τους εχθρός, ο άνθρωπος, τους κρατούσε για την ώρα ενωμένους σε μια άβολη συμμαχία. Από την άλλη, ο ατρόμητος τρόπος της άγνωστης αυτής γυναίκας, το θράσος των οργισμένων της απαντήσεων, μαρτυρούσε πως γνώριζε, έστω και υποσυνείδητα, τη δύναμη της και την επιδείκνυε με κάθε ευκαιρία. Η συμπεριφορά της τον μπέρδευε. Δεν είχε δει ίχνος φόβου στα μάτια της, όμως μπορούσε να τον οσφρανθεί στον ιδρώτα του κορμιού της.
Έτριψε νευρικά το χέρι του πάνω στα κοντοκουρεμένα, μαύρα του μαλλιά και αποφάσισε να την κατατάξει, δίχως δεύτερη σκέψη, στη πρώτη θέση της λίστας των πιο εκνευριστικών θηλυκών που είχε γνωρίσει στη μακριά ζωή του. Και ο Άρβιν είχε γνωρίσει αρκετά. Το τελευταίο από αυτά μάλιστα είχε το τέλος που του άξιζε, σκέφτηκε, καθώς εικόνες και αισθήματα από το παρελθόν πλημμύρισαν το μυαλό του δίχως να τα προσκαλέσει.
Το δέρμα της Ανιέλ ήταν το ίδιο λευκό και λείο, με αυτό της γυναίκας από το σταθμό του μετρό. Μα οι ομοιότητες μεταξύ τους σταματούσαν εκεί. Η ομορφιά της Ανιέλ δεν είχε μέτρο σύγκρισής, σαγήνευε όλα τα είδη και τα οδηγούσε στο χαμό με περίσσια χαρά. Τα θύματα της έρχονταν στην ίδια, δεν χρειαζόταν καν να τα ψάξει. Το μυαλό της είχε τόση δύναμη που μπορούσε να σε εξουσιάζει από χιλιόμετρα μακριά. Μπορούσε με μια ματιά της να σε γονατίσει. Με ένα σπρώξιμο του χεριού της να σε πετάξει μέτρα μακριά. Με μια κουβέντα της….με μια κουβέντα της μπορούσε να σε εξοργίσει τόσο, ώστε να την σκοτώσεις! Τώρα που το καλοσκεφτόταν, ίσως οι ομοιότητες μεταξύ των δύο γυναικών να μη σταματούσαν μόνο στο χρώμα και την όψη του δέρματος τους. Αυτό το υπεροπτικό, εκνευριστικό ύφος της γυναίκας στο σταθμό του μετρό το είχε ξαναδεί. Ήταν το ύφος των υψηλά ιστάμενων θηλυκών στην ιεραρχία του κάθε είδους. Το θέμα είναι πως στο δικό του μυστικό κόσμο δεν υπήρχαν γυναίκες σε τέτοιες θέσεις.
Έβαλε το χέρι του στην τσέπη του τζάκετ του και έπιασε το κινητό του τηλέφωνο. Με μια μόνο κίνηση πάτησε το κουμπί της γρήγορης επανάκλησης και έφερε το ακουστικό στο αυτί του. Στο δεύτερο χτύπημα μια επιβλητική ανδρική φωνή απάντησε.
     -    Πες μου Άρβιν. Τι έχουμε;
     -    Θέμα έχουμε και μάλιστα από αυτά που δεν συναντάς κάθε μέρα.
     -    Μίλα μου, τι βρήκες;
     -    Κάποια που μας μοιάζει πολύ κυκλοφορεί ελεύθερα στη πόλη. Το θέμα είναι   πως αυτή η γυναίκα δεν είναι ουσιαστικά μία από εμάς;
     -     Δηλαδή;
     -     Δηλαδή… έχουμε να κάνουμε με ένα εντελώς καινούργιο είδος.
 Σιωπή απλώθηκε στη γραμμή.
      -     Κάϊλ; Με ακούς;
      -    Σε ακούω. Πες μου που την συνάντησες.
Η παντελής έλλειψη έκπληξης στη φωνή του Κάϊλ άρχισε να τον υποψιάζει άσχημα.
-            -Στο σταθμό του μετρό, δύο γωνίες μακριά από το γραφείο σου.
Σιωπή και πάλι. Ο Άρβιν είχε αρχίσει πλέον να χάνει την υπομονή του.
-          -Πες μου τι να κάνω Κάϊλ, περιμένω εντολές.
-          -Έλα από το γραφείο και κράτα τη ψυχραιμία σου.
-          -Θα σου πρότεινα να ξανασκεφτείς την απάντηση σου. Αν έρθω από εκεί θα χάσω τελείως τα ίχνη της.
-          -Μην ανησυχείς Άρβιν.
-          -Μην παίζεις με τα νεύρα μου Κάϊλ. Δεν είναι η κατάλληλη μέρα.
-          -Δεν θα χάσεις τα ίχνη της Άρβιν, διότι η γυναίκα που ψάχνεις αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο λόμπυ της εταιρείας.
Το χέρι του Άρβιν έσφιξε με τόση δύναμη το κινητό τηλέφωνο που κρατούσε, που η οθόνη του ράγισε.

Κεφάλαιο 2ο Η Γνωριμία (Μέρος Β)


Η πλάτη της Στεφανίας χτύπησε με φόρα στον τοίχο και η αναπνοή της χάθηκε μέσα απ' τα πνευμόνια της. Θα έπρεπε να σωριαστεί στο πάτωμα, μα τα πόδια της την κράτησαν όρθια, δίχως καν να διαμαρτυρηθούν. Το σοκάκι ήταν ασυνήθιστα σκοτεινό, λες και ο ήλιος είχε χαθεί απ’ τον πρωινό ουρανό. Οι τεράστιοι τοίχοι των κτιρίων που το περιστοίχιζαν ανέδιδαν μια  έντονη μυρωδιά υγρασίας και αποσύνθεσης. Κόλλησε την πλάτη της στο μαυρισμένο τοίχο και παρακολούθησε με προσοχή τις κινήσεις του άγνωστου άντρα, που βημάτιζε τώρα νευρικά μπροστά της. Τίποτα στις κινήσεις του δεν της θύμιζε άνθρωπο. Ο τύπος απέναντι της την περικύκλωνε και την κοιτούσε σαν αγρίμι έτοιμο να επιτεθεί στη λεία του. Τα μάτια του έμοιαζαν να φωσφορίζουν στο λιγοστό φως, ένα απόκοσμο κόκκινο χρώμα έλαμπε στο βάθος της κάθε κόρης. Κοιτώντας τον, η Στεφανία αποφάσισε να μην λάβει σοβαρά τα σήματα κινδύνου που το ένστικτό της έστελνε στον εγκέφαλο της. Αν τα έπαιρνε σοβαρά, θα πανικοβάλλονταν τόσο πολύ, που δεν θα κατάφερνε να βγει ζωντανή από εκείνο το σοκάκι. Αποφάσισε πως, στην προκειμένη περίπτωση, η καλύτερη άμυνα ήταν η επίθεση.
«Τι θέλεις επιτέλους από μένα; Μίλα!», φώναξε δίχως να το πολυσκεφτεί. Ο άντρας γύρισε απότομα το κεφάλι του προς το μέρος της και το απειλητικό του βλέμμα την έκανε να χάσει τη φωνή της. Ίσως τελικά η επίθεση να μην ήταν η καλύτερη επιλογή αυτή τη φορά, σκέφτηκε και κόλλησε ξανά την πλάτη της πάνω στον τοίχο που βρισκόταν πίσω της.  
«Απαντήσεις. Πες μου πώς σηκώθηκες με τόση ευκολία από το πάτωμα εκεί μέσα; Πες μου γιατί οι κινήσεις σου είναι τόσο γρήγορες; Πώς μία γυναίκα σαν εσένα μπορεί να ανακόψει τη φόρα ενός άντρα που είναι διπλάσιος από την ίδια;», της απάντησε ο άγνωστος άντρας, μηδενίζοντας με ένα μόνο βήμα του την λιγοστή απόσταση που υπήρχε μεταξύ τους.
 Όλες εύλογες  ερωτήσεις, σκέφτηκε η Στεφανία, μα δεν είχε την παραμικρή ιδέα πώς να απαντήσει. «Το μόνο που ξέρω είναι πως έχασα τις αισθήσεις μου εκεί μέσα. Εσύ κατάφερες με κάποιο τρόπο να με συνεφέρεις», του απάντησε, δίχως να μπορεί να κρύψει τον εκνευρισμό και τη σύγχυσή της αυτή τη φορά. «Μην περιμένεις βέβαια να σ' ευχαριστήσω, γιατί όσο περνάει η ώρα τόσο και πιο πολύ εύχομαι να με είχες αφήσει σωριασμένη σ' εκείνη την πλατφόρμα! Όσο για όλα τα υπόλοιπα δεν ξέρω να σου απαντήσω. Μάλλον η αδρεναλίνη μου χτύπησε κόκκινο και απέκτησα υπερφυσικές δυνάμεις! Θέλεις κάτι άλλο;».
    Σε αυτό το τελευταίο ο άντρας που στεκόταν μπροστά της έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. Το σώμα του χαλάρωσε κάπως και το βλέμμα του μαλάκωσε αισθητά. Ένα απίστευτο βάρος ήταν σαν να σηκώθηκε εκείνη τη στιγμή από τα στήθος της Στεφανίας και η αναπνοή της άρχισε και πάλι να αποκτά φυσιολογικούς ρυθμούς. Η ένταση μεταξύ τους άρχισε να εξανεμίζεται αργά-αργά, χωρίς καν να ανταλλάξουν κουβέντα. Τελείωσε, σκέφτηκε. Ανακούφιση. Επιτέλους, πίστεψε πως λέω την αλήθεια. Μα πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη σκέψη της, τα χέρια του άρπαξαν τα δικά της και την τράβηξε με φόρα πάνω του. Το στήθος της χτύπησε πάνω στο στέρνο του. Το σώμα του ήταν σκληρό σαν πέτρα. Τα μπράτσα του ξαφνικά της φάνηκαν τεράστια. Ο πανικός που την κατέλαβε σε κλάσματα δευτερολέπτου της έκοψε και πάλι την ανάσα. Η Στεφανία τώρα πια ήθελε να ουρλιάξει, μα πριν προλάβει να το κάνει το πρόσωπο του χώθηκε στη καμπύλη του λαιμού της και τον ένιωσε να εισπνέει βαθιά την μυρωδιά της. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της σαστισμένη. Το αναθεματισμένο καρδιοχτύπι που τη βασάνιζε όλο το πρωί είχε επιστρέψει με ιδιαίτερη μανία, όμως, ο άγνωστος άντρας που την αναστάτωσε είχε ήδη εξαφανιστεί από μπροστά της.

Πέμπτη 29 Απριλίου 2010

Κεφάλαιο 2ο Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ


Καθώς το κεφάλι της Στεφανίας χτύπησε το πάτωμα της πλατφόρμας τα πάντα γύρω της μαύρισαν στιγμιαία. Νεκρική ησυχία γέμισε και πάλι τα αυτιά της. Η σιωπή την γέμισε γαλήνη. Αποφάσισε υποσυνείδητα να μην το παλέψει παραπάνω. Αποφάσισε να αφήσει απλά να την καταβροχθίσει το σκοτάδι, να σταματήσει τον πόνο στο στήθος της και να την βοηθήσει να κοιμηθεί, να ξαποστάσει. Ένιωθε ήδη εξουθενωμένη από την προσπάθεια της να κρατηθεί όρθια σε αυτή την άθλια πλαστική καρέκλα του σταθμού.
Τι παράξενη μέρα! Σήμερα το πρωί ξύπνησε πιστεύοντας πως αυτή θα είναι η μέρα που θα αλλάξει τη ζωή της. Δεν πέρασε στιγμή απ' το μυαλό της πως ο θάνατος είναι ίσως η μεγαλύτερη αλλαγή που μπορεί να συμβεί στη ζωή ενός ανθρώπου. Ναι, σίγουρα κάτι τέτοιο θα άλλαζε τα πάντα, σωστά; Ήθελε να γελάσει υστερικά με την αφέλεια της, αλλά δεν μπορούσε. Κάτι βαρύ πίεζε τώρα το στέρνο της. Το βάρος έκανε τα πνευμόνια της να καίνε και το κάψιμο άρχισε να επεκτείνετε και σε όλο της το κορμί με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Τα μάτια της άνοιξαν με μιας. Τα φώτα του σταθμού την τύφλωσαν στιγμιαία και η βαθιά εισπνοή που πήρε έκανε το κορμί της να πεταχτεί σαν ελατήριο από το πάτωμα. Νεκρική σιγή. Τα αυτιά της ήταν και πάλι ερμητικά κλειστά στους ήχους. Ο κόσμος που είχε μαζευτεί γύρω της να τη βοηθήσει, υποχώρησε τρομαγμένος, όμως δεν σταμάτησε στιγμή να την επεξεργάζεται με το βλέμμα του. Δεκάδες μάτια πάνω της! Το επίκεντρό της προσοχής όλων. Ο χειρότερος εφιάλτής της έπαιρνε σάρκα και οστά.
Ίσως θα ήταν καλύτερα να είχα πεθάνει, σκέφτηκε πανικόβλητή, καθώς έψαχνε κάπου να κρυφτεί, ώστε να αποφύγει τα εξεταστικά βλέμματα των γύρω. Κάνοντας στροφή, ψάχνοντας για την έξοδό, το σώμα της έπεσε με φόρα πάνω σε κάποιο τοίχο.  Τα χέρια της υψώθηκαν μπροστά στο στήθος της σχεδόν αυτόματα, σε μια προσπάθεια να ανακόψει τη σύγκρουσή της με το τσιμέντο. Τότε μόνο κατάλαβε πως το εμπόδιο που πάσχιζε να αποφύγει δεν ήταν τοίχος. Ο άντρας που στεκόταν μπροστά της ήταν ψηλός και γεροδεμένος. Ένα φυσικό εμπόδιο που της έφραζε τη μόνη διέξοδο διαφυγής που είχε καταφέρει να εντοπίσει στο χώρο. Ένιωσε την ανάγκη να τον διατάξει να μετακινηθεί και την ίδια ακριβώς στιγμή αναρωτήθηκε από πότε το να δίνει διαταγές σε αγνώστους της έβγαινε με τόση φυσικότητα. Ο άντρας άνοιξε το στόμα του να μιλήσει. Δίχως προειδοποίηση η ακοή της επανήλθε και η μεστή, βραχνή φωνή του γέμισε τα αυτιά της.
«Τι ακριβώς είσαι;» τη  ρώτησε και η Στεφανία έμεινε να τον κοιτά αποσβολωμένη.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Άρβιν εξέτασε με το βλέμμα του τη γυναίκα που στεκόταν απέναντι του και τον κοιτούσε αποσβολωμένη. Τα μάτια του περιπλανήθηκαν πάνω της, ξεκινώντας χαμηλά από τα απλά παπούτσια της και φτάνοντας μέχρι το πρόσωπο της. Η παρουσία της δεν του έδινε κανέναν στοιχείο. Με τα ανακατωμένα, καστανόξανθα μαλλιά της έμοιαζε με χιλιάδες άλλες γυναίκες που καθημερινά συναντά κανείς στους δρόμους της πόλης. Τα ρούχα της ήταν μονόχρωμα και συντηρητικά. Έδιναν την εικόνα ανθρώπου που δουλεύει σε γραφείο κάποιας μεγάλης εταιρείας. Όσο για το σώμα της, ήταν καλά κρυμμένο κάτω από το χοντρό, σκούρο παλτό που φορούσε. Το πρόσωπό της όμως του θύμιζε τις γυναίκες που πολλά χρόνια πριν κοσμούσαν τους πίνακες ζωγραφικής στα σπίτια των αρχόντων και των αριστοκρατών. Η επιδερμίδα της ήταν λεία, καθαρή και λευκή, σαν το χιόνι. Τα μάτια της είχαν το γαλαζοπράσινο χρώμα που συναντά κανείς κοιτώντας το βυθό μιας λίμνης, όταν τον χτυπά το φως του ήλιου. Και αυτή η αθώα, σαστισμένη έκφρασή της…. είχε αρχίσει να τον εκνευρίζει αφάνταστα!
Η Στεφανία ίσα που είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται την αλλαγή στο βλέμμα του αγνώστου άντρα που είχε απέναντι της, όταν ένας μεσήλικας άντρας τους πλησίασε. «Είστε καλά δεσποινίς μου;», την ρώτησε εμφανώς ανήσυχος. Το κεφάλι της Στεφανίας γύρισε αργά προς το μέρος του, μα πριν προλάβει να απαντήσει, ο άγνωστος άντρας ακούμπησε το χέρι του καθησυχαστικά στο μπράτσο του μεσήλικα, τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και είπε με σταθερή φωνή: «Η δεσποινίς είναι μαζί μου, θα την μεταφέρω εγώ στα επείγοντα, το κεντρικό νοσοκομείο της πόλης είναι μόλις μερικά τετράγωνα μακριά, μην ανησυχείτε καθόλου κύριε μου». Ο μεσήλικας άντρας τον κοίταξε σιωπηλός για μερικά δευτερόλεπτα και έπειτα του χαμογέλασε ήρεμα και έκανε στροφή να φύγει, δίχως να πει δεύτερη κουβέντα.
Το σχεδόν υπνωτισμένο βλέμμα του έκρυβε από πίσω μια αλλόκοτη, αναίτια ευφορία, που έκανε την Στεφανία να ξεροκαταπιεί. Παρά την έντονη ζάλη της, το απορημένο βλέμμα της τον ακολούθησε εξεταστικά, καθώς απομακρύνονταν στο βάθος του σταθμού. Ένας ανεξήγητος φόβος τύλιξε τη ψυχή της όταν παρατήρησε πως ο άντρας που απομακρυνόταν μετέδιδε το ίδιο υπνωτισμένο βλέμμα σε όποιον από τους παραβρισκόμενους ακουμπούσε –δήθεν τυχαία- με το σώμα του. Σε λίγα μόλις λεπτά η προσοχή του συγκεντρωμένου κόσμου είχε ξαναγυρίσει στο φωτεινό πίνακα των ανακοινώσεων και στις μεταξύ τους συζητήσεις. Ο έντονος πόνος που είχε νιώσει η Στεφανία στο κέντρο του στήθους της ξαναγύρισε με οξύτητα και της έκλεψε τη μιλιά. Γύρισε το βλέμμα της για ακόμη μία φορά προς το μέρος του άντρα που στεκόταν μπροστά της.
«Τι είσαι;», ακούστηκε να την ξαναρωτά, εμφανώς πιο θυμωμένα και απειλητικά αυτή τη φορά. Σιωπή. Τώρα πια στεκόταν πρόσωπο με πρόσωπο. Τα μάτια του κολλημένα στα δικά της, περιμένοντας μια απάντηση, μια αντίδραση έστω, που θα πρόδιδε την καταγωγή της. Όταν τίποτα από αυτά δεν συνέβη, την άρπαξε με δύναμη από το μπράτσο και άρχισε να την σέρνει προς την έξοδο του σταθμού.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Στεφανία προσπαθούσε να βάλει τις σκέψεις της σε τάξη, καθώς τα πόδια της μπερδευόταν μεταξύ τους στην προσπάθεια της να συντονιστεί με το γρήγορο βήμα του άντρα που την τραβούσε απ' το μπράτσο. Ο κόσμος που διέσχιζε τους στενούς διαδρόμους του σταθμού παραμέριζε βιαστικά στο πέρασμα τους, ρίχνοντάς τους κλεφτές ματιές, γεμάτες απορία. Στα μάτια τους σίγουρα φάνταζαν ως ένα ακόμη ζευγάρι που προσπαθεί να λύσει τις όποιες διαφορές του δημοσίως. Η πόλη ήταν γεμάτη από εκνευρισμένους, φωνακλάδες κατοίκους, που δεν δίσταζαν να έρθουν στα χέρια για μικροδιαφορές. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν ήταν και πολλοί οι θαρραλέοι που θα έμπαιναν ανάμεσα τους να τους χωρίσουν, ειδικά όταν δεν γνώριζαν τι είδους όπλο μπορεί να κουβαλάει ο καθένας κάτω από τα ρούχα του.
Η Στεφανία ίσα που προλάβαινε να κοιτάξει τα απορημένα πρόσωπα που την προσπερνούσαν. Το μυαλό της δούλευε πυρετωδώς. Τι είχε αλήθεια μόλις συμβεί; Ποιος ήταν αυτός ο άντρας που την τραβούσε έτσι αποφασιστικά από το μπράτσο;  Πώς κατάφερε να σηκωθεί από το κρύο, βρώμικο πάτωμα; Τι ήταν αυτό όμως που την ανάγκασε αρχικά να σωριαστεί στο έδαφος; Η τελευταία ειδικά ερώτηση τη βασάνιζε ιδιαίτερα, μια και ποτέ στη ζωή της δεν είχε αρρωστήσει σοβαρά. Ποτέ δεν είχε πάει σε γιατρό ή έστω στο νοσοκομείο. Αυτό που της συνέβη ήταν πρωτόγνωρο και δεν είχε καμιά αμφιβολία μέσα της πως σήμερα έφτασε πολύ κοντά στο θάνατο. Αυτό που δεν ήξερε και δεν μπορούσε να κατανοήσει ήταν το γιατί αυτό συνέβη και πως κατάφερε να το ξεπεράσει τόσο εύκολα. Καθώς το μυαλό της έτρεχε με χίλια, κάνοντας ότι μπορεί για να δώσει μια -έστω κατά προσέγγιση- λογική απάντηση σε όσα της συνέβησαν, κάτι μέσα της άρχισε να συσσωρεύετε και να μεγαλώνει, να κάνει το αίμα της να βράζει. Στύλωσε με μια τα πόδια της στο έδαφος και το σώμα της ακινητοποιήθηκε.
            Τα δάχτυλα του Άρβιν βυθίστηκαν στη μαλακή σάρκα του μπράτσου της, καθώς το ακίνητο πια σώμα της του ανέκοψε τη φόρα και τον έκανε να χάσει το βηματισμό του. Ήταν τόσο αφοσιωμένος στην πορεία που είχε ήδη χαράξει στο μυαλό του, που δεν αντιλήφθηκε πως η γυναίκα που τραβούσε τόση ώρα από το μπράτσο είχε σταματήσει να τον ακολουθεί. Για τον ίδιο το μόνο που είχε σημασία ήταν να πάρει τις απαντήσεις που του χρειαζόταν. Η ιδέα και μόνο πως άλλοι σαν και τον ίδιο κυκλοφορούσαν ελεύθερα και δίχως καμιά εποπτεία στους δρόμους αυτής της πόλης τον αρρώσταινε. Ο κίνδυνος που ελλόχευε ήταν ασύλληπτος.
   Η μυρωδιά φρέσκου αίματος χτύπησε τη μύτη του και έκανε τα σωθικά του να γυρίσουν, όχι όμως από αηδία. Το συναίσθημα που τον κατέβαλε ήταν πιο δυνατό από τη λογική. Μια ξαφνική δίψα πλημμύρισε όλες τους τις αισθήσεις. Γύρισε το κεφάλι του και τα μάτια του εστίασαν αμέσως στην ανοιχτή πληγή που βρισκόταν στο μέτωπο της γυναίκας που κρατούσε ακόμη γερά από το μπράτσο. Δίχως να το καταλάβει σήκωσε το χέρι του για να ακουμπήσει την ανοιχτή πληγή στο μέτωπο της. Η φωνή της ανέκοψε την πορεία του χεριού του, πριν καν την ακουμπήσει.
«Ακούμπησε με και θα φύγεις από εδώ με ένα χέρι λιγότερο».
  Κάτω από άλλες συνθήκες ίσως να είχε βάλει τα γέλια. Καμία γυναίκα δεν τον είχε απειλήσει ξανά, γιατί καμιά λογική και έξυπνη γυναίκα δεν θα τα έβαζε με έναν άντρα που ήταν δύο φορές το μέγεθος της. Δύο ήταν λοιπόν τα ενδεχόμενα σε αυτή την κατάσταση: ή  αυτή η γυναίκα ήταν πολύ θαρραλέα ή απλά πολύ ηλίθια.
 «Άσε το μπράτσο μου και απομακρύνσου», τον διέταξε. Αυτή τη φορά δεν είχε καμία αμφιβολία στο μυαλό του: η γυναίκα δίπλα του εννοούσε κάθε λέξη που ξεστόμιζε και ήταν έτοιμη να κάνει ότι χρειαστεί για να εισακουστεί. Αυτό που δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει όμως ήταν γιατί ένιωσε ξαφνικά τόσο έντονα μέσα του την ανάγκη να την υπακούσει τυφλά. Τράβηξε το χέρι του από το μπράτσο της, σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα και στάθηκε προσοχή μπροστά της, σαν καλοκουρδισμένος στρατιώτης.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
    Όλες οι αισθήσεις της Στεφανίας ήταν τώρα πια σε εγρήγορση. Τα αυτιά της κατέγραφαν και επεξεργάζονταν χιλιάδες ήχους ταυτόχρονα. Οι μυείς του σώματος της είχαν πετρώσει σαν γροθιά. Ήταν έτοιμη να αποκρούσει οτιδήποτε θα ερχόταν προς το μέρος της, αν και -παραδόξως- έπαψε να αισθάνεται πλέον πως απειλείται. Αυτή η μέρα τελικά ήταν υπερβολικά παράξενη για να μπορέσει να τη χωρέσει και να την κατηγοριοποιήσει το μυαλό της.  Το βλέμμα της άρχισε να εξερευνάει για πρώτη φορά το πρόσωπο του άντρα που στεκόταν προσοχή μπροστά της.
   Δεν πρέπει να ήταν πάνω από 30 ετών. Το δέρμα του ήταν σκούρο, μα είχε μια απόκοσμη λάμψη. Οι έντονες γωνίες του προσώπου του τον έκαναν να δείχνει υπερβολικά αρρενωπό, μα και επικίνδυνο. Τα μάτια του είχαν ένα παράξενο γκριζοπράσινο χρώμα. Το βλέμμα του ήταν τόσο έντονο, που θα νόμιζες πως μπορεί να δει κάτω από το δέρμα σου. Για μία φευγαλέα στιγμή ο έντονος πόνος, που είχε νιώσει νωρίτερα, χτύπησε ξανά το στήθος της και εξαφανίστηκε το ίδιο γρήγορα όπως ήρθε. Μέχρι να συνέλθει πλήρως και να ξαναβρεί το χρώμα της, μια τρελή ιδέα πέρασε από το μυαλό της. Ο άγνωστος άντρας που στεκόταν απέναντι της πρέπει να ευθύνονταν για τα μικρά, μα έντονα καρδιακά επεισόδια που βίωνε. Βέβαια, δεν είχε καμιά απόδειξη πάνω στην οποία θα μπορούσε να στηρίξει αυτή της την θεωρία, πέρα από τη σύμπτωση της συνάντησης τους και την ταυτόχρονη εκδήλωση των συμπτωμάτων της. Την απέρριψε λοιπόν βιαστικά, ως εξωπραγματική, και έκανε ένα βήμα προς το μέρος του.
 «Ποιος είσαι;» κατάφερε να ψελλίσει, λιγότερο σίγουρη για τον εαυτό της αυτή τη φορά.

Ο άγνωστος άντρας την κοίταξε ξανά εξεταστικά. «Εγώ θα έπρεπε να κάνω τις ερωτήσεις και όχι εσύ», της απάντησε χαμηλόφωνα, κοιτώντας επιφυλακτικά τα πρόσωπα των ανθρώπων που τους προσπερνούσαν. «Σε ρωτάω για τελευταία φορά, τι είσαι;» είπε και η παράξενη εμμονή του στο ίδιο ερώτημα έκανε τη Στεφανία να χάσει εκ νέου την υπομονή της.
«Τι εννοείς; Τι χαζή ερώτηση είναι αυτή; Με τι σου μοιάζω;» του απάντησε, αυξάνοντας την ένταση της φωνής της αρκετά ντεσιμπέλ πάνω απ' το κανονικό.
«Μου μοιάζεις με ον που κάνει ότι μπορεί να κρύψει την πραγματική του ταυτότητα, μα δυστυχώς δεν μπορεί να ξεγελάσει τους πάντες», της απάντησε το ίδιο έντονα. 

Στο άκουσμα της απάντησης του, το στόμα της άνοιξε ασυναίσθητα από την έκπληξη. Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά στο κεφάλι αυτού του άντρα, σκέφτηκε. Ο τρόπος που την κοιτούσε και της μιλούσε της έδινε την εντύπωση πως γνώριζε κάτι για τη ζωή της, που η ίδια αγνοούσε. Αποφάσισε να τον πάρει με το μαλακό, μήπως αρχίσει έτσι να βγάζει κάποιο νόημα. «Δεν ξέρω καν το όνομα σου και ίσως θα έπρεπε να σ' ευχαριστήσω κιόλας, μια και υποπτεύομαι πως εσύ με βοήθησες να συνέλθω εκεί μέσα που ήμουν πεσμένη. Είσαι γιατρός;» τον ρώτησε χαμογελώντας όσο πιο αθώα μπορούσε.
    Τα χείλη του σχημάτισαν ένα διαβολικά ειρωνικό χαμόγελο, που τον έκανε να δείχνει ακόμη πιο επικίνδυνος. «Ναι, είμαι ειδικός στην ανθρώπινη ανατομία. Ξέρω όλα τα ανθρώπινα όργανα με αλφαβητική σειρά. Μπορώ να στα απαριθμήσω αν θέλεις, εκτός και αν προτιμάς απλά να σου πω ποια είναι τα αγαπημένα μου». Η Στεφανία ξεροκατάπιε. Δεν ήταν τόσο η εμφανής επιθετικότητα των λόγων του που έκανε το στομάχι της να σφιχτεί, όσο το βλέμμα του. Τα μάτια του είχαν αλλάξει χρώμα. Το γκρίζο είχε καταπιεί το πράσινο και έδειχναν διάφανα. 
    Η Στεφανία έκανε ένα βήμα προς τα πίσω, προσπαθώντας απεγνωσμένα να συνειδητοποιήσει όσα άκουγε και έβλεπε. Ηρέμησε, ηρέμησε, δεν είδες αυτό που νομίζεις, δεν μπορεί έλεγε και ξαναέλεγε στον εαυτό της. Ξαφνικά, το μυαλό της πήγε πίσω στο χρόνο, στα παραμύθια που διάβαζε μικρή για προϊστορικά τέρατα και βρικόλακες.  Δεν μπορεί! Και όμως, κάτι μέσα της, της έλεγε πως αυτός ο άντρας μπροστά της δεν αστειευόταν. Κάτι της έλεγε πως το αίμα που έσταζε τώρα από το κόψιμο στο μέτωπο της, του δημιουργούσε νευρικότητα.
    Συγκεντρώσου, μην τον φοβάσαι! μια φωνή απ' το πουθενά ήχησε μέσα της. «Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις με όλα αυτά και δεν έχω ούτε το χρόνο, μα ούτε τη διάθεση να αποκρυπτογραφήσω τα λόγια σου αυτή τη στιγμή. Αν προσπαθείς απλά να με τρομάξεις δεν τα καταφέρνεις», του απάντησε. Ψέματα, τα καταφέρνεις μια χαρά, σκέφτηκε, μα δεν άφησε το φόβο της να φανεί ούτε στη φωνή, ούτε στο πρόσωπό της.
«Τι βλέπεις μπροστά σου, θηλυκό;» την ρώτησε και έκανε ένα ακόμη βήμα προς το μέρος της. Τώρα βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής. Η κατάσταση είχε αρχίσει να την κάνει να νιώθει άβολα. Ένα μέρος του μυαλού της την πρόσταζε να αρχίσει να τρέχει πανικόβλητη. Το υπόλοιπο, την πρόσταζε να τον βάλει στη θέση του. Η ένταση μεταξύ τους άρχισε να παίρνει σχήμα, μπορούσες σχεδόν να την αγγίξεις, να την εισπνεύσεις.
«Βλέπω έναν παρανοϊκό και επικίνδυνο άντρα», απάντησε δίχως υπεκφυγές και αθώα χαμόγελα αυτή τη φορά.
«Βλέπεις καλά λοιπόν», της είπε και την τράβηξε μέσα στο έρημο σοκάκι, που μόλις είχε εντοπίσει με την άκρη του ματιού του.