Romance and Urban Fantasy Lit

  • Kelley Armstrong, J.R.Ward, Charlaine Harris, L.J. Smith, Kresley Cole, Gena Showalter

What is this place?

Έχω αλλάξει πολλές γνώμες για αυτό το χώρο και όχι άδικα. Η συγγραφή είναι δύσκολη και επίπονη δουλειά, απαιτεί πολύ γράψε-σβήσε…Η ιστορία που ξεκίνησα πριν κάποιους μήνες παίρνει λοιπόν καινούργια μορφή, επιδιώκει να γίνει καλύτερη –αλλά όχι τέλεια- οπότε τα σχόλια σας δεν θα είναι μόνο χρήσιμα, αλλά και απαραίτητα.

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2011

Κεφάλαιο 15ο Το Φιλί

Η Στεφανία περίμενε να πέσει απόλυτη σιωπή στο σπίτι για να βγει από το δωμάτιο  της. Πριν καληνυχτίσει την Σαλίνα είχε καταφέρει να την ρωτήσει που ακριβώς βρίσκετε το σπίτι του Άρβιν. Το βλέμμα της Σαλίνα την είχε προειδοποιήσει να μείνει μακριά του, μα με λίγη πίεση από την πλευράς της, έκανε τη Σαλίνα να της εξηγήσει τελικά που μπορούσε να τον βρει. Καθόλου δύσκολη αποστολή, μια και το σπίτι του ήταν μόνο μερικά μέτρα από αυτό του Κάϊλ.
    Η Στεφανία γλίστρησε σιωπηλά μέσα στην νύχτα και στάθηκε έξω από την αγροικία που της είχε υποδείξει η Σαλίνα. Άνοιξε τη βαριά ξύλινη πόρτα της, δίχως καν να μπει στο κόπο να χτυπήσει. Κάθε έννοια πολιτισμένης ανθρώπινης συμπεριφοράς την είχε ήδη εγκαταλείψει εδώ και ώρα. Δικαίωμα μου! Δεν είμαι καν άνθρωπος σκέφτηκε θυμωμένα και προχώρησε στο εσωτερικό του σπιτιού. Μια γλυκιά μυρωδιά κακάου και εξωτικών μυρωδικών χτύπησε τη μύτη της. Έκλεισε τα μάτια της και μπροστά της ήρθε ξαφνικά η εικόνα του Άρβιν. Είμαι στο σωστό σπίτι συλλογίστηκε καθώς ένα μειδίαμα εμφανίστηκε στα χείλη της. Προχώρησε αποφασιστικά στο κεντρικό δωμάτιο.
Ο χώρος ήταν λιτός, γεμάτος αναμμένα κεριά γύρω από το τζάκι και δύο κυκλικούς καναπέδες που στεκόταν άδειοι μπροστά του. Η Στεφανία προχώρησε αργά μέχρι το κέντρο του δωματίου. Στα αριστερά της τα ψηλά παράθυρα δεν είχαν καν κουρτίνες και το φως από το φεγγάρι έριχνε το ασημί του χρώμα πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Στα αριστερά της ο τοίχος ήταν γεμάτος ράφια φορτωμένα με βιβλία. Η περιέργεια της να δει τους τίτλους τη συνεπήρε στιγμιαία και ξέχασε το λόγο της μεταμεσονύχτιας επίσκεψης της. Πλησίασε συνωμοτικά τα ράφια και τεντώθηκε για να διαβάσει τα γράμματα στα εξώφυλλα των βιβλίων. Η πρώτη σειρά ήταν γεμάτη με βιβλία για μύθους απ' όλο τον κόσμο. Η δεύτερη είχε βιβλία με τη λέξη «βρικόλακες» να επαναλαμβάνετε σε κάθε τίτλο. Καθώς έσκυψε να διαβάσει τους τίτλους στην τρίτη σειρά μια αντρική φωνή την έκανε να αναπηδήσει τρομαγμένη.
«Βρε, βρε, τι έχουμε  εδώ;». Το σώμα της έκανε στροφή 180 μοιρών. Μπροστά της τώρα στεκόταν ένας νέος άντρας, με μακριά, μαύρα μαλλιά και παιδικό χαμόγελο. Παρά την επιβλητική του παρουσία, δεν της φάνηκε διόλου επικίνδυνος.
«Με λένε Άλμπερτ και εσύ πρέπει να είσαι η Στεφανία, σωστά;» τη ρώτησε και το χαμόγελο του έγινε ακόμη πιο πλατύ και πονηρό. Αν και δεν της άρεσε να γίνεται αγενής, ένιωσε ότι δεν ήταν η ώρα για συστάσεις.
«Ψάχνω τον Άρβιν» του απάντησε κοφτά.
«Δε νομίζω πως σε περιμένει» της απάντησε ο Άλμπερτ και το πονηρό χαμόγελο δεν άφησε στιγμή τα χείλη του.
«Πού είναι; Θέλω να τον δω τώρα» απάντησε ανυπόμονα πλέον η Στεφανία.
«Δέχεται μόνο με ραντεβού και όπως σου είπα δεν νομίζω να σε περίμενε απόψε» της είπε ο Άλμπερτ, επιχειρώντας ανεπιτυχώς να ελαφρύνει την ένταση που διέκρινε στο πρόσωπο της.
«Πού είναι;» επέμεινε η Στεφανία και ο θυμός της άρχισε να μεγαλώνει.
«Ξεκουράζεται» της απάντησε με σοβαρό πλέον ύφος ο Άλμπερτ.
«Ξύπνησε τον!» τον διέταξε η Στεφανία.
«Δε μπορώ να το κάνω αυτό, λυπάμαι» ανταπάντησε αστραπιαία ο Άλμπερτ.
«Τότε θα το κάνω εγώ» του είπε και τον έσπρωξε για να περάσει.

«Άφησε την να περάσει Άλμπερτ» ακούστηκε ξαφνικά η ήρεμη φωνή του Άρβιν από την άκρη του δωματίου και η μορφή του εμφανίστηκε μπροστά της.

Η Στεφανία μόλις τον κοίταξε έχασε στιγμιαία τα λόγια της. Ήταν ημίγυμνος. Φορούσε μόνο ένα σκούρο, φαρδύ υφασμάτινο παντελόνι. Είχε καταλάβει πως το σώμα του ήταν καλοφτιαγμένο, μα η φαντασία της τον είχε πραγματικά αδικήσει. Το δέρμα του έδειχνε ακόμη πιο μελαψό στο ημίφως των κεριών. Το πρόσωπο του το ίδιο απίστευτα όμορφο στις σκιές που δημιουργούσαν οι φλόγες τους. Τα μάτια του έδειχναν πιο φωτεινά. Το πράσινο μέσα τους ακόμη πιο βαθύ απ' ότι έδειχνε στο φως του ήλιου. Το σώμα του δεν είχε ίχνος λίπους. Μόνον σκληροί, καλοσχηματισμένοι μυείς πλαισίωναν το στέρνο του και τον έκαναν να δείχνει ακόμη πιο μεγαλόσωμο απ' ότι τον θυμόταν. Οι έντονες γραμμώσεις της επίπεδης κοιλιάς του έφταναν μέχρι χαμηλά και αναμειγνυόταν περίεργα με ένα τατουάζ που η Στεφανία δεν μπορούσε να διακρίνει το σχήμα του.
«Καλύτερα να σας αφήσω μόνους σας λοιπόν» είπε ο Άλμπερτ, ανήμπορος να κρύψει την ικανοποίηση του για το αποσβολωμένο ύφος που είχε η Στεφανία.
«Δε θα πας πουθενά Άλμπερτ» τον πρόσταξε ο Άρβιν. Ο τρόπος με τον οποίο τον κοιτούσε η Στεφανία είχε κάνει τους παλμούς της καρδιάς του να επιταχυνθούν. Δεν εμπιστευόταν με τίποτα τον εαυτό του να μείνει μόνος του μαζί της. Ο Άλμπερτ του έριξε το «είσαι τρελός;» βλέμμα του και κάθισε απογοητευμένος στον καναπέ.
«Γιατί είσαι εδώ Στεφανία;» τη ρώτησε όσο πιο αυστηρά μπορούσε ο Άρβιν.
«Γιατί μου είπες ψέματα» του απάντησε εκείνη και το ύφος της ξαναβρήκε την αποφασιστικότητα και το θυμό που είχε πριν.
«Δε σου είπα πότε ψέματα» της απάντησε ήρεμα εκείνος.
«Σωστά. Απλά αμέλησες να μου πεις την αλήθεια» του ανταπάντησε.
«Και ποια είναι αυτή, Στεφανία; Για ποια αλήθεια μιλάς;» τη ρώτησε και προχώρησε αργά προς το μέρος της.
«Ώστε ο πατέρας μου ήταν σπουδαίος άνθρωπος, σωστά; Σπουδαίος και καθόλου συνηθισμένος, μια και όλοι αμελήσατε να μου πείτε πως πέρα από σπουδαίος άνθρωπος ήταν και ένα τέρας! Από αυτά που υπάρχουν μόνο στα παραμύθια!» φώναξε εξοργισμένη.
Το ύφος του Άρβιν έπαψε να είναι ήρεμο. Την πλησίασε με γρήγορα βήματα και στάθηκε τώρα σε απόσταση αναπνοής μπροστά της.
«Αν ο πατέρας σου ήταν τέρας όπως λες, τότε τι νομίζεις πως είσαι εσύ Στεφανία;» της είπε οργισμένα.
«Η κατάρα που μου κληροδότησε δεν σημαίνει πως θα υλοποιηθεί» του απάντησε θυμωμένα.
«Η κατάρα, ε; Συνέχισε να παραμυθιάζεις τον εαυτό σου αν αυτό σε κάνει να νιώθεις καλύτερα», της απάντησε ειρωνικά ο Άρβιν.
«Πώς είσαι τόσο σίγουρος για το τι θα συμβεί; Πώς είσαι τόσο αναθεματισμένα σίγουρος για το τι είμαι; Πες μου!» του φώναξε πάλι οργισμένα η Στεφανία.
«Γιατί το μυρίζω, Στεφανία. Πίστεψε με! ξέρω να ξεχωρίζω τη μυρωδιά των θηλυκών που ανήκουν στην ίδια αγέλη με την δική μου» της απάντησε το ίδιο οργισμένα με εκείνη.

Η Στεφανία έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. Παρά την κουβέντα που είχε πριν λίγο με τον Κάϊλ, πάρα τα όσο είδε με τα ίδια της τα μάτια, δεν πίστευε απόλυτα ότι αυτό που της συνέβαινε ήταν αλήθεια. Δεν ήθελε να το πιστέψει. Απλά δεν ήθελε. Δυστυχώς όμως, έπρεπε. Κατέβασε το κεφάλι της ηττημένη. Ηττημένη σε μια μάχη που τόσες ώρες τώρα έδινε με τον ίδιο της τον εαυτό, με τα όσα πίστευε όλα αυτά τα χρόνια. Η απελπισία και η σύγχυση που εξέπεμπε έκαναν τον θυμό του Άρβιν να εξανεμιστεί αστραπιαία. Με την άκρη του ματιού του έγνεψε στον Άλμπερτ να τους αφήσει μόνους. Εκείνος, τον υπάκουσε με μεγάλη προθυμία.
«Δεν είναι κατάρα Στεφανία, μη το βλέπεις έτσι» της είπε όσο πιο καθησυχαστικά μπορούσε, όταν μείνανε δυο τους.
Η Στεφανία σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε. Χιλιάδες ερωτήσεις πλημμύρησαν το μυαλό της, μα μόνο μία έμεινε μαζί της.
«Εκείνο το πρώτο βράδυ που με είδες, με ακολούθησες στο πάρκο, σωστά; Ή μήπως το ονειρεύτηκα και αυτό;» τον ρώτησε και το βλέμμα της εξέτασε το πρόσωπο του για άλλη μια φορά.
«Όχι, δεν ήταν όνειρο» της απάντησε απρόθυμα.
«Ήξερες ποια είμαι; Τι είμαι;» τον ρώτησε πιο αποφασίστηκα αυτή τη φορά, κοιτώντας τον στα μάτια.
«Ήξερα» της απάντησε ακόμη πιο απρόθυμα αυτή τη φορά. Κατέβασε το κεφάλι. Δεν άντεχε τη δύναμη του βλέμματος της.
Η Στεφανία προσπάθησε να διαβάσει την έκφραση του, μα τα μάτια του ήταν τώρα χαμηλωμένα στο πάτωμα. «Γιατί το έκανες Άρβιν; Γιατί με φίλησες;» τον ρώτησε επίμονα και έψαξε το βλέμμα του.
Την φοβόταν αυτή την ερώτηση ο Άρβιν. Για την ακρίβεια δεν την φοβόταν.. την έτρεμε! Ήξερε βέβαια πως κάποια στιγμή θα την έβρισκε μπροστά του, μα δεν περίμενε τόσο σύντομα. Στη δική του ζωή, στο δικό του μυαλό, τα συναισθήματα δεν έμπαιναν σε λέξεις και προτάσεις. Στο δικό του κόσμο τα συναισθήματα γινόταν απλά πράξεις. Τα πράγματα ήταν απλά για εκείνον. Ο πιο δυνατός από τους υποψηφίους κέρδιζε το θηλυκό, του οποίου η γνώμη δεν είχε και ιδιαίτερη βαρύτητα στην όλη διαδικασία. Στο δικό της, όμως, κόσμο κάτι τέτοιο ήταν απλά ανήκουστο. Σήκωσε το βλέμμα του και την κοίταξε ψυχρά.
«Ρώτα με κάτι άλλο. Όχι αυτό» της απάντησε και έπειτα γύρισε την πλάτη του και κατευθύνθηκε προς το τζάκι.
«Δεν έχω κάτι άλλο να σε ρωτήσω» του απάντησε το ίδιο ψυχρά η Στεφανία.
«Τότε είναι ώρα να πας για ύπνο» της είπε δίχως να την κοιτάξει.
«Όχι, πριν πάρω μια απάντηση στην ερώτηση μου» του απάντησε αποφασιστικά.
Ανάθεμα! σκέφτηκε ο Άρβιν, καθώς τα μάτια του παρέμειναν κολλημένα στις πυρόξανθες φλόγες που έγλυφαν ζεστά τις εσωτερικές επιφάνειες του τζακιού. Η επιμονή της είχε αρχίσει να τον επηρεάζει με άσχημο τρόπο. Να τον πιέζει να εκφράσει πράγματα που ποτέ δεν είχε χρειαστεί να εξηγήσει ξανά.
«Δε θέλεις να ακούσεις αυτά που έχω να πω, πίστεψε με. Πήγαινε για ύπνο Στεφανία. Υπάκουσε με σε αυτό που σου λέω» της απάντησε με το γνωστό αποστασιοποιημένο τρόπο του.
   Η απροθυμία του να απαντήσει την εξόργισε. Η ψυχρότητα στη φωνή του την ώθησε να παίξει και το τελευταίο της χαρτί. «Να σε υπακούσω; Αν όσα λένε είναι αλήθεια, τότε Άρβιν, εσύ θα πρέπει να υπακούσεις εμένα» του απάντησε η Στεφανία επιτακτικά.
  Στο άκουσμα και μόνο της απάντησης της, τα μάτια του Άρβιν άνοιξαν διάπλατα. Τα χέρια του σφίχτηκαν σε γροθιές. Ένα δυσάρεστο τρέμουλο διαπέρασε το κορμί του. Δεν μπορούσε να αντικρούσει την αλήθεια των λόγων της. Έκανε το αμέσως επόμενο πράγμα που τον πρόσταξε το ένστικτό του. Με μια αστραπιαία κίνηση βρέθηκε μπροστά της και τα δάχτυλα του χεριού του γράπωσαν δυνατά τον λαιμό της.
«Δεν έχω κανένα σεβασμό για την εξουσία σου» της είπε απειλητικά και η φωνή του ακούστηκε σαν γρύλισμα ζώου.
Αν και η Στεφανία δυσκολευόταν να αναπνεύσει, παρόλα αυτά δεν άφησε τον πανικό να την καταβάλει. Έβαλε τα δύο της χέρια στο μπράτσο του, συγκέντρωσε όλη τη δύναμη της και με μια απότομη κίνηση έσπρωξε το χέρι του μακριά από το λαιμό της. Η επιτυχία του εγχειρήματος της την γέμισε με αυτοπεποίθηση.
«Κανένα σεβασμό, έτσι; Θα το δούμε αυτό» του απάντησε και τα μάτια της έλαμψαν απειλητικά στο ημίφως.
    Η Στεφανία κατευθύνθηκε με γρήγορα βήματα προς την εξώπορτα, όμως την πρόλαβε. Την τράβηξε με δύναμη από το μπράτσο και βρέθηκαν για ακόμη μια φορά πρόσωπο με πρόσωπο. Η αναπνοή του είχε τη δροσιά της νύχτας. Το βλέμμα του όμως της θύμισε τι πραγματικά είναι. Ένα επικίνδυνο αγρίμι. Τίποτα δεν αλλοιώνει την ομορφιά του προσώπου του σκέφτηκε η Στεφανία και τα γόνατα της λύγισαν ελαφρώς.
«Άκουσε με! Θα το πω μία φορά και δεν θα το επαναλάβω» ξεκίνησε να της λέει απειλητικά, κρατώντας την ακόμη σφιχτά απ' το μπράτσο.
Κάτι αναπάντεχο συνέβη τότε και ο Άρβιν δεν τελείωσε πότε την πρόταση του. Η Στεφανία ακούμπησε τα δάχτυλά του ελεύθερου χεριού της στο στέρνο του και με αργές κινήσεις άρχισε να ακολουθεί τη διαδρομή που σχημάτιζαν πάνω στο δέρμα του οι διακριτοί μυείς του. Τα δάχτυλά της έφτασαν χαμηλά, ως τις γραμμώσεις της κοιλίας του. Το δέρμα του έκαιγε! Το σώμα του έτρεμε ανεπαίσθητα. Αναρριγούσε σε κάθε άγγιγμα της. Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε. Επιθυμία, έντονη επιθυμία. Όχι μόνο από μένα αλλά και από εκείνον. Το σώμα της μούδιασε με μιας και η αναπνοή της έγινε κοφτή. Τα χέρια του την άρπαξαν δυνατά απ' την μέση και την κάθισαν στο περβάζι του παραθύρου που βρισκόταν δίπλα από την εξώπορτα. Έπιασε το πρόσωπο της ανάμεσα στα χέρια του και τα χείλη τους ενώθηκαν με πάθος.

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2011

Κεφάλαιο 14ο Αποκαλύψεις

Το πρώτο πράγμα που είδε η Στεφανία όταν άνοιξε τα μάτια της ήταν το ανήσυχο πρόσωπο του Κάϊλ. Ήταν γονατισμένος μπροστά στο καναπέ του καθιστικού και τα μάτια του ήταν κολλημένα πάνω της. Δίπλα του στεκόταν όρθια η Σαλίνα με ένα ποτήρι νερό στο χέρι της. Το κεφάλι της Στεφανίας πονούσε τρομερά και τα μάτια της δυσκολευόταν να εστιάσουν για πολύ ώρα πάνω σε σχήματα και πρόσωπα. Ο λαιμός της είχε στεγνώσει. Το σώμα της ένιωθε πως είναι πολλά κιλά βαρύτερο απ' ότι στην πραγματικότητα. Έκλεισε ξανά τα μάτια της κουρασμένη. Οι σκέψεις της έμοιαζαν με σβούρα που γυρνά γύρω από το ίδιο σημείο με ταχύτητα. Το γρήγορο στροβίλισμα τους την έκανε να θέλει να αδειάσει το περιεχόμενο του στομαχιού της.  
«Στεφανία; Με ακούς; Μπορείς να μιλήσεις;» Η φωνή του Κάϊλ αντήχησε στα αυτιά της και το πρόσωπο της συσπάστηκε με δυσαρέσκεια. Έπρεπε να του απαντήσει, μα η φωνή της δεν έβγαινε. Η παγωμένη κομπρέσα που ακούμπησε στο μέτωπο της  η Σαλίνα, την ανακούφισε στιγμιαία και την επανάφερε στην πραγματικότητα.
Έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί, στηρίζοντας το βάρος του κορμού της στους αγκώνες της. «Δεν ήταν όνειρο αυτό που είδα, σωστά;» τους ρώτησε ζαλισμένη. Ο Κάϊλ γύρισε το βλέμμα του στη Σαλίνα και κοιτάχθηκαν σιωπηλά για μερικά δευτερόλεπτα. Το βλέμμα της Σαλίνα τον παρότρυνε να μιλήσει.
«Δεν ήταν όνειρο», απάντησε μόνη της η Στεφανία και αναστέναξε αποκαρδιωμένη.
«Όχι Στεφανία. Λυπάμαι ειλικρινά. Δεν ήθελα να μάθεις την αλήθεια με αυτό τον τρόπο», της είπε ο Κάϊλ και η φωνή του βγήκε σαν ψίθυρος.  
«Πίστευα.. πίστευα πως δεν υπάρχετε. Πως είστε πλάσματα της φαντασίας των απλών χωρικών του 16ου αιώνα», είπε η Στεφανία και έκανε ακόμη μια προσπάθεια να τοποθετήσει την πλάτη της κάθετα στα μαξιλάρια του καναπέ.
«Ναι, η αλήθεια είναι ότι μας βολεύει να μας θεωρούν το προϊόν της αρρωστημένης φαντασίας κάποιων. Το κάνουμε γιατί δεν μας ενδιαφέρει τόσο να ενσωματωθούμε στο κόσμο των ανθρώπων. Η φύση είναι το σπίτι μας. Εδώ έχουμε ότι χρειαζόμαστε για να επιβιώσουμε, σε αντίθεση με τα άλλα είδη», της απάντησε σε ήρεμο τόνο η Σαλίνα.
«Τα άλλα είδη; Υπάρχουν και άλλα δηλαδή;» ρώτησε η Στεφανία και τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα.
«Υπάρχουν Στεφανία. Οι βρικόλακες ας πούμε. Σίγουρα τους έχεις ακουστά, μια και σε αντίθεση με εμάς, είναι ήδη ενσωματωμένοι στις ανθρώπινες κοινωνίες. Είναι από τα λίγα είδη που έχουν καταφέρει να γίνουν τόσο αποδεκτά από τους ανθρώπους. Έχουν μέχρι και τις δικές τους εκπομπές στην τηλεόραση!» της απάντησε η Σαλίνα γεμάτη σοβαρότητα, λες και έδινε διάλεξη σε φοιτητές.
Η Στεφανία την κοιτούσε άφωνη, καθώς προσπαθούσε να αποφασίσει αν θα έπρεπε να βάλει τα γέλια ή τα κλάματα με όσα έπρεπε τώρα να συνειδητοποιήσει και να δεχτεί ως αληθινά. Κάπου μέσα της το ένστικτο της την καθησύχαζε και πάλι, της έλεγε να μην γεμίσει πανικό, να κρατήσει τη ψυχραιμία της.
«Αυτό το γονίδιο, δεν είναι ιός, έτσι; Δεν θα μου περάσει» ρώτησε τελικά, κοιτώντας εξεταστικά πότε το σαστισμένο πρόσωπο του Κάϊλ και πότε της Σαλίνα. Η ψυχραιμία της τους είχε εντυπωσιάσει.
«Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρουμε με σιγουριά Στεφανία», της απάντησε τελικά ο Κάϊλ και το ύφος του απέκτησε και πάλι τη σοβαρότητα του αρχηγού.
«Σε παρακολουθώ από τη μέρα που γεννήθηκες. Ήταν καθήκον μου να σε προστατεύσω και να μαθαίνω πως είσαι. Μα πέρα από αυτό, σε παρακολουθούσα γιατί ήξερα πως όταν ερχόταν η στιγμή της αλλαγής σου, θα έπρεπε να έχεις τη βοήθεια μας για να επιβιώσεις και να μάθεις πώς να τη χειρίζεσαι».
«Τι είναι αυτή η αλλαγή; Τι θα μου συμβεί;» ρώτησε τώρα εμφανώς πιο ανήσυχη.  Δεν έβλεπε το λόγο να συνεχίσει να αρνείται τα όσα άκουγε, ειδικά όταν αυτά αφορούσαν το ίδιο της το σώμα. 
Ο Κάϊλ την κοίταξε πάλι με αυτό το απολογητικό του ύφος.
«Αυτό είναι το θέμα Στεφανία. Δεν ξέρουμε ακριβώς.. ακριβώς τι είσαι.» της είπε και έσκυψε το κεφάλι του.
Η απάντηση του πανικόβαλε ακόμη πιο πολύ τη Στεφανία. «Τι θέλεις να πεις δεν ξέρετε; Πώς είναι δυνατό να μην ξέρετε;» ρώτησε τώρα γεμάτη θυμό και αγωνία.
«Δεν ξέρουμε γιατί είσαι η μοναδική του είδους σου Στεφανία. Από όσο γνωρίζουμε οι λυκάνθρωποι δεν αναπαράγονται με ανθρώπινα όντα. Συνεπώς, κανείς μας δεν γνωρίζει με σιγουριά ποια θα είναι η εξέλιξη σου» της απάντησε ο Κάϊλ, προσπαθώντας να της εξηγήσει όσο πιο απλά μπορούσε πράγματα που στον καθένα θα ακουγόταν ανεξήγητα.
«Ώστε ο πατέρας μου ήταν λυκάνθρωπος και η μητέρα μου θνητή; Άρα εγώ είμαι. είμαι κάτι… ενδιάμεσο;» ρώτησε απορημένη μη πιστεύοντας αυτό που έλεγε.
Αυτό εξηγεί πολλά. Σκέφτηκε και το μυαλό της γύρισε πίσω στο χρόνο, στα δύσκολα παιδικά και εφηβικά της χρόνια. Όταν η μοναξιά την συνόδευε παντού. Ακόμη και μέσα στο πλήθος ένιωθε μόνη της. Ένιωθε πάντα την ανάγκη να κρυφτεί, να γίνει αόρατη για να μη την αντιληφθεί κανείς. Τώρα καταλάβαινε επιτέλους το γιατί: γιατί, απλά, τα τέρατα μένουν πάντα στα σκοτάδια, κρυμμένα καλά από τα εξεταστικά βλέμματα του απλού, φυσιολογικού κόσμου. Βέβαια, το στίγμα της ορφανής και οι συνεχείς μετακινήσεις της από σπίτι σε σπίτι δεν βοήθησαν την κατάσταση της, αλλά και πάλι! Ποτέ δεν κατάφερε να ενσωματωθεί με ευκολία στο σύνολο, να κάνει και να διατηρήσει φιλίες, να εμπιστευτεί και να ερωτευτεί έναν άντρα.
«Ο Άρβιν..» είπε χαμηλόφωνα, καθώς οι σκέψεις της βγήκαν από το μυαλό της και έγιναν λέξεις άθελα της.
«Ναι Στεφανία, ο Άρβιν μας ειδοποίησε ουσιαστικά για την πιθανή αλλαγή σου», της απάντησε η Σαλίνα και την ακούμπησε απαλά στο μπράτσο, θέλοντας να την καθησυχάσει.
Η απάντηση της Σαλίνα δεν την καθησύχασε όμως. Στο άκουσμα της, η Στεφανία ανακάθισε απότομα στο καναπέ, λες και την χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Ο Άρβιν γνώριζε για την αλλαγή μου;  
Η Σαλίνα την κοίταξε σαστισμένη. «Θέλω να πω ότι απλά αναγνώρισε αμέσως ότι είσαι μία από εμάς. Το κατάλαβε την πρώτη κιόλας μέρα που συναντηθήκατε τυχαία στο μετρό. Μας είπε τι σου συνέβη και πως όλα έδειχναν πως ήσουν στην αρχή της αλλαγής σου», της είπε και ο δισταγμός της χρωμάτισε την κάθε της λέξη.
Η Στεφανία έμεινε να την κοιτάζει σιωπηλή, καθώς η οργή φούντωνε μέσα της. Θα καταλάβεις όταν έρθει η ώρα. Αυτό της είχε πει σήμερα το πρωί στο αμάξι ο Άρβιν. Δεν έκανε καν τον κόπο να της εξηγήσει, αφήνοντας την στα σκοτάδια κυριολεκτικά, τόσο για τον πατέρα της, όσο και για το τι συνέβαινε στην ίδια. Μπάσταρδε! Σκέφτηκε η Στεφανία και το στομάχι της σφίχτηκε.
«Το θέμα είναι πως η αλλαγή σου έχει ήδη αργήσει αρκετά», είπε τότε ο Κάϊλ, διακόπτοντας τις σκέψεις της. Ο νευρικός βηματισμός του μπροστά της είχε ξεκινήσει ώρα τώρα. Η έκφραση του έδειχνε πως όσα έλεγε ήταν πιο πολύ σκέψεις που έκανε ο ίδιος δυνατά, παρά απαντήσεις στις ερωτήσεις της Στεφανίας.
«Όταν πέρασες την ηλικία των 20 ετών και δεν είχες κανένα σύμπτωμα σκέφτηκα πως ίσως τα ανθρώπινα γονίδια σου ήταν πιο δυνατά από αυτά του λυκάνθρωπου. Ήμουν σίγουρος πως θα περνούσες το υπόλοιπο της ζωής σου ήρεμα. Σε κάλεσα λοιπόν στο γραφείο μου απλά για να σε γνωρίσω και από κοντά. Να σου πω πως ήξερα κάποια πράγματα για τους γονείς σου. Δεν είχα σκοπό να σου αποκαλύψω κάτι. Απλά ήθελα και όφειλα να σου δώσω κάποια από τα περιουσιακά στοιχεία του Άλες, που σου ανήκουν δικαιωματικά. Εκείνη κιόλας τη μέρα δέχτηκα το τηλεφώνημα του Άρβιν και όλα άλλαξαν», είπε και στάθηκε μπροστά της, προσπαθώντας να διαβάσει την έκφραση της.  
«Ο Άρβιν… είναι και αυτός...» πήγε να ρωτήσει διστακτικά τώρα η Στεφανία, θέλοντας να το ακούσει και από κάποιον άλλον για να το πιστέψει.
«Λυκάνθρωπος, ναι!» της απάντησε αμέσως ο Κάϊλ, «από τους πιο μεγάλους ηλικιακά και τους πιο δυνατούς στην ομάδα. Καθαρόαιμος» της είπε και η φωνή του πήρε πάλι τη χροιά του αρχηγού.
Λυκάνθρωπός. Από τους πιο δυνατούς. Καθαρόαιμος....Θεέ μου! Πόσο ηλίθια είμαι; Ο πρώτος άντρας που με έκανε να αισθανθώ έτσι και δεν είναι καν θνητός! Δεν είναι καν άνθρωπός!  Η Στεφανία έκρυψε το πρόσωπο της μέσα στα δύο της χέρια και ένας πνιχτός ήχος απογοήτευσης ανέβηκε στον λαιμό της.
«Στεφανία! Πες μου τι έκανε! Πες μου ότι δε σε άγγιξε!». Η φωνή του Κάϊλ ήταν τόσο οργισμένη, τόσο δυνατή, που τα τζάμια της αγροικίας έτριξαν.
Η Στεφανία κατέβασε τα χέρια της και τον κοίταξε σοκαρισμένη. Δε μπορούσε με τίποτα να καταλάβει τι ήταν αυτό που του προκάλεσε τέτοια έκρηξη οργής. «Όχι, όχι, τίποτα τέτοιο. Σε παρακαλώ ηρέμησε». Ψέλλισε, δαγκώνοντας τα χείλη της αμήχανα.
Ο Κάϊλ άρχισε τώρα να βηματίζει νευριασμένα μέσα στο δωμάτιο. Έδειχνε σαν να μην τον χωράει ο χώρος. «Κάϊλ, σε παρακαλώ, ηρέμησε». Του είπε ήρεμα η Σαλίνα. Το βλέμμα του την κάρφωσε με τέτοια αυστηρότητα, που δεν άφησε και πολλά περιθώρια στη Στεφανία να αναρωτηθεί ποιος από τους δυο έχει το πάνω χέρι σ' αυτή τη σχέση. Η Σαλίνα χαμήλωσε το κεφάλι της.
Ορίστε; Τι έχουν πάθει οι γυναίκες σ' αυτό το μέρος; Αναρωτήθηκε η Στεφανία και κοίταξε αποδοκιμαστικά τον Κάϊλ. Αν και έδειξε να καταλαβαίνει το ύφος της, για κάποιο λόγο δεν την κοίταξε με τον ίδιο αυστηρό τρόπο για να τη βάλει και αυτή στη θέση της.
«Πιστεύω ότι είναι ώρα να ξεκουραστείς Στεφανία. Αρκετά πέρασες σήμερα. Η Σαλίνα θα σου δείξει το δωμάτιο σου». Της είπε αποφεύγοντας το βλέμμα της και βγήκε απ' το καθιστικό.
Η Στεφανία γύρισε το βλέμμα της στη Σαλίνα, η οποία περίμενε να βγει ο Κάϊλ από το δωμάτιο για να σηκώσει το κεφάλι της. «Γιατί τον αφήνεις να σου μιλάει έτσι;» Την ρώτησε απορημένα η Στεφανία.
Η Σαλίνα την κοίταξε και χαμογέλασε μελαγχολικά. «Τα πράγματα μεταξύ των ζευγαριών είναι λίγο διαφορετικά εδώ από αυτό που έχεις συνηθίσει Στεφανία». Της είπε και ο τόνος της φωνής της παρέμεινε καλοπροαίρετος. «Μη σε ανησυχεί πάντως. Η δική σου θέση εδώ είναι καλύτερη από οποιουδήποτε άλλου θηλυκού». Συνέχισε το ίδιο καλοπροαίρετα και σηκώθηκε για να τη συνοδεύσει στο δωμάτιο της.
   Καθώς ανέβαιναν τη τεράστια ξύλινη σκάλα του σπιτιού που οδηγούσε στο πάνω όροφο της αγροικίας, η Στεφανία δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της την τελευταία εικόνα της βραδιάς και τα λόγια της Σαλίνα, που τώρα προχωρούσε όλο χάρη μπροστά της. Την έπιασε από το μπράτσο και την σταμάτησε στα μισά της σκάλας.
«Σαλίνα, γιατί το είπες αυτό στο καθιστικό; Αυτό για τη θέση μου. Γιατί είναι διαφορετική;» τη ρώτησε όλο απορία.
Η Σαλίνα την κοίταξε και της χαμογέλασε γλυκά. «Γιατί η θέση σου εδώ είναι ισάξια με αυτή του Κάϊλ, Στεφανία. Είσαι η κόρη του Άλες.! Του πρώην αρχηγού αυτής της αγέλης. Αυτό σημαίνει πως το δικαίωμα σου στην αρχηγία είναι κληρονομικό».
Η Στεφανία έμεινε να την κοιτά με ανοιχτό το στόμα για αρκετά δευτερόλεπτα. Η Σαλίνα γέλασε χαμηλά, βλέποντας το ύφος της.
«Πρέπει να ξεκουραστείς. Έχουμε αρκετό χρόνο μπροστά μας Στεφανία. Θα συζητήσουμε τα πάντα, μην ανησυχείς». Της είπε και συνέχισε την ανάβαση της  προς τον επάνω όροφο. Η Στεφανία την ακολούθησε σιωπηλά. Η σύγχυση και ο θυμός που ένιωθε μέσα της για όσα είχε δει και είχε ακούσει σήμερα έκαιγαν το στήθος της και θόλωναν το μυαλό της. Ήταν σίγουρη πως, παρά την κούραση που αισθανόταν, δεν υπήρχε περίπτωση να την πάρει ο ύπνος. Ευκαιρία να επισκεφτώ τους γείτονες σκέφτηκε και η εικόνα του Άρβιν σχηματίστηκε στο μυαλό της. 

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

Κεφάλαιο 13ο Τα Νέα


Ο Άρβιν κάθισε όσο πιο αναπαυτικά μπορούσε στη μεγάλη πολυθρόνα που βρισκόταν στη μέση του δωματίου. Άφησε τα γκριζοπράσινα μάτια του να περιπλανηθούν αργά στο χώρο. Η σκηνή του θύμιζε αποδυτήρια αντρικής ομάδας ράγκμπυ, μετά το τέλος του παιχνιδιού. Οι άντρες ήταν διάσπαρτοι μέσα στο μεγάλο χώρο του καθιστικού. Μιλούσαν και γελούσαν δυνατά. Δοκίμαζαν μεταξύ τους τις νέες κινήσεις άμυνας και επίθεσης που είχαν μάθει. Διαφωνούσαν με ιδιαίτερη ένταση για όλα τα θέματα της ανθρώπινης επικαιρότητας. Κοιτώντας  τα πρόσωπα τους, ο Άρβιν μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις τους, να καθορίσει τη διάθεση τους. Δεν ήταν τόσο το χάρισμα που είχε αποκτήσει με τα χρόνια που του επέτρεπε να το κάνει με ευκολία, όσο το γεγονός ότι τους περισσότερους τους ήξερε από τη μέρα που γεννήθηκαν.
Τα πιο ισχυρά αρσενικά της ομάδας με καθαρό αίμα βαπτιζόταν προστάτες του οικισμού τη μέρα κιόλας της γέννησης τους. Αυτό θεωρητικά σήμαινε πως θα περνούσαν όλη τους τη ζωή στον οικισμό, δίχως καμία επαφή με τον κόσμο των ανθρώπων και δίχως δικαίωμα να ζευγαρώσουν με άλλα είδη, πέρα των ενδεδειγμένων θηλυκών της ομάδας. Κοινώς, όλη τους η ζωή θα περιστρεφόταν γύρω από τη μελέτη των τεχνικών μάχης και την αναπαραγωγή με θηλυκά, που το μόνο που γνώριζαν ήταν η αποστολή τους ως μητέρες και σύντροφοι. Πολύ άσχημη τύχη, αν σκεφτεί κανείς ότι ζούμε αιώνια σκέφτηκε ο Άρβιν και η δυσαρέσκεια που αισθανόταν καθρεπτίστηκε στα αρρενωπά χαρακτηριστικά του προσώπου του.
Το βλέμμα του περιπλανήθηκε για ακόμη μια φορά στο χώρο. Το μόνο που έβλεπε μπροστά του ήταν παιδιά, νεαρούς λύκους, που αφού στρατολογήθηκαν δίχως τη θέληση τους, έμαθαν να ζουν σε μια συνεχή εγρήγορση. Πάντα ετοιμοπόλεμοι απέναντι σε ένα πλήθος αόρατες απειλές. Η μόνη απειλή, όμως, που έβλεπε ο Άρβιν στο μακρινό ορίζοντα, ήταν αυτή που θα ξεσπούσε επάνω τους, εάν το κλίμα ανελευθερίας και αυστηρότητας που υπέθαλπαν οι αρχηγοί τους συνέχιζε να υφίσταται. Γι’ αυτό, όταν, μετά από πολλές πιέσεις, οι γηραιότεροι επέτρεψαν στους επίλεκτους να κυκλοφορούν ανάμεσα στους θνητούς, ο Άρβιν αποφάσισε να ελαφρύνει ακόμη περισσότερο το φορτίο τους. Κάτω από τη δική του κάλυψη, και μόνον εν γνώσει του, είχαν όλοι τους δικαίωμα να ζευγαρώνουν με όποιο είδος ήθελαν. Δεν το έκανε τόσο για να τους ευχαριστήσει, όσο για να προλάβει όσο μπορούσε τη χιονοστιβάδα των αντιδράσεων που έβλεπε να πλησιάζει απειλητικά για όλο τον οικισμό. Όταν μια ομάδα καθαρόαιμων λύκων κυκλοφορεί ελεύθερη ανάμεσα σε τόσες -συχνά πρόθυμες και ημίγυμνες- θνητές γυναίκες, είναι θέμα χρόνου να γίνει το κακό. Από το να γίνεται πίσω από την πλάτη του, λοιπόν, ήταν καλύτερα να γίνεται κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του. Φυσικά το θέμα της αναπαραγωγής δεν απασχολούσε ποτέ κανέναν, μια και δεν υπήρχε καμία καταγεγραμμένη περίπτωση εγκυμοσύνης θνητής γυναίκας από λυκάνθρωπο. Έτσι νομίζαμε τουλάχιστον... σκέφτηκε ο Άρβιν και το μυαλό του γύρισε με τη μία στην Στεφανία.
Το ξέσπασμα της στο αυτοκίνητο σήμερα και η αδυναμία του να την πλησιάσει τον ενοχλούσαν ακόμη. Δεν μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις της, μα κάτι τέτοιο δεν ήταν απαραίτητο στη περίπτωση της Στεφανίας. Το αντικειμενικά όμορφο πρόσωπο της ήταν ένας πλούσιος χάρτης συναισθημάτων. Δεν έκρυβε τίποτα.! Αντιθέτως, πρόσφερε τα πάντα απλόχερα με θάρρος. Θυμός, οργή, χαρά, απογοήτευση, όλα σε κοινή θέα. Οι απλοί ανθρώπινοι τρόποι της τον έφερναν σε δύσκολη θέση, γιατί του θύμιζαν συνέχεια τις δικές του ελλείψεις. Ελλείψεις που πρώτος απ' όλους είχε παρατηρήσει ο πατέρας της στον ίδιο.
    Ο Άλες ήταν υπέρμαχος των απλών θνητών, γιατί πίστευε πως η επαφή μαζί τους είχε τη δύναμη να εξανθρωπίσει το είδος τους. Ο Άρβιν βέβαια, με όσα είχε δει στα χρόνια που μεσολάβησαν από το χαμό του Άλες, είχε άλλη άποψη. Οι λυκάνθρωποι που ζούσαν στις πόλεις των ανθρώπων είχαν αποκτήσει χειρότερες συνήθειες από τους ίδιους τους ανθρώπους που τους περιτριγύριζαν. Οι ομάδες τους ήταν πίσω από κάθε αναταραχή και κάθε σημάδι κοινωνικής και ηθικής παρακμής. Δίχως την πειθαρχία, που επιβάλλει η ίδια η φύση στους λύκους για να επιβιώσουν, τα ένστικτα τους γινόταν δολοφονικά, αχόρταγα, καταστροφικά.
Οι γηραιότεροι, βλέποντας αυτή την εξέλιξη, ξαναγύρισαν στους κανόνες του παρελθόντος και δεν ήταν λίγοι αυτοί που ασπάστηκαν την στάση τους. Το όραμα του Άλες κλειδώθηκε στο συρτάρι ή χρησιμοποιήθηκε ως πρόφαση από όσους ήθελαν να εισβάλουν ή να παραμείνουν στο αστικό τοπίο. Η εμφάνιση, όμως, της Στεφανίας άλλαζε τα δεδομένα. Ίσως τελικά το αρχικό όραμα του Άλες για τη συνύπαρξη των ειδών και την ανάμειξη των γονιδίων τους να είχε βάση στην πραγματικότητα. Ο Κάϊλ πάντως φαίνονταν να το πιστεύει, για να επιτρέψει την είσοδο της Στεφανίας στον οικισμό. Η απόφαση του έκρυβε πολλούς κινδύνους και για να τους αποφύγει ο Κάϊλ προσπάθησε με κάθε τρόπο να κρατήσει την ύπαρξη της μυστική από οποιαδήποτε άλλη ομάδα ή είδος γνωρίζανε ότι υπάρχει εκεί έξω. Τα νέα, όμως, ταξιδεύουν γρήγορα και η προσπάθεια του μάλλον δεν απέδωσε. Ο οικισμός δεχόταν ήδη επίθεση και ο Άρβιν προαισθανόταν την αιτία.

Εκείνη ακριβώς την στιγμή η πόρτα του καθιστικού άνοιξε διάπλατα και ο Άλμπερτ μπήκε στο δωμάτιο χαμογελώντας, όπως πάντα, πονηρά.
«Ελπίζω το πάρτυ να μην ξεκίνησε χωρίς εμένα», είπε και έβγαλε τα μαύρα του γυαλιά με μια καλά μελετημένη κίνηση εντυπωσιασμού. Με τα μαύρα, μακριά μαλλιά του, το επιβλητικό παράστημα και τα δερμάτινα, μαύρα ρούχα που φορούσε έμοιαζε με αστέρα της ροκ. Δεν μου κάνει εντύπωση που οι γυναίκες τρέχουν από πίσω του σκέφτηκε ο Άρβιν και χαμογέλασε κρυφά.
Ο Άλμπερτ ήταν ίσως η μοναδική περίπτωση «εξανθρωπισμένου» λυκάνθρωπου στην ιστορία του είδους. Το όμορφο πρόσωπο του ήταν ένα μείγμα αρρενωπότητας και αθωότητας. Ένας πόλος έλξης, κοινώς, για όλα τα φύλα και όλα τα είδη. Ο ίδιος επέμενε πως είναι πολύ εκλεκτικός με τις επιλογές του, μα κάθε θνητή γυναίκα που έπεφτε στο δρόμο του κατέληγε στο κρεβάτι του. Οι θνητές γυναίκες βγαίνουν σε πολλά χρώματα και σχήματα. Πρέπει κανείς να τα δοκιμάσει όλα. Αυτή ήταν η δικαιολογία του κάθε φορά που ο Άρβιν έχανε την υπομονή του. Δεν μπορούσε, όμως, να του κρατήσει κακία.
   Ο Άλμπερτ ήταν ο λυκάνθρωπος που ήθελες να έχεις δίπλα σου, όταν έπρεπε για κάποιο λόγο να έρθεις σε επαφή με τους ανθρώπους. Κανένας θνητός δεν μπορούσε να τον αντιπαθήσει ή να του αντισταθεί. Κανένας αθάνατος δεν μπορούσε να τον δει με καχυποψία. Οι θεοί ή οι δαίμονες -όπως το δει κανείς- τον είχαν ευλογήσει με το χάρισμα της επικοινωνίας και της χειραγώγησης αισθημάτων. Η ικανότητες του, όμως, του είχαν φουσκώσει αρκετά το μυαλό.
«Μεγάλη μας τιμή που είσαι απόψε μαζί μας Άλμπερτ. Ποιο ποταπό σου ένστικτο απ' όλα χρειάστηκε να δαμάσεις για να βρεις το δρόμο;» του είπε ο Άρβιν και τον κάρφωσε με το βλέμμα του.
Το αυτάρεσκο χαμόγελο του Άλμπερτ έσβησε από τα χείλη του.
«Συγνώμη Άρβιν». Είπε χαμηλόφωνα και κάθισε σιωπηλός στη θέση που καθόταν πάντα όταν η ομάδα συναντιόταν.
«Δε θέλω να σας χαλάσω το κέφι, μα πρέπει να συγκροτηθούμε. Αυτά που έμαθα με προβλημάτισαν. Θα χρειαστεί να δράσουμε σύντομα», είπε ο Άρβιν με σοβαρό ύφος, ξεκινώντας και επίσημα τη συνάντηση.
 «Οι παραβιάσεις των συνόρων του οικισμού μας, έχουν αρχίσει να πληθαίνουν. Είναι υποχρέωση μας να τις αντικρούσουμε». Συνέχισε ο Άρβιν και οι άντρες γύρω του ανακάθισαν ανήσυχα στις θέσεις τους, σε απόλυτη ετοιμότητα να ακολουθήσουν τις εντολές του.
«Δεν έχουμε να κάνουμε με ανθρώπινα όντα αυτή τη φορά. Οπότε ξέρετε καλά τι πρέπει να κάνετε», τους είπε πάλι και τους κοίταξε αποφασιστικά στα μάτια.
«Επίθεση.. με πρόθεση το θάνατο του αντιπάλου!» είπε ένας από τους άντρες και χτύπησε με δύναμη την παλάμη του στο μπράτσο της καρέκλας που καθόταν.
«Ακριβώς!», απάντησε ο Άρβιν. «Δεν αφήνουμε κανέναν ζωντανό! Πολεμάμε μέχρι θανάτου».
«Πώς θα μοιράσουμε τις ομάδες;» ρώτησε ένας άλλος.
«Θα είμαστε όλοι έξω κάθε βράδυ περιμετρικά του οικισμού. Δεν περισσεύει κανείς. Η επικοινωνία μεταξύ μας είναι το κλειδί της επιτυχίας σε αυτή τη φάση». του απάντησε ο Αρβίν.
«Ξέρουμε τον εχθρό Άρβιν;», ρώτησε τότε ο Άλμπερτ και το βλέμμα του σκοτείνιασε. Καταλάβαινε πως από τη στιγμή που δεν είχαν να κάνουν με απλούς θνητούς, τα πράγματα θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολα και επικίνδυνα για όλους τους.
Ο Άρβιν γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος του και τον κοίταξε. Τα γκριζοπράσινα μάτια του γέμισαν ανησυχία. Μια ανησυχία που μόνον ο Άλμπερτ μπορούσε να διαβάσει καθαρά.
«Ο εχθρός είναι σαν και εμάς» του είπε, προσπαθώντας να κρύψει την απογοήτευση που υπήρχε στο τόνο της φωνής του.
«Λυκάνθρωποι; Μα γιατί;» ρώτησε με απορία ένας από τους συγκεντρωμένους άντρες.
«Ποιοι είναι; Τους ξέρουμε;», ρώτησε νευριασμένα ένας άλλος.
Η  διάθεση των αντρών είχε αρχίσει να ηλεκτρίζει επικίνδυνα την ατμόσφαιρα του δωματίου. Τα νέα πυροδότησαν αμέσως ψιθύρους δυσαρέσκειας μεταξύ τους. Κανείς τους δεν ήθελε να εμπλακεί σε τέτοιου είδους μάχη. Πέρα του ότι θα ήταν αιματηρή, θα ήταν και ιδιαίτερα επώδυνη. Σε μια εποχή που τα νούμερα τους μειωνόταν κάθε μέρα, εξαιτίας της κυριαρχίας των ανθρώπων πάνω στη φύση, το να σκοτώνουν τους δικούς τους φάνταζε παράλογο.
«Καταλαβαίνω τη δυσαρέσκεια σας, πιστέψτε με. Είμαστε, όμως, εδώ για να προστατέψουμε τα σύνορά μας. Αυτή είναι η αποστολή μας και αυτό θα κάνουμε», είπε ο Άρβιν, θέλοντας να δώσει τέλος στο γενικότερο κλίμα δυσαρέσκειας που είχε γεμίσει ασφυκτικά το δωμάτιο.
«Ποιοι είναι Άρβιν; Πρέπει να ξέρουμε», του ανταπάντησε ένας από τους άντρες, εμφανώς εκνευρισμένος με όσα άκουγε.
«Η ομάδα του Ούλρικ», απάντησε ο Άρβιν απρόθυμα και έγειρε στην πλάτη της πολυθρόνας προβληματισμένος.
«Μα αυτοί ζούνε στην πόλη!» είπε ο άντρας που κάθονταν δίπλα του, κοιτώντας τον γεμάτος απορία.  
«Τι μπορεί να τους τράβηξε εδώ έξω; Δεν έχουμε τίποτα που να χρειάζονται», συμπλήρωσε ένας άλλος χαμηλόφωνα.
Ο Άλμπερτ κοίταξε το πρόσωπο του Άρβιν, δίχως να κουνηθεί απ' την θέση του. Ο Άρβιν είχε φορέσει για ακόμη μια φορά τη μάσκα της σοβαρότητας. Κανείς πια δεν μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις του.
«Ειλικρινά; Δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Μόλις ανακαλύψω τι συμβαίνει, να είστε σίγουροι πως θα σας ενημερώσω», τους απάντησε ο Άρβιν και με μια χαρακτηριστική κίνηση του χεριού του, σήμανε το τέλος της συνάντησης. 

Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

Κεφάλαιο 12ο Ο Οικισμός


Η Σαλίνα στεκόταν ήδη στην μεγάλη, ξύλινη βεράντα του σπιτιού της, όταν είδε το τζιπ να πλησιάσει. Δεν χρειάστηκε καν να τεντωθεί. Η τέλεια όραση της, της επέτρεπε να δει  καθαρά τις φιγούρες μέσα του. Βόλεψε απαλά πίσω από το ένα της αυτί την τούφα που ξέφυγε από τα μακριά, κατάμαυρα μαλλιά της και σταύρωσε τα χέρια της πάνω στο στήθος της. Τα μάτια της συγκεντρώθηκαν σ' αυτό που έβλεπε. Η κοπέλα δίπλα στον Άρβιν είχε καστανόξανθα μακριά μαλλιά και λευκή επιδερμίδα. Τα μάτια της είχαν ένα σπάνιο πράσινο χρώμα. Της θύμιζαν πολύτιμους λίθους, μια και άλλαζαν χρώμα σε κάθε παιχνίδι που έκανε μαζί τους το φως.
Καθώς θαύμαζε τα τόσο μοναδικά χαρακτηριστικά της κοπέλας, η έκφραση της Σαλίνα γέμισε ξαφνικά ανησυχία. Τίποτα από όσα έβλεπε δεν της θύμιζε τα χαρακτηριστικά των πλασμάτων που κατοικούσαν σε αυτό τον οικισμό. Το λευκό της δέρμα ερχόταν σε απόλυτη αντίθεση με το μελαψό δέρμα των δικών της ανθρώπων. Δεν ήταν αυτό όμως που την ανησυχούσε τόσο. Το δέρμα των δικών της ανθρώπων σκούραινε πάντα μετά την αλλαγή. Η βαθιά σοκολατένια απόχρωση που αποκτούσε ήταν το αποτέλεσμα πολλών μεταμορφώσεων. Αυτό που την απασχολούσε πιο πολύ ήταν το ανοιχτό χρώμα των μαλλιών και των ματιών της. Αιώνες δεισιδαιμονίας και πολέμων μεταξύ των ειδών είχαν γαλουχήσει το υποσυνείδητο των λυκανθρώπων με τέτοιο τρόπο, ώστε στη θέα τέτοιων χρωμάτων το μυαλό τους ψέλλιζε μόνον μια λέξη: εχθρός! Πανικός άρχισε να γεμίζει σιγά-σιγά την καρδιά της Σαλίνα. Όχι μόνο δεν θα την καλοδεχόταν κανείς σ' αυτό τον οικισμό, αλλά πλέον είχε αρχίσει να ανησυχεί σοβαρά για το αν θα την αφήσουν να ζήσει κιόλας.
«Έρχεται η 'αρχηγός' της αγέλης;» Ακούστηκε πίσω της η ειρωνική φωνή της Σάνια και η Σαλίνα έσκυψε το κεφάλι της απογοητευμένη.
 Αρχίσαμε σκέφτηκε. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να υποδεχτεί την Στεφανία παρουσία της Σάνιας. Η γυναίκα αυτή είχε όλα τα χαρακτηριστικά των αρσενικών της αγέλης: ανταγωνιστικότητα, κτητικότητα και το θάρρος της γνώμης της, το οποίο διασκέδαζε αφάνταστα να επιβάλλει στους γύρω της. Μέρες τώρα δηλητηρίαζε τα μυαλά όσων είχαν την υπομονή να συναναστραφούν μαζί της με ιστορίες για τη Στεφανία. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, η φήμη πως η άφιξη της Στεφανίας στον οικισμό είχε ως μοναδικό στόχο τη διεκδίκηση του βιολογικού της δικαιώματος στην ιεραρχία κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα. Η υψηλή θέση του πατέρα της βοήθησε αρκετά στο να γίνει η φήμη απολύτως πιστευτή απ’ όλους. Αυτό, όμως, που δεν γνώριζαν οι πιο πολλοί είναι ότι η Στεφανία ήταν ακόμη θνητή και η διαδοχή στην ιεραρχία παρέμενε για την ώρα καθαρά ανδρικό σπορ. Όταν οι υποψήφιοι για την αρχηγία είναι πολλοί, οι κανόνες επιτάσσουν την διεξαγωγή μάχης μέχρι θανάτου. Το τελευταίο πράγμα που χρειάζονταν αυτή τη στιγμή η Στεφανία ήταν να βρεθεί στη μέση μιας τέτοιας μάχης.
Με τον Κάϊλ να λείπει, ο άχαρος ρόλος του ειρηνοποιού είχε πέσει πάνω της. Η Σαλίνα είχε αναγκαστεί να απειλήσει την Σάνια για να την φρενάρει. Τίποτα, όμως, δεν φρέναρε αυτό το θηλυκό, ειδικά τώρα που ήξερε πως ο Άρβιν ήταν αυτός που είχε επιλέξει ο Κάϊλ για να συνοδεύσει την Στεφανία στον οικισμό. Τα μάτια της είχαν γίνει κόκκινα σαν τη φωτιά, όταν το άκουσε. Η προϊστορία της μαζί του την έκανε να πιστεύει -βλακωδώς- πως, όταν έρθει η ώρα, ο Άρβιν θα την διάλεγε για ταίρι του. Δεν ήθελε με τίποτα να δεχτεί την αλήθεια. Ότι ο Άρβιν, δηλαδή, εκτελούσε απλά τις εντολές των γηραιότερων, όταν τον πρόσταξαν να ξαπλώσει μαζί της για να επιταχυνθεί η αλλαγή της. Ο Άρβιν δεν μπορούσε να τους παρακούσει, μια και ήταν η σειρά του να συνεισφέρει στη διαδικασία. Έκανε απλά αυτό που έκαναν και χιλιάδες αρσενικά δίχως ταίρι πριν από αυτόν: το καθήκον του προς τα νεαρά θηλυκά της αγέλης, τα οποία δυσκολευόταν να μεταμορφωθούν.
Η Σαλίνα γύρισε προς το μέρος της Σάνια και την κοίταξε αυστηρά. «Δε θα πεις κουβέντα, Σάνια. Δέχτηκα να είσαι παρούσα, με πολύ δυσκολία. Σε προειδοποιώ, αν ξεστομίσεις το παραμικρό, πικρόχολο σχόλιο μπροστά της, θα ψάχνεις να βρεις τη γλώσσα σου στον πάτο της λίμνης». Η έκφραση της Σάνια σκοτείνιασε στιγμιαία. Ήξερε πως δεν μπορούσε να αγνοήσει τις διαταγές της συντρόφου του αρχηγού της αγέλης και η νευριασμένη σιωπή της έκανα την Σαλίνα να χαμογελάσει κρυφά.

Το τζιπ σταμάτησε στην είσοδο του οικισμού και τα μάτια της Στεφανίας καταβρόχθισαν με μανία το τοπίο. Ψηλά δέντρα  με πλούσιο φύλλωμα περικύκλωναν ένα κυκλικό ξέφωτο διάσπαρτο με λουλούδια διαφόρων χρωμάτων. Η ευωδία τους γαργάλισε τη μύτη της και έκλεισε τα μάτια της για να την απολαύσει. Τα πρώτα σπίτια που είδε την έκαναν να χαμογελάσει. Όλα ήταν όπως τα είχε φανταστεί. Μεγαλοπρεπείς αγροικίες με χοντρούς τοίχους από γκρίζα πέτρα και ξύλινες σκεπές. Στο βάθος μπορούσε να δει τους καταπράσινους λόφους της πεδιάδας και στους πρόποδες τους διέκρινε τις κορυφές χιλιάδων δέντρων, που λικνίζονταν ελαφρά στο απαλό αεράκι του φθινοπώρου. Η ζεστασιά του ήλιου, το υπέροχο, λαμπερό φως του, έκανε τις εικόνες που έβλεπε τώρα μπροστά της ακόμη πιο αστραφτερές, ακόμη πιο όμορφες. Η Στεφανία αναστέναξε ικανοποιημένη, καθώς κατέβηκε από το τζιπ. Ένιωθε πως ένα όνειρο της είχε μόλις πραγματοποιηθεί. Τι απρόσμενη ευλογία να δω επιτέλους το δάσος. Σκέφτηκε και δεν προσπάθησε να κρύψει το πλατύ χαμόγελο που είχε σχηματιστεί στα χείλη της.
Ο Άρβιν  στάθηκε δίπλα της. Το ύφος του δεν είχε αλλάξει και πολύ μετά από την τελευταία τους κουβέντα. Το πρόσωπο του ήταν μια σκληρή μάσκα σοβαρότητας, λες και δεν ήθελε κανείς γύρω του να διαβάσει τις σκέψεις του. Κοιτώντας τον με την άκρη του ματιού της, η Στεφανία συνειδητοποίησε πως, όσο τον παρατηρούσε, όλα και περισσότερα καταλάβαινε γι' αυτόν τον τόσο όμορφο, μα ευέξαπτο άντρα. Όρθωσε το σώμα του και στάθηκε προσοχή, καθώς οι δύο γυναίκες ήρθαν προς το μέρος τους. Η πρώτη φορούσε ένα μακρύ, θηλυκό, βελούδινο φόρεμα στο χρώμα του σμαραγδιού, που τόνιζε το καλοσχηματισμένο και πλούσιο σώμα της. Είχε πολύ μακριά, κατάμαυρα μαλλιά. Το δέρμα της είχε το ελκυστικό καφέ χρώμα της σοκολάτας και έλαμπε στο φως του ήλιου που το χάιδευε. Τα μάτια της είχαν ένα απίστευτα ζεστό μελί χρώμα. Πόσο όμορφη! Σκέφτηκε η Στεφανία κοιτάζοντας την με ανοιχτό το στόμα.
Η γυναίκα που στεκόταν δίπλα της, όμως, ήταν ακόμη πιο όμορφη. Τα σκούρα καστανά μαλλιά της έπεφταν ελεύθερα στους πανέμορφους ώμους της και το στενό, κατάλευκο φόρεμα που φορούσε τόνιζε την σκούρα επιδερμίδα του προσώπου της και αγκάλιαζε προκλητικά το αψεγάδιαστο σώμα της. Τα μάτια της όμως -που δεν ξεκόλλησαν στιγμή από πάνω της- είχαν κάτι το μοχθηρό, το απειλητικό. Η Στεφανία ξεροκατάπιε και έκανε ένα βήμα προς τα πίσω ενστικτωδώς.
Ο Άρβιν βγήκε με μια μπροστά της και υποκλίθηκε ελαφρώς μπροστά στην πρώτη γυναίκα. Υποκλίθηκε και εκείνη και του χαμογέλασε ζεστά.
«Σαλίνα, χαίρομαι που σε βρίσκω το ίδιο καλά, όπως σε άφησα», της είπε και της ανταπόδωσε το χαμόγελο.
«Καλώς ήρθες, Άρβιν. Οι άντρες σου σε αναζητούν μέρες τώρα. Κυκλοφορούν στον οικισμό σαν χαμένα κουτάβια», του είπε και το χαμόγελο της έγινε ακόμη πιο ζεστό και φιλικό.  
«Ξέρεις καλά πως δεν το διαλέγω να είμαι εκτός, ακριβώς επειδή ξέρω το χάος που αφήνω πίσω μου κάθε φορά», της απάντησε χαμογελώντας και γύρισε το βλέμμα του στη Στεφανία, που παρακολουθούσε τη συνομιλία με μεγάλο ενδιαφέρον.
«Σαλίνα, να σου γνωρίσω τη Στεφανία, την κόρη του Άλες. Θα μείνει μαζί σου για λίγο καιρό», είπε και με το χέρι του άγγιξε ελαφρά τον αγκώνα της για να την φέρει πιο κοντά. Ένα χαμηλό γρύλισμα ακούστηκε από την πλευρά της Σάνια και η Στεφανία δεν τόλμησε να κινηθεί προς τα εμπρός.
Το βλέμμα του Άρβιν καρφώθηκε πάνω στο όμορφο πρόσωπο της Σάνια. «Έχεις κάτι να πεις Σάνια;», τη ρώτησε με αυστηρό τόνο.
«Η Σάνια δεν έχει τίποτα απολύτως να πει, Άρβιν», πετάχτηκε τότε η Σαλίνα. «Τότε καλά θα κάνει να συγκρατεί τον εαυτό της μπροστά μου», ανταπάντησε ο Άρβιν και το αυστηρό του βλέμμα δεν άφησε λεπτό το πρόσωπο της Σάνια, που είχε αρχίσει να γεμίζει θυμό. Άνοιξε το στόμα της να μιλήσει και, πριν προλάβει, η οργισμένη φωνή του Άρβιν αντήχησε εκκωφαντικά στο ξέφωτο.
 «ΟΥΤΕ ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΣΑΝΙΑ.! Θα μάθεις τη θέση σου και θα σέβεσαι αυτά που σου λέω».
   Η σιωπή που απλώθηκε στο χώρο ήταν ανατριχιαστική. Η φωνή του Άρβιν είχε σχεδόν τρυπήσει τα τύμπανα της Στεφανίας που, αν και τον κοιτούσε εμβρόντητη, δεν μπορούσε παρά να θαυμάσει την επιβλητική του έκφραση, τη δύναμη που ένιωσε να εκπέμπει εκείνη τη στιγμή το θαυμάσιο κορμί του.
   Η Σαλίνα άπλωσε το χέρι της και την άρπαξε βιαστικά απ' το μπράτσο, κάνοντας την να βγει για λίγο από τη δίνη των συναισθημάτων στην οποία είχε πέσει κοιτώντας τον Άρβιν.
«Έλα Στεφανία, πάμε να σου δείξω το σπίτι και να τα πούμε με την ησυχία μας», είπε όσο πιο γλυκά μπορούσε και την τράβηξε βιαστικά μαζί της. Καθώς ανέβαινε τα σκαλιά που οδηγούσαν στην είσοδο του σπιτιού, η Στεφανία είδε μια ομάδα νέων, γεροδεμένων αντρών να βγαίνει από το δάσος που περικύκλωνε το ξέφωτο και να κατευθύνεται προς το μέρος του Άρβιν με επιφωνήματα χαράς.

 Ένα ζεστό άρωμα από σανταλόξυλο και κανέλα χάιδεψαν ηδονιστικά την μύτη της, καθώς μπήκε στο χώρο του καθιστικού. Η Στεφανία έμεινε για λίγο ακίνητη στην άκρη του δωματίου με το βλέμμα της να περιπλανιέται σε κάθε γωνιά του. Κατέγραψε τα χρώματα και τα σχήματα που εναλλασσόταν μπροστά της. Ο χώρος φάνταζε τεράστιος. Τα ψηλά παράθυρα που τον φώτιζαν, έμοιαζε να ρουφούν τις αχτίδες του απογευματινού ήλιου που έδυε. Μέσα από το τζάμι οι αχτίδες φιλτράρονταν σε διάφορα χρώματα. Η αντανάκλαση τους έπεφτε στους πέτρινους τοίχους του δωματίου και τους έδινε μια χρυσαφένια λάμψη. Το πάτωμα ήταν ξύλινο, το χρώμα του ένα βαθύ καφέ. Πάνω του υπήρχαν δεκάδες πολύχρωμα και περίτεχνα υφασμένα χαλιά. Το κόκκινο, το καφέ και το πορτοκαλί χρώμα δέσποζε πάνω σε κάθε επιφάνεια των επίπλων και του εδάφους. Το τζάκι έστεκε αναμμένο στο κέντρο του δωματίου και γύρω του ήταν συγκεντρωμένοι 3 καναπέδες σε ημικύκλιο. Ο τρόπος που ήταν τοποθετημένοι σε συνδυασμό με τις δεκάδες γκραβούρες και πίνακες που κρεμόταν από τους τοίχους, έκαναν το δωμάτιο να μοιάζει με χώρο συνάντησης κάποιας μυστικής λέσχης. Ο πίνακας που κρεμόταν πάνω από το μεγάλο τζάκι τράβηξε το βλέμμα της και τον πλησίασε για να τον εξερευνήσει.
Η ζωγραφιά ήταν ασπρόμαυρή. Πάνω της διέκρινε έναν τεράστιο βράχο στο χείλος ενός φαραγγιού. Το φεγγάρι στη μέση της ζωγραφιάς ήταν ασυνήθιστα μεγάλο. Αν και του έλειπε το χρώμα, η λάμψη του έδειχνε εκτυφλωτική! Τέσσερις γκριζόμαυροι λύκοι καθόταν στο βράχο, με την μουσούδα τους σηκωμένη προς το φεγγάρι και στη μέση…στη μέση στεκόταν μια φιγούρα που δεν θύμιζε ούτε λύκο, μα ούτε άνθρωπο. Το στόμα της Στεφανίας στέγνωσε και μια περίεργη αίσθηση την πλημμύρισε. Ένιωσε μέσα της μια αύρα οικειότητας με την παράξενη φιγούρα της ζωγραφιάς. Σαν να θυμήθηκε ξαφνικά κάτι που πίστευε πως είχε ξεχάσει. Σαν να έβλεπε ένα πρόσωπο στο πλήθος, το οποίο το ήξερε, μα είχε πια ξεχάσει το όνομα του.
«Λυκάνθρωποι» ακούστηκε η φωνή της Σαλίνας πίσω της και η Στεφανία αναπήδησε τρομαγμένη.
«Για κάποιο λόγο νιώθω ότι κάπου την έχω ξαναδεί αυτή τη φωτογραφία», της απάντησε η Στεφανία, μόλις κατάφερε να συνέλθει λίγο από την ξαφνική της είσοδο στο δωμάτιο.
«Οι φωτογραφίες τους κυκλοφορούν ευρέως Στεφανία. Η ύπαρξη τους είναι πλέον προϊόν προς κατανάλωση. Ταινίες, βιβλία και λαϊκοί μύθοι απ' όλο τον κόσμο πασχίζουν να τους εξηγήσουν και να τους κατηγοριοποιήσουν, ώστε να τους κάνουν ακίνδυνους για τους ανθρώπους. Άλλοι πάλι προτιμούν να τους δαιμονοποιήσουν για να τους εξολοθρέψουν όσο πιο γρήγορα και εύκολα γίνεται», της είπε η Σαλίνα και της έδωσε μια μεγάλη κούπα με αχνιστό τσάι.
Το ρόφημα είχε θεϊκή μυρωδιά και η Στεφανία αγκάλιασε την κούπα με τα δύο της χέρια, έκλεισε τα μάτια της και εισέπνευσε τον ατμό που έβγαινε από το άνοιγμα της.
Η Σαλίνα έμεινε να την κοιτά με μια γλυκιά έκφραση στο πρόσωπο της. «Έλα να κάτσουμε Στεφανία», της είπε και της έδειξε έναν από τους άνετους καναπέδες μπροστά από το τζάκι. Η Στεφανία την ακολούθησε πρόθυμα.
«Ξέρεις, οι λυκάνθρωποι είναι πολύ παρεξηγημένες φιγούρες της κουλτούρας μας», ξεκίνησε πάλι να λέει η Σαλίνα και η Στεφανία ακούμπησε στην πλάτη του άνετου καναπέ και της έδωσε την απόλυτη προσοχή της. Για κάποιο λόγο ήθελε να ακούσει όσα είχε να της πει. Πιθανώς γιατί οι φανταστικές ιστορίες και οι μύθοι ήταν πάντα μια από τις μεγάλες της αγάπες καθώς μεγάλωνε. Καταβρόχθιζε με μανία όποιο βιβλίο με εξωπραγματικά όντα έπεφτε στα χέρια της. Αγαπούσε ιδιαίτερα τις ιστορίες όπου οι ηρωίδες είχαν ειδικές δυνάμεις και η δύναμη τους ξεπερνούσε αυτή των ηρώων. Με τα χρόνια βέβαια τα παράτησε όλα αυτά. Δεν είχε την πολυτέλεια να ζει σε έναν φανταστικό κόσμο. Οι υποχρεώσεις την κυνηγούσαν. Η δουλειά -όποια και αν ήταν αυτή κατά καιρούς- μονοπωλούσε τις μέρες της. Κάπου-κάπου, όταν οι καταστάσεις γινόταν πιεστικές, παρηγορούσε τον εαυτό της λέγοντας πως είναι και αυτή σαν τις ηρωίδες των βιβλίων που διάβαζε μικρή. Μια ηρωίδα της καθημερινότητας δηλαδή, μόνον που οι δικοί της «δράκοι» και «δαίμονες» ήταν πολύ πιο αληθινοί και θανάσιμοι.
«Στεφανία,  δεν νομίζω πως με παρακολουθείς». Η ζεστή φωνή της Σαλίνας την έβγαλε από τις σκέψεις της.
 «Δεν είναι αυτό. Σκεφτόμουν απλά πόσο παιδί του σήμερα είμαι τώρα τελευταία», της απάντησε η Στεφανία, θέλοντας να απολογηθεί.
«Κάθε άλλο παρά παιδί του σήμερα είσαι Στεφανία. Απλά δεν το ξέρεις», της απάντησε η Σαλίνα. Το ύφος της είχε σοβαρέψει απότομα και η Στεφανία άρχισε να την κοιτάει συνοφρυωμένη. «Ο πατέρας σου Στεφανία προέρχεται από μια οικογένεια, οι ρίζες της οποίας πάνε πολύ πίσω στους αιώνες. Μερικοί λένε μάλιστα, ότι η καταγωγή του είναι από την «πηγή».. την αρχή της…της φυλής μας», συνέχισε κάπως πιο διστακτικά τώρα η Σαλίνα.
Η φυλή, η ομάδα, τα αναθεματισμένα τα γονίδια! Τι σημαίνουν όλα αυτά; Αναρωτήθηκε εκείνη την στιγμή η Στεφανία και η έκφραση της πλέον γέμισε δυσπιστία για όσα άκουγε, όσα έβλεπε και όσα της συνεβαίναν τελευταία. Ένιωσε  έντονα την ανάγκη να σηκωθεί από τον καναπέ, να ευχαριστήσει τη Σαλίνα και να γυρίσει στο δωματιάκι της στην πόλη.
Η Σαλίνα σαν να διάβασε τις σκέψεις της. «Είμαστε εδώ για να σε βοηθήσουμε Στεφανία. Είμαστε η οικογένεια σου τώρα πια», της είπε, θέλοντας να την πείσει πάση θυσία για τις καλές τους προθέσεις.
«Δε χρειάζομαι βοήθεια! Είμαι μία χαρά!», απάντησε η Στεφανία, υψώνοντας τη φωνή της. Είχε αρχίσει να πιστεύει σοβαρά πλέον πως κάτι δεν πάει καθόλου καλά με όλους αυτούς τους ανθρώπους. Η σκέψη της είχε αρχίσει να παίρνει περίεργα μονοπάτια όσο περνούσε η ώρα. Το μόνο που ήθελε ήταν να γυρίσει σπίτι της.
«Μην τρομάζεις Στεφανία, δεν είναι τόσο κακό να μάθεις την αλήθεια για τους γονείς σου. Βλέπεις, από όσο γνωρίζουμε, είσαι μοναδική! Η πρώτη του είδους σου. Θα πρέπει να μάθεις κάποια πράγματα τώρα αν είναι στο μέλλον να ηγηθείς της ομάδας. Μα πρέπει να μ' αφήσεις να σου εξηγήσω, να με ακούσεις». Η φωνή της Σαλίνα τώρα έτρεμε από την προσπάθεια και την αγωνιά πως τα όσα έλεγε θα τρόμαζαν την Στεφανία ακόμη περισσότερο.
«Μοναδική; Να ηγηθώ της ομάδας; Έχεις τρελαθεί; Είσαστε όλοι τρελοί», ψιθύρισε η Στεφανία, κοιτώντας την τρομαγμένη. Δίχως να το πολυσκεφτεί, σηκώθηκε με φόρα από τον καναπέ και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα, κρατώντας ακόμη στα χέρια της τη ζεστή κούπα με το τσάι.
«Στεφάνια, στάσου!», της φώναξε η Σαλίνα και σηκώθηκε να την ακολουθήσει.
Η Στεφανία την αγνόησε και επιτάχυνε το βήμα της. Πρέπει να φύγω από δω μέσα, έλεγε και ξαναέλεγε μέσα στο μυαλό της.
Άνοιξε τη βαριά εξώπορτα της αγροικίας και το άρωμα της νύχτας, που μόλις είχε ξεκινήσει, τη χτύπησε στο πρόσωπο. Κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά της βεράντας. Πριν τα πόδια της πατήσουν στο γρασίδι, το βλέμμα ενός τεράστιου, κατάμαυρου λύκου την καθήλωσε. Τα λαμπερά του μάτια έμοιαζαν με πορφυρές φωτιές που φώτιζαν αχνά το σκοτάδι. Το παχύ τρίχωμα που κάλυπτε τα μπράτσα και τα πόδια του ήταν ευκρινέστατο. Μα στεκόταν όρθιος! Το σώμα του θύμιζε αυτό ανθρώπου: τα άκρα του ήταν μακριά, το στέρνο και τα μπράτσα του ήταν τεράστια, γεμάτα με μυείς που διαγραφόταν πεντακάθαρα στο λιγοστό φως της νύχτας. Στο μυαλό της Στεφανίας ήρθε αστραπιαία η ζωγραφιά που μόλις είχε δει πάνω απ' το τζάκι. Η κούπα με το τσάι έπεσε απ' το χέρι της. Ο λύκος απέναντι της έκανε ένα ήχο που της ακούστηκε σαν κλαψούρισμα και σήκωσε το χέρι του προς το μέρος της. Τα τεράστια, γαμψά του νύχια άστραψαν στο φως του φεγγαριού και η Στεφανία σωριάστηκε στο έδαφος, καθώς το μυαλό της παραιτήθηκε.
Η Σαλίνα κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά της βεράντας και στάθηκε πάνω από το λιπόθυμο σώμα της. «Μια χαρά τα κατάφερες, Κάιλ!», φώναξε θυμωμένα στον άντρα που στεκόταν τώρα μπροστά της.  


Κεφάλαιο 11ο Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ


Εξάψεις, μπόλικος ιδρώτας και ένας ύπουλος, σιγανός πόνος που ταλάνιζε όλο της το κορμί: αυτή ήταν λίγο-πολύ η περίληψη της ζωής της Στεφανίας τις τελευταίες τρεις μέρες. Τουλάχιστον είχαν κοπεί μαχαίρι τα περίεργα καρδιοχτύπια και ο έντονος πόνος στο κέντρο του στήθους της και αυτό ήταν σίγουρα παρήγορο. Θα κρατήσει για λίγο χρονικό διάστημα, κάτι σαν γρίπη δηλαδή. Έτσι της είχε πει ο Φιλίπ, ο γιατρός στον οποίο την έστειλε ο Κάϊλ, όταν τον είχε πιέσει ασφυκτικά να της πει αληθινά τι της συμβαίνει. Το θέμα ήταν πως αυτό που της συνέβαινε δεν είχε να κάνει με κάποιο μικρόβιο ή κάποιο ιό, όπως προσπάθησε να της εξηγήσει ο γιατρός. Αυτό που της συνέβαινε είχε να κάνει αποκλειστικά με τον πατέρα της και κάποιο περίεργο γονίδιο που της είχε κληροδοτήσει, αυτή ήταν η αλήθεια, τουλάχιστον για την ίδια. Δεν έφτασε προφανώς η παντελής απουσία του απ' τη ζωή της, ήθελε να της αφήσει και κάτι για να τον θυμάται! Πόσο σαδιστικά πρέπον σκέφτηκε και χτύπησε με φόρα στο πάγκο της κουζίνας την κούπα του καφέ που κρατούσε στα χέρια της.
Τα βότανα που τη συμβούλευσε ο Φιλίπ να αγοράσει δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Τα νεύρα της την βασάνιζαν όλο και πιο πολύ κάθε μέρα που περνούσε. Κοιμόταν όλο και λιγότερες ώρες κάθε βράδυ, με αποτέλεσμα τα πρωινά να μην έχει ούτε τη διαύγεια, μα ούτε τη διάθεση να ψάξει για δουλειά. Τα λεφτά της τελείωναν πιο γρήγορα απ' ότι υπολόγιζε και η πρόταση του Κάϊλ να μετακομίσει για λίγο στον οικισμό που έζησε και ο πατέρας της δεν έμοιαζε πια με πρόταση, αλλά με μοναδική λύση. Της είχε πει ότι θα έμενε στο σπίτι του, όπου ήδη την περίμενε η σύντροφος του, η Σαλίνα. Χθες βράδυ του έδωσε το ΟΚ και σήμερα το πρωί είχε ήδη κανονίσει την μεταφορά της.
Μάζεψε ότι ρούχα βρήκε μπροστά της και τα έριξε ανακατωμένα στο σάκο που της είχε δανείσει ο Έντι. Όταν του μίλησε για όσα της είχαν συμβεί, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό του. «Τόσο καιρό ψάχναμε να τον βρούμε αυτόν τον άνθρωπο και πάνω που τον ξέχασες τελείως, σε βρήκε ουσιαστικά αυτός», της είχε πει με περίσσιο καμάρι, λες και όλες οι θεωρίες του περί σύμπαντος, συμπτώσεων και μοίρας επιβεβαιώνονταν ξαφνικά. «Κόντεψα να πεθάνω, τόσο από την τρομάρα μου, όσο και από το σοκ και εσύ ενθουσιάζεσαι;», του είχε αντιγυρίσει αυτή εκνευρισμένη. «Το θέμα είναι ότι όλα γίνονται για κάποιο σκοπό Στεφανία, και όλα όσα γίνονται για να φτάσουμε στον προορισμό μας δεν μπορεί να είναι πάντα ευχάριστα», της είχε πει με σοβαρότητα διανοούμενου. «Στην τελική, μια χαρά είσαι, κάτι σαν γριπούλα έχεις, θα περάσει», συνέχισε περιπαικτικά, ακριβώς επειδή αυτός ήταν πάντα ο ρόλος του: να καθησυχάζει τους φόβους και τις ανησυχίες της.
Παρά τη στενή τους σχέση, η Στεφανία δεν του ανάφερε σχεδόν τίποτα για τον Άρβιν ή μάλλον οι λέξεις με τις οποίες τον περιέγραψε δεν άφησαν περιθώρια για πειράγματα ή ρομαντισμούς. Περίεργος, ανατριχιαστικός, ανάγωγος ήταν μόνον μερικές από αυτές. Φυσικά και μετάνιωσε για όλες τη στιγμή ακόμη που τις ξεστόμιζε. Δεν συνήθιζε να βγάζει γρήγορα συμπεράσματα για τον κόσμο γύρω της, αλλά στην προκειμένη περίπτωση, τόσο τα αρνητικά όσο και τα θετικά συναισθήματα που της δημιουργούσε η εμφάνιση του Άρβιν στη ζωή της μπέρδευαν χαοτικά το ένστικτο της.
Στεκόταν ήδη έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας της, όταν ένα μεγάλο τζιπ με σκουρόχρωμα τζάμια σταμάτησε στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Η πόρτα άνοιξε και ο Άρβιν στάθηκε με τα χέρια στις τσέπες του τζιν που φορούσε, περιμένοντας την κίνηση των αυτοκινήτων να κόψει, ώστε να διασχίσει το δρόμο. Ντυμένος στα μαύρα, με ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά να καλύπτουν τα μάτια του, έμοιαζε εξωπραγματικός. Εξωπραγματικά όμορφος σκέφτηκε η Στεφανία καθώς τον κοιτούσε να διασχίζει το δρόμο και αμέσως σιχτίρισε τον αδύναμο χαρακτήρα της. Σταμάτησε μπροστά της και για μερικά δευτερόλεπτα και κοιτάχτηκαν δίχως να μιλάνε.
«Είσαι έτοιμη;» τη ρώτησε τελικά και χαμογέλασε αυτάρεσκα. Αυτό το χαμόγελο του την δαιμόνιζε! Της έδινε συνεχώς την αίσθηση πως μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις της.
«Πάμε» του είπε και προχώρησε προς το αμάξι, δίχως να τον περιμένει να την ακολουθήσει.
Ο Άρβιν έβαλε το σάκο της στο πίσω μέρος και κάθισε με γρήγορες κινήσεις στη θέση του οδηγού. Μέχρι να βγουν από την πόλη της έριχνε κλεφτές ματιές, μα η Στεφανία προσπαθούσε εσκεμμένα να τον αγνοήσει.
«Έχεις τα χάλια σου», είπε μετά από αρκετή ώρα σιωπής, «δεν κοιμάσαι αρκετά;». Ο αχνό τόνος ανησυχίας που διέκρινε στη φωνή του, την ξάφνιασε.
«Δεν κοιμάμαι σχεδόν καθόλου, ευχαριστώ για το κοπλιμέντο», του απάντησε και συνέχισε να κοιτά έξω από το παράθυρο του συνοδηγού. Το ξαφνικό του ενδιαφέρον δεν ήταν αρκετό για να την κάνει να παραβλέψει την αδιάφορη και ψυχρή στάση του, όταν την συνάντησε για πρώτη φορά στο γραφείο του Κάϊλ, μα ούτε το γεγονός ότι ήξερε τόσα για το παρελθόν της και της τα απέκρυψε.
Ο Άρβιν την κοίταξε με την άκρη του ματιού του. «Δεν χρειάζεται να είσαι τόσο επιθετική μαζί μου. Μια παρατήρηση έκανα μόνο», είπε τελικά, προσπαθώντας να κατευνάσει το θυμό της.
«Είσαι πράγματι πολύ παρατηρητικός», του ανταπάντησε, δίχως να τον κοιτάξει.
Από εκείνη τι στιγμή και μετά έπαψε να προσπαθεί να της πιάσει κουβέντα και η Στεφανία αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στο δρόμο, ρουφώντας -όσο της επέτρεπε η κούραση της- την εναλλαγή των τοπίων. Δεν είχαν φτάσει ούτε στα μισά της διαδρομής, όταν ο οργανισμός της άρχισε να νιώθει τα πρώτα σημάδια στέρησης. Είχε άμεση ανάγκη από έναν καφέ, αν ήθελε να κρατηθεί όρθια μέχρι το τέλος της διαδρομής, μα δεν μίλησε.
Ο Άρβιν σταμάτησε το αυτοκίνητο σε έναν σταθμό ξεκούρασης στην άκρη του δρόμου και την κοίταξε ξανά μέσα από τα μαύρα του γυαλιά.
«Δείχνεις πραγματικά εξουθενωμένη, πρέπει να φας κάτι», της είπε χαμηλόφωνα. Η Στεφανία κούνησε απλά το κεφάλι της καταφατικά και πριν προλάβει να του πει οτιδήποτε, ο Άρβιν βγήκε από το αμάξι και κατευθύνθηκε προς το κτίριο που έστεκε μπροστά τους. Όταν επέστρεψε η μυρωδιά του φρέσκου καφέ χτύπησε τα ρουθούνια της και η διάθεση της βελτιώθηκε αισθητά, τόσο μάλιστα που του χαμογέλασε. Αν και παρατήρησε την ξαφνική αλλαγή στη διάθεση της, προτίμησε να μην την σχολιάζει και ακούμπησε απλά στα πόδια της τη χάρτινη σακούλα που κρατούσε στα χέρια του. Η Στεφανία την άνοιξε και κοίταξε μέσα. Ήταν γεμάτη με όλων των ειδών τα γλυκίσματα που συνήθως συνοδεύουν τον καφέ.
«Δεν ήξερα τι προτιμάς και πήρα σχεδόν τα πάντα», της είπε αμήχανα.
Η Στεφανία χαμογέλασε ξανά. «Σ' ευχαριστώ, είσαι υπερβολικά καλός μαζί μου σήμερα», του είπε προσπαθώντας να του δείξει όσο πιο διακριτικά μπορούσε την ευγνωμοσύνη της.
«Δεν το κάνω από καλοσύνη. Εκτελώ διαταγές», της είπε, χαμογελώντας πονηρά.
Ήταν ίσως η πρώτη φορά που τον έβλεπε να χαμογελά με τόση χαλαρότητα και η εικόνα την ευχαριστούσε περισσότερο απ’ όσο ήταν έτοιμη να παραδεχτεί. «Τα συγχαρητήρια μου, λοιπόν. Κάνεις πολύ καλή δουλειά», του ανταπάντησε και έσκυψε το κεφάλι της πάνω από το αχνιστό κυπελάκι του καφέ, προσπαθώντας να κρύψει τα συναισθήματα που έκαιγαν τα μάγουλα της.
Την κοίταξε για λίγο σιωπηλός, μα μόλις σήκωσε το βλέμμα της να τον κοιτάξει γύρισε αμέσως το κεφάλι του προς τον αυτοκινητόδρομο.
«Περίμενα πως θα είχες πολλά να με ρωτήσεις σ' αυτή τη διαδρομή, αλλά έκανα λάθος», της είπε, δίχως να την κοιτά. Το βλέμμα του παρέμεινε κολλημένο στον απέραντο δρόμο μπροστά τους, καθώς το αυτοκίνητο έπαιρνε πάλι την πορεία του.
«Ναι, υπάρχει κάτι που θα ήθελα να σε ρωτήσω», του απάντησε η Στεφανία, και το μυαλό της γύρισε πάλι σ' εκείνο το πρώτο βράδυ της γνωριμίας τους. «Μπορείς να με ρωτήσεις ότι θέλεις. Τον πατέρα σου τον γνώριζα καλά», της απάντησε και η Στεφανία τον κοίταξε απορημένα. «Για αυτόν δεν θέλεις να με ρωτήσεις;», την ρώτησε όταν αντιλήφθηκε το απορημένο της βλέμμα.
Ήταν προφανές πως δεν είχαν το ίδιο πράγμα στο μυαλό τους. Τα μάγουλα της Στεφανίας άρχισαν να καίνε πάλι, μα αυτή τη φορά από ντροπή. Το φιλί που μοιράστηκαν στο πάρκο τελικά είχε περισσότερη σημασία για την ίδια παρά για τον Άρβιν. Ήταν λογικό λοιπόν που ο ίδιος δεν είχε καμιά απορία για το ότι συνέβη. Ίσως τελικά να το ονειρεύτηκα σκέφτηκε βιαστικά, προσπαθώντας να δώσει μια λιγότερο επώδυνη εξήγηση για τη σιωπή του. «Στεφανία; Τι θέλεις να με ρωτήσεις;», η βραχνή φωνή του της υπενθύμισε πως ήταν η σειρά της να μιλήσει. «Του μοιάζω καθόλου;» ρώτησε χαμηλόφωνα, δίχως να το σκεφτεί.
Ο Άρβιν συνέχισε να κοιτά το δρόμο και χαμογέλασε νοσταλγικά. «Δε θα το έλεγα. Όχι», της απάντησε δίχως δισταγμό και αμέσως η έκφραση της σκοτείνιασε. «Μα μοιάζεις αρκετά με τη μητέρα σου», συμπλήρωσε αμέσως και αυτή τη φορά γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος της.
«Ήξερες τη μητέρα μου;» Η κατάπληξη της τον έκανε να χαμογελάσει και πάλι. «Ναι, την ήξερα».
«Πώς ήταν;» τον ρώτησε γεμάτη ανυπομονησία.
«Ας πούμε ότι ο Άλες είχε πολύ καλό λόγο που ξελογιάστηκε τόσο μαζί της», της απάντησε και το πρόσωπο του συνοφρυώθηκε.
«Είναι αλήθεια ότι απαρνήθηκε τα πάντα για χάρη της;», ρώτησε τότε εκείνη, αποφασισμένη να φτάσει στην αλήθεια αυτή τη φορά.
«Είναι αλήθεια», της απάντησε κοφτά, σαν να μη δεχόταν καμία αντίρρηση σ' αυτό που μόλις είπε.
«Κρίμα που δεν έκανε το ίδιο και για μένα», του είπε η Στεφανία και ο θυμός που χρόνια ένιωθε για τον χαμένο της πατέρα άρχισε και πάλι να σιγοβράζει στο στήθος της.
Ο Άρβιν γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος της και την κοίταξε θυμωμένα. «Μην τον κρίνεις τόσο αυστηρά, χωρίς να ξέρεις».
«Ξέρω ότι με εγκατέλειψε και δεν χρειάζεται να ξέρω τίποτα παραπάνω», του είπε και σταύρωσε τα χέρια της πάνω στο στήθος της όλο πείσμα.
«Τότε ξέρεις και βλέπεις μόνο ότι σε αφορά. Είσαι απλά κολλημένη στον εαυτούλη σου», της φώναξε και η οργή του άρχισε να πλημμυρίζει τα όμορφα χαρακτηριστικά του.
«Είμαι! Ναι! Και ο λόγος γιατί; Είναι απλός. Πέρα από τον εαυτό μου δεν είχα τίποτα άλλο σε αυτή τη ζωή!», του φώναξε και αυτή το ίδιο οργισμένα.
«Καιρός λοιπόν να βγάλεις το κεφάλι σου από την άμμο και να κοιτάξεις γύρω σου Στεφανία», της απάντησε με λιγότερη ένταση αυτή τη φορά.
«Τι εννοείς;».
Το ύφος του σκοτείνιασε και πάλι. «Όταν ένας από εμάς χάσει το ταίρι του δεν επιβιώνει, Στεφανία. Την ακολουθεί πάντα στο θάνατο», της απάντησε απρόθυμα και η έκφραση του προσώπου του γέμισε ξαφνικά με πόνο.
Ένας από εμάς; Την ακολουθεί στο θάνατο; αναρωτήθηκε σιωπηλά η Στεφανία, και το βλέμμα της κόλλησε στο πρόσωπο του. «Δεν καταλαβαίνω».
«Θα καταλάβεις στην πορεία», της απάντησε κοφτά, θέλοντας να κόψει τη κουβέντα.
«Θέλεις να πεις; Θέλεις να πεις ότι ο πατέρας μου αυτοκτόνησε μετά το θάνατο της μητέρας μου;», επέμεινε και η ιδέα και μόνο του τι ξεστόμισε, τη γέμισε τρόμο.
«Μπορείς να το δεις και έτσι, ναι», της απάντησε ξερά και τα μάτια του δεν ξεκόλλησαν λεπτό από το δρόμο, που τώρα απλώνονταν μπροστά τους σε μια ατελείωτη ευθεία.
Το βλέμμα της Στεφανίας έμεινε κολλημένο επάνω του. Η απελπισία, ο πόνος, το σοκ των όσων άκουγε την είχαν ακινητοποιήσει. Φοβόταν και να αναπνεύσει, να σκεφτεί. Σκότωσα και τους δυο τους γονείς μου σκέφτηκε τελικά και τα δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στο πρόσωπο της, δίχως να το καταλάβει.
Στο άκουσμα του βουβού κλάματος, η καρδιά του Άρβιν σφίχτηκε. Δίχως να το θέλει ένιωσε την ανάγκη να την αγκαλιάσει, να την παρηγορήσει, έστω να της πει «συγνώμη» για αυτό που ξεστόμισε με τόση ευκολία. Το θέμα ήταν πως στα χίλια και παραπάνω χρόνια ζωής που μετρούσε δεν χρειάστηκε ποτέ να κάνει κάτι τέτοιο, ούτε για την οικογένεια του, ούτε όμως και για τα μέλη της ομάδας του. Τα χέρια του έσφιξαν το τιμόνι του αυτοκινήτου τόσο δυνατά, που οι αρθρώσεις των δακτύλων του έγιναν κάτασπρες. Η απόλυτη σύγχυση που αισθανόταν τον έκανε να θυμώσει, κυρίως με τον εαυτό του.
«Σταμάτα να κλαψουρίζεις! Αυτή είναι η αλήθεια! Δέξου τη!», της φώναξε και η συνειδητοποίηση της βλακείας που ξεστόμισε τον χτύπησε στο στομάχι σαν ατσάλινη γροθιά.
Η Στεφανία σκούπισε τα δάκρυά της νευρικά και τον κοίταξε. Το βλέμμα της ήταν γεμάτο περιφρόνηση. «Πόσο πιο αναίσθητος θα μπορούσες να είσαι;», του απάντησε γεμάτη απογοήτευση και γύρισε και πάλι το κεφάλι της προς το παράθυρο του συνοδηγού.
Ωραία! Μόλις μεταμορφώθηκα στον μεγάλο, κακό λύκο του παραμυθιού στα μάτια της σκέφτηκε ο Άρβιν και έβρισε τον εαυτό του χαμηλόφωνα.

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

Κεφάλαιο 10ο Το Όνειρο

Ο Άρβιν ήταν σίγουρος πως έβλεπε ένα ακόμη όνειρο, όμως οι εικόνες που έπαιζαν στην οθόνη του μυαλού του δεν ήταν σενάρια της φαντασίας του.


Τα χέρια του ήταν δεμένα πίσω από την πλάτη του. Τα πόδια του τα κρατούσαν χοντρές αλυσίδες, οι οποίες ήταν στερεωμένες στο τσιμεντένιο πάτωμα με πασσάλους. Τίποτα από αυτά όμως δε θα μπορούσε να συγκρατήσει ακίνητο ένα όν σαν και αυτόν. Αυτό που τον κρατούσε δέσμιο ήταν η χοντρή, ατσάλινη ζώνη που ήταν δεμένη τόσο σφικτά γύρω από τη μέση του, που του έκοβε την ανάσα. Παρά τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν, δε μπορούσε παρά να θαυμάσει την ευφυΐα του πλάσματος, που τώρα τον κοιτούσε κατάματα. Η ιδέα της ζώνης ήταν πραγματικά έξυπνη, μια και δε θα μπορούσε να μεταμορφωθεί, δίχως να κόψει το σώμα του στα δύο κατά τη διάρκεια. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι επιλογές του ήταν μόνο δύο: ή θα έχανε τη ζωή του προσπαθώντας να σπάσει τα δεσμά του, ή θα παρατηρούσε τον εχθρό του για να ανακαλύψει τις αδυναμίες του και να τις εκμεταλλευτεί προς όφελος του.


Διάλεξε τη δεύτερη, δίχως μεγάλη δυσκολία, ίσως επειδή η γυναίκα που τώρα στεκόταν απέναντι του ήταν απλά πανέμορφη. Η επιδερμίδα της ήταν ολόλευκή. Τα μάτια της είχαν ένα αχνό βυσσινί χρώμα και τα γεμάτα χείλη της το βαθύ κόκκινο χρώμα του αίματος. Ο τρόπος που κινούταν προς το μέρος του θύμιζε αιλουροειδές. Όμορφη, μα θανάσιμη.


Όταν τον πλησίασε αρκετά, η μυρωδιά της τον εξαγρίωσε. Ήταν η μυρωδιά του χειρότερου εχθρού του. Οι μυείς του συσπάστηκαν και όλο του το σώμα ετοιμάστηκε για να δεχτεί την επερχόμενη επίθεση. Αντί για επίθεση όμως η γυναίκα άπλωσε το χέρι της κτητικά πάνω στο στέρνο του και τον κοίταξε σαγηνευτικά στα μάτια. Κάτι στο βλέμμα της τον υπνώτιζε, τον έκανε να την κοιτά αποσβολωμένος. Το χέρι της κατέβηκε στους κοιλιακούς του. Οι κυνόδοντες της επιμηκύνθηκαν και το βυσσινί χρώμα των ματιών της άρχισε να γίνεται πορφυρό. Ήρθε πιο κοντά του, τον κοίταξε πονηρά στα μάτια και το χέρι της κατέβηκε ακόμη πιο χαμηλά. Στο άγγιγμα της, το σώμα του ακινητοποιήθηκε και το κεφάλι του έπεσε προς τα πίσω. Με μια αστραπιαία κίνηση τα δόντια της τρύπησαν το δέρμα του λαιμού του. 

Νιώθοντας υποσυνείδητα τον πόνο να χτυπά το νευρικό του σύστημα, ο Άρβιν πετάχτηκε απ' το κρεβάτι και ένας δυνατός ρόγχος ξέφυγε από τα χείλη του. Τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω απ' το λαιμό του, μη μπορώντας εκείνη την στιγμή να ξεχωρίσει με σιγουριά την πραγματικότητα από το όνειρο. Διάβολε! Το παρελθόν του τρόμαζε ακόμη και τον ίδιο μερικές φορές. Πέταξε τα σκεπάσματα από πάνω του και σηκώθηκε με αργές κινήσεις από το κρεβάτι. Το πάτωμα ήταν γεμάτο εφημερίδες, άδεια κουτάκια μπύρας και γυναικεία ρούχα. Γυναικεία ρούχα;
Έτριψε το πρόσωπο του με το χέρι του και προσπάθησε να θυμηθεί τι συνέβη το προηγούμενο βράδυ.
Εκείνη τη στιγμή ένας κτύπος τράνταξε την πόρτα του δωματίου και μια φωνή ακούστηκε από πίσω της.

«Υπηρεσία δωματίου. Παρακαλώ ανοίξτε, το πρωινό σας είναι έτοιμο». Αν και ποτέ δεν ζητούσε να του φέρουν πρωινό, το συγκεκριμένο ξενοδοχείο το είχε σύστημα να κάνει πάντα παραπάνω απ' αυτά που τους ζητούσε. Ο Άρβιν άνοιξε την πόρτα και άφησε τον μικροκαμωμένο και υπερβολικά χαρωπό υπάλληλο του ξενοδοχείου να περάσει.

«Καλημέρα σας κύριε! Πώς αισθάνεστε σήμερα;» ρώτησε περιχαρής ο υπάλληλος και η ασυνήθιστα τσιριχτή φωνή του έκανε τον Άρβιν να οπισθοχωρήσει με δυσαρέσκεια. Διάολε! Πόσο πιο εκνευριστικά μπορούν να γίνουν αυτά τα όντα.


«Σςς. λίγο πιο σιγά!» του είπε όσο πιο ευγενικά μπορούσε και κοίταξε το δίσκο με το πρωινό που κρατούσε στα χέρια του.

«Μάλιστα κύριε, μάλιστα, συγνώμη» είπε τώρα ψιθυριστά ο υπάλληλος και αφού υποκλίθηκε ελαφρώς, άφησε το δίσκο στο πιο κοντινό τραπεζάκι και βγήκε με γοργά βήματα από το δωμάτιο.

Ο Άρβιν σήκωσε τα καπάκι που κάλυπτε το δίσκο και κοίταξε από κάτω. Μια από τα ίδια, καμιά παραλλαγή σκέφτηκε, καθώς η οσμή του τηγανισμένου μπέικον χτύπησε τη μύτη του και τον έκανα να αηδιάσει ελαφρώς. Άλλη μια ανθρώπινη συνήθεια που μισούσε. Θα έδινε τα πάντα εκείνη τη στιγμή να μπορούσε να κυνηγήσει. Να μπορούσε να βρεθεί στο ξέφωτο του δάσους, να μυρίσει τον φρέσκο αέρα που αναδίδουν τα φύλα των δέντρων.

Στη σκέψη και μόνο, το δέρμα του άρχισε να τον ενοχλεί. Ένιωθε λες και φορούσε ένα βαρύ, μάλλινο πουλόβερ, από αυτά που σου φέρνουν ακατάσχετη φαγούρα. Δεν θα έπρεπε να αισθάνεται έτσι, μετά από τόσες βραδιές που πέρασε στην ύπαιθρο τις τελευταίες μέρες, όμως δεν μπορούσε να καταπολεμήσει το συναίσθημα μέσα του. Είχε ανάγκη να είναι ο εαυτός του και μόνον όταν μεταμορφωνόταν μπορούσε να αισθανθεί πραγματικά έτσι. Η «πολιτισμένη» ανθρώπινη συμπεριφορά που έπρεπε κάθε τόσο να φορά σαν κουστούμι τον εκνεύριζε αφάνταστα. Ακόμη όμως και οι δικοί του άνθρωποι είχαν αρχίσει να ενστερνίζονται την ανάγκη της αρμονικής συνύπαρξης μεταξύ όλων των ειδών.

Η κληρονομιά της ιδεολογίας του Άλες σκέφτηκε ο Άρβιν και κρυφογέλασε. Ήταν ο πρώτος που αγνόησε τους κανόνες της αγέλης και άνοιξε το δρόμο για την είσοδο των λυκανθρώπων στο αστικό τοπίο των ανθρώπων. Τα τέρατα των λαϊκών μύθων κυκλοφορούν ανάμεσα σας, τρώνε από τα φαγητά σας, πίνουν από τα ποτήρια σας και που και που κοιμούνται και στα κρεβάτια σας. Οι τελευταίες σκέψεις τον έκαναν να χαμογελάσει. Αν οι γηραιότεροι της αγέλης γνώριζαν τη συχνότητα με την οποία όλο και περισσότερες θνητές γυναίκες κατέληγαν στα κρεβάτια των λυκάνθρωπων, θα ξεκινούσε εμφύλιος πόλεμος. Πάνω απ' όλα η καθαρότητα του αίματος, αυτό ήταν το σύνθημα τους και ας το κρύβουν καλά κάτω από το προκάλυμμα του φιλελευθερισμού. Οι αντιλήψεις τους ήταν ακόμη σεβαστές από πολλά μέλη της αγέλης και ας μοιραζόταν την καθημερινότητα τους με δεκάδες άλλα είδη. Τόσο διαδεδομένες ήταν οι απόψεις τους, που ακόμη και τα πιο δυνατά μυαλά της αγέλης είχαν επηρεαστεί από αυτές. Πώς αλλιώς εξηγείται η απόφαση του Κάϊλ να κρατήσει την ύπαρξη της Στεφανίας μυστική απ' όλους τους για τόσα χρόνια; Η Στεφανία. συλλογίστηκε και οι κτύποι της καρδιάς του επιταχυνθήκαν ελαφρώς. Η ψυχραιμία με την οποία δέχτηκε όσα της εξήγησε ο Κάϊλ τον είχε καταπλήξει. Ίσως τελικά το μυαλό της να είναι το ίδιο δυνατό, με αυτό του πατέρα της. Άραγε τι να κάνει τώρα;

Μια ημίγυμνη γυναίκα εισέβαλλε εκείνη τη στιγμή στο οπτικό του πεδίο και ο Άρβιν βγήκε απ' τις σκέψεις του. Έσφιξε τα δόντια του νευριασμένος. Ανάθεμα! Θα τον σκοτώσω τον Άλμπερτ! Σκέφτηκε και έγνεψε «καλημέρα» στην μισοκοιμισμένη ξανθιά, που έψαχνε τώρα τα ρούχα της στο πάτωμα και του έριχνε ντροπαλές ματιές. Ο Άλμπερτ ξεπρόβαλε με τη σειρά του απ' το διπλανό δωμάτιο χαμογελαστός, τεντώθηκε νωχελικά και έτρεξε με τη μία προς το δίσκο με το πρωινό. Κάθισε στην πολυθρόνα απέναντι από τον Άρβιν και άρχισε να τρώει ότι υπήρχε στα πιάτα με τα χέρια. Τί σουρεαλιστική εικόνα είναι αυτή; σκέφτηκε ο ¨Αρβιν κοιτώντας πότε τον Άλμπερτ και πότε τη ξανθιά γυναίκα, που έβαζε τα ρούχα της μπροστά τους. Δύο λυκάνθρωποι με μια ημίγυμνη, ξανθιά, θνητή γυναίκα, όλοι παρέα σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Μόνο τον 21ο αιώνα γίνονται αυτά, σκέφτηκε καθώς παρατηρούσε τον Άλμπερτ, ο οποίος έτρωγε τώρα λες και ήθελε να αποδείξει σε όλους τη μακρινή συγγένεια των λύκων με τους σκύλους.

«Άλμπερτ, τα δόντια μας χρησιμεύουν στο να μασάμε την τροφή μας» του είπε τελικά ο Άρβιν, χαμογελώντας εύθυμα. Το πρόσωπο του Άλμπερτ, που μόλις είχε προλάβει να καταπιεί και την τελευταία του μπουκιά, έλαμψε όλο πονηρία.

«Όχι μόνον. Τα χρησιμοποιούμε και για να δαγκώνουμε!» είπε και άρπαξε την ξανθιά γυναίκα, την κάθισε στα πόδια του και γρύλισε, προσποιούμενος πως την δαγκώνει στην πλάτη. Η γυναίκα χαχάνισε και κοίταξε τον Άρβιν όλο νόημα στα μάτια.

Μερικά είδη δεν έχουν καθόλου κοινή λογική σκέφτηκε ο Άρβιν και συνέχισε να χαμογελάει.

«Έχεις πανέμορφο χαμόγελο!» του είπε όλο θαυμασμό και νάζι η ξανθιά γυναίκα, δίνοντας του να καταλάβει πως δεν θα την πείραζε ιδιαίτερα να καθίσει και στα δικά του γόνατα. Το βλέμμα του έπεσε στη δαγκωματιά που φιγούραρε στο μπράτσο της. Ναι, καθόλου, μα καθόλου κοινή λογική σκέφτηκε ξανά ο Άρβιν και την ευχαρίστησε ψυχρά.
«Έλα Άρβιν, μην κάνεις έτσι, η Σύνθια σου έκανε απλά ένα κοπλιμέντο», του είπε εύθυμα ο Άλμπερτ και του έκλεισε το μάτι.
« Η Σύνθια είναι ώρα να πάει σπίτι της γιατί σίγουρα θα την αναζητούν οι γονείς της», απάντησε ο Άρβιν και κοίταξε τη ξανθιά γυναίκα με αυστηρότητα.
«Ή μήπως να πω καλύτερα ο άντρας της;», συνέχισε και η έκφραση του έγινε ειρωνική.
Στο τελευταίο σχόλιο, η Σύνθια πετάχτηκε όρθια, άρπαξε τα υπόλοιπα υπάρχοντά της και προχώρησε προς την πόρτα, εμφανώς προσβεβλημένη.
«Μην δίνεις σημασία μωρό μου, είναι παράξενος, όπως όλοι οι γέροι», της φώναξε ο Άλμπερτ, δίχως να κουνηθεί απ' τη θέση του.
«Με κοροϊδεύεις;» φώναξε η Σύνθια από την ανοιχτή πόρτα, «Αυτός εδώ δεν είναι πάνω από 30 χρονών!».
Ο Άλμπερτ έκρυψε το πρόσωπο του στα χέρια του και άρχισε να κρυφογελά. Ο Άρβιν τον αγνόησε και κοίταξε την Σύνθια απειλητικά. Με την απορία ακόμη ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της, η Σύνθια βρόντηξε την πόρτα πίσω της και έφυγε.

Ο Άρβιν γύρισε το βλέμμα του στον Άλμπερτ και τον κοίταξε αυστηρά. «Σταμάτα να γελάς! Σου έχω πει πως μπορείς να κάνεις ότι θέλεις, αλλά το πρωί θα πρέπει να βγάζεις πάντα τα «σκουπίδια» πριν ξυπνήσω και τα βρω μπροστά μου».
«Για το Θεό! Χαλάρωσε λίγο Άρβιν!» του απάντησε, προσπαθώντας να κόψει το νευρικό γέλιο που τον είχε πιάσει και να δείξει τον απαιτούμενο σεβασμό στα όσα άκουγε.
«Σοβαρά μικρέ; Θέλεις να χαλαρώσω όταν ξέρεις καλά πως η θέση μου δεν μου επιτρέπει να κάνω τα στραβά μάτια σε τέτοιες περιπτώσεις;» του απάντησε ο Άρβιν και ανακάθισε στη πολυθρόνα, έτοιμος να του επιτεθεί.

Ο Άλμπερτ σοβάρεψε με τη μία. Ήξερε καλά τις εντολές των γηραιότερων για τα αρσενικά της αγέλης που ενεργούσαν ως προστάτες του οικισμού: καμία επαφή με άλλα είδη! Οι ελευθερίες που τους επέτρεπε να έχουν στα κρυφά ο Άρβιν, τον έβαζαν σε άμεσο κίνδυνο σε περίπτωση που κάτι διέρρεε. Η τιμωρία θα ήταν ιδιαίτερα σκληρή και όλοι τους στην ομάδα τον σεβόταν για το ρίσκο που έπαιρνε για χάρη τους. Δεν ήθελε λοιπόν με τίποτα να τον δυσαρεστήσει, μα, όπως όλα έδειχναν, μόλις το είχε επιτύχει.
«Δεν θα ξαναγίνει, στο υπόσχομαι» του είπε κατεβάζοντας το κεφάλι. «Σκέφτηκα απλά ότι ίσως…ίσως θα σε ενδιέφερε να εκμεταλλευτείς την κατάσταση», είπε και τον κοίταξε επιφυλακτικά.
Ο Άρβιν προσπάθησε να συγκρατήσει την οργή του με αυτό που άκουσε, έγειρε στην πλάτη της πολυθρόνας και χαμογέλασε πικρόχολα. «Ώστε πιστεύεις πώς μου χρειάζεται μια γυναίκα ε; Σαν αυτή που μόλις έφυγε, ας πούμε;».
Το ύφος του Άλμπερτ τώρα έγινε απολογητικό, μια και ένιωθε πως αντί να κατευνάζει την κατάσταση, μάλλον την ωθούσε στα άκρα. Θα το πω και ότι γίνει, σκέφτηκε.
«Πόσα χρόνια είσαι χωρίς γυναίκα Άρβιν; Μήπως τα έχεις μετρήσει;». Ο Άρβιν σκέφτηκε πως θα έπρεπε να σηκωθεί απ' την πολυθρόνα του και να τον πιάσει απ' το λαιμό, μα δεν μπορούσε. Δεν μπορούσε, απλά, γιατί ο Άλμπερτ τον ήξερε καλύτερα από τον καθένα και κάποια πράγματα ήταν δύσκολο να τα κρύψει, όταν έμεναν οι δυο τους.
«Δεν χρειάζομαι τέτοιου είδους γυναίκες Άλμπερτ», του απάντησε τελικά και η έκφραση του γέμισε μελαγχολία.

Η αντίδραση του ξάφνιασε τον Άλμπερτ. Δεν τον είχε δει ποτέ ξανά να μελαγχολεί για τέτοια θέματα. Η φήμη του, ειδικά σ' αυτό το θέμα, ήταν μυθική. Μυθική ήταν η σωστή λέξη για να την περιγράψει κανείς, μια και ο Άλμπερτ δεν ήξερε ειλικρινά πόσα απ' όσα είχε ακούσει ήταν αλήθεια και πόσα ψέματα. Λέγανε πως ήταν σκληρός και άκαρδος. Πως χρησιμοποιούσε το σεξ ως όπλο -κυριολεκτικά- σκοτώνοντας τις γυναίκες που διάλεγε ως ερωμένες. Αν σκεφτεί κανείς ότι οι περισσότερες από αυτές ήταν βρικόλακες, τότε αυτοί οι μύθοι δεν ήταν και πολύ μακριά από την αλήθεια. Από την άλλη όμως, αν όσα είχε ακούσει ήταν αλήθεια, τότε προς τι η μελαγχολία που τώρα έβλεπε στο πρόσωπο του;
«Τι σου λέει το ένστικτο σου Άρβιν; Νιώθεις πως το ταίρι σου είναι κοντά; Πιστεύεις πως την βρήκες;» τον ρώτησε, μη ξερώντας πως αλλιώς να ερμηνεύσει αυτό που διάβαζε στο πρόσωπο του.

Το ένστικτο, δεν πίστευα ότι υπάρχει καν σκέφτηκε αυτόματα ο Άρβιν, μόλις άκουσε την ερώτηση του. Οι αρσενικοί λυκάνθρωποι αναγνωρίζουν το ταίρι τους από τη μυρωδιά του, η οποία μόλις χτυπήσει τα ρουθούνια τους ξυπνά μέσα τους μια μαγική δύναμη που δεν πρέπει να αμφισβητείται ποτέ για την ορθότητα της. Αυτό πίστευαν οι πιο πολλοί. Μα για τον Άρβιν το ένστικτο δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια δικαιολογία για να επιβάλλουν οι αρσενικοί λυκάνθρωποι τις επιλογές τους στην ομάδα.
«Δεν μου λέει τίποτα Άλμπερτ. Δεν μου μίλησε ποτέ. Πράγμα που με κάνει να πιστεύω πως δεν υπάρχει. Θα σε συμβούλευα να κάνεις το ίδιο», του απάντησε και σηκώθηκε απ' τη θέση του.
Ο Άλμπερτ τον ακολούθησε με το βλέμμα του, καθώς άρχισε να βηματίζει νευρικά στο δωμάτιο. «Μου λες ψέματα Άρβιν. Αυτό το ξέρω σίγουρα. Αυτό που δεν ξέρω είναι το γιατί».
Γιατί λέω ψέματα και στον ίδιο μου τον εαυτό σκέφτηκε ο Άρβιν και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο για να μη χρειαστεί να του απαντήσει.

Κεφάλαιο 9ο Στο Ιατρικό Κέντρο

Ήταν σχεδόν μεσημέρι, όταν η Στεφανία στάθηκε διστακτικά μπροστά στη μεγάλη, γυάλινη πόρτα της εισόδου του Ιδιωτικού Ιατρικού Κέντρου. Η μέρα ήταν ασυνήθιστα ζεστή και το άρρωστο άρωμα της πόλης ταλαιπωρούσε τις ήδη τεταμένες αισθήσεις της. Η απρόσμενη καλοκαιρία είχε εντείνει τη μυρωδιά της μούχλας και της υγρασίας που ανέδιδαν τα σκονισμένα κτήρια και οι ολιγόλεπτες εμφανίσεις του ζεστού, μεσημεριάτικου ήλιου ήταν αρκετές για να αναμοχλεύσουν την οσμή της παρακμής και της σαπίλας στους τεράστιους πλαστικούς κάδους απορριμμάτων, που στέκονταν μισογεμάτοι στην άκρη του δρόμου. Η Στεφανία σκούπισε νευρικά τα ιδρωμένα χέρια της πάνω στο τζίν της και άπλωσε το χέρι της προς την πόρτα. Ο γυάλινος τοίχος άνοιξε αυτόματα στα δύο με έναν υπόκωφο θόρυβο και ο δροσερός αέρας του προθάλαμου ξεχύθηκε καταπάνω της, χαϊδεύοντας το ξαναμμένο πρόσωπο της.


Δεν ήταν τόσο η ασυνήθιστη ζέστη που την είχε καταβάλει, όσο η αγωνία και η νευρικότητα που αισθάνονταν, καθώς πέρασε το κατώφλι του τριώροφου κτηρίου και κατευθύνθηκε προς την κεντρική γραμματεία του Κέντρου. Αυτή ήταν, ίσως, η πρώτη της επίσκεψη σε κάποιο γιατρό. Σίγουρα είχε επισκεφτεί γιατρούς στο παρελθόν, όταν ακόμη ήταν μικρή, μα δεν είχε καμιά ανάμνηση από εκείνη την εμπειρία, κανένα σημείο αναφοράς που θα την βοηθούσε να νιώσει πιο χαλαρή και ήρεμη, σαν να επαναλάμβανε μια απλή κίνηση ρουτίνας.

Στάθηκε μπροστά στις τρεις κοπέλες που επάνδρωναν τη γραμματεία. Όλες τους ήταν απασχολημένες, μιλώντας στο τηλέφωνο, που χτυπούσε σαν δαιμονισμένο, κάθε που το ακουστικό ακουμπούσε τη συσκευή. Κοίταξε ανήσυχα γύρω της. Κυριαρχούσε το λευκό σε κάθε του απόχρωση, τόσο στους τοίχους και στο πάτωμα, όσο και στις γύρω επιφάνειες. Τα πάντα έδειχναν φωτεινά και συνάμα αποστειρωμένα, λες και μπήκε στο χειρουργείο κάποιου μεγάλου νοσοκομείου. Μία από τις τρεις κοπέλες της έγνεψε να πάει προς το μέρος της, παρακαλώντας την με νοήματα να κάνει άλλο ένα λεπτό υπομονή. Η Στεφανία της χαμογέλασε αμήχανα.

Ούτε ήξερε το γιατρό που είχε έρθει να δει. Το όνομα και τη διεύθυνση του, την είχε πάρει από τον Κάϊλ την προηγούμενη μέρα. Η συνάντηση στο γραφείο του και η ξαφνική είσοδος του Άρβιν έπαιζε ακόμη σαν χαλασμένος δίσκος μέσα στο κεφάλι της. Όσο ο Κάϊλ της εξηγούσε τη διαφορετικότητα του οργανισμού της, εξαιτίας της καταγωγής της, και την εξειδίκευση του λαμπρού γιατρού, στον οποίον θα την έστελνε για να την εξετάσει, η ίδια προσπαθούσε να καταλάβει τι την ενοχλούσε πιο πολύ απ’ όσα βίωνε εκείνη τη στιγμή. Ήταν η ξαφνική εισβολή του παρελθόντος στο παρόν της; Ήταν η αναπάντεχη τροπή της υγείας της ή μήπως το κενό βλέμμα του Άρβιν, κάθε φορά που τα βλέμματα τους διασταυρώνονταν; Η μπερδεμένη έκφραση της έκανε τον Κάϊλ να εντείνει τις προσπάθειες του για να της εξηγήσει αυτό που της συνέβαινε οργανικά. Το μόνο που κατάφερε να συγκρατήσει από τα λόγια του ήταν οι εκφράσεις «κληρονομική πάθηση του αίματος», «παροδική αδιαθεσία» και «απολύτως θεραπεύσιμη». Τα λόγια του την είχαν καθησυχάσει στιγμιαία, όμως το βλέμμα δυσπιστίας που διέκρινε στα μάτια του Άρβιν, καθώς και αυτός παρακολουθούσε τον ασταμάτητο μονόλογο του Κάϊλ, την είχε προϊδεάσει άσχημα για το σημερινό ραντεβού.

«Πείτε μου, σας παρακαλώ, το όνομα του γιατρού που επιθυμείται να δείτε;». Η ευγενική φωνή της γραμματέως την έβγαλε με μιας από τις σκέψεις της. Έχωσε βιαστικά το χέρι της στη τσέπη του μπουφάν της, έβγαλε την κάρτα που της είχε δώσει ο Κάϊλ, και την έσπρωξε προς το μέρος της. Η κοπέλα τη σήκωσε με γρήγορες κινήσεις και διάβασε το όνομα. Έμεινε για μερικά δευτερόλεπτα σιωπηλή, κατέβασε την κάρτα και κοίταξε την Στεφανία γεμάτη ενδιαφέρον και απορία. Η ανησυχία της Στεφανίας χτύπησε αυτομάτως κόκκινο.

«Τι συμβαίνει; Γιατί έχετε αυτό το ύφος; Γνωρίζετε κάτι σχετικά με τις παθήσεις που κουράρει ο συγκεκριμένος γιατρός;» την ρώτησε σχεδόν ξέπνοα. Η κοπέλα, μόλις κατάλαβε την ανησυχία που μόλις είχε προκαλέσει άθελα της σε έναν από τους ασθενείς του Κέντρου, ανασηκώθηκε στην καρέκλα της και χαμογέλασε καθησυχαστικά. «Σας παρακαλώ, μην ταράζεστε, δεν γνωρίζω κάτι, δεν ήθελα να σας ανησυχήσω άδικα», της είπε με μια ανάσα και συνέχισε, «απλά ο συγκεκριμένος γιατρός δεν δέχεται συχνά ασθενείς, δουλεύει πάντα με ραντεβού και ο όροφος στον οποίο βρίσκεται το γραφείο του είναι υπερβολικά ήσυχος, σε αντίθεση με τους υπόλοιπούς του Κέντρου».

Η Στεφανία έμεινε να την κοιτάει, δίχως να μιλάει. Η κοπέλα έσπρωξε απαλά την κάρτα με το όνομα του γιατρού προς το μέρος της και της έδειξε τον ανελκυστήρα που έστεκε βουβός στα αριστερά τους, απέναντι ακριβώς από τους άλλους δυο ανελκυστήρες του κτηρίου, οι πόρτες των οποίων ανοιγόκλειναν ασταμάτητα από τον κόσμο που μπαινόβγαινε εντός τους. «Ανεβείτε στον τρίτο όροφο και χτυπήστε την πρώτη πόρτα που θα βρείτε βγαίνοντας», της είπε χαμογελαστά και σήκωσε το τηλέφωνο, που χτυπούσε ασταμάτητα καθ’ όλη τη διάρκεια της συνομιλίας τους. Η Στεφανία άρπαξε βιαστικά την κάρτα, την έβαλε και πάλι στην τσέπη της και μπήκε στον ανελκυστήρα που της υπέδειξε, πατώντας ανυπόμονα το κουμπί του ορόφου, που στέγαζε το ιατρείο του παράξενου αυτού γιατρού.

Οι πόρτες του ανελκυστήρα άνοιξαν και μπροστά της απλώθηκε ένας μακρύς, λευκός διάδρομος. Στο τέλος του διέκρινε μια βαριά, ξύλινη πόρτα, από αυτές που ανοίγουν μόνον εάν κάποιος από μέσα πατήσει το ανάλογο κουμπί και σου επιτρέψει να περάσεις. Η Στεφανία στάθηκε μπροστά της και με το βλέμμα της έψαξε για το κουδούνι, μα δεν το βρήκε. Ήταν έτοιμη να χτυπήσει την πόρτα, όταν ένας απαλός, μηχανικός ήχος ακούστηκε και η πόρτα άνοιξε αργά. Την έσπρωξε με τα χέρια της και πέρασε μέσα, δίχως δεύτερη σκέψη.

Αυτό που αντίκρισε μπαίνοντας την έκανε να κοντοσταθεί. Ο χώρος θύμιζε περισσότερο καθιστικό σπιτιού, παρά γραφείο ιατρού. Αναπαυτικοί καναπέδες σε έντονα χρώματα, πολύχρωμα χαλιά και κάθε είδους ηλεκτρονική συσκευή οικιακής διασκέδασης γέμιζαν το ευρύχωρο δωμάτιο στο οποίο είχε μπει. Περπάτησε αργά μέχρι τη μέση του δωματίου, παρατηρώντας προσεκτικά το κάθε τι εντός του, όταν η πόρτα έκλεισε πίσω της με ένα δυνατό ήχο, τραβώντας το βλέμμα της προς την έξοδο.

Η λαχανιασμένη αναπνοή και το χαμηλό γρύλισμα του μεγαλόσωμου ζώου που στέκονταν τώρα ακίνητο μπροστά στην πόρτα την έκανε να κοκαλώσει. Η κατάμαυρή γούνα του και τα απειλητικά μπλε μάτια του της θύμιζαν σκύλο, μα το σώμα του της θύμιζε αιλουροειδές, και το ύψος του ξεπερνούσε το συνηθισμένο ύψος των οικόσιτων ζώων. Δεν ήταν, όμως, μόνο η όψη του που την ξένισε. Το ζώο που έστεκε ακίνητο μπροστά της την κοιτούσε εξεταστικά, κουνώντας αργά πάνω-κάτω τις κόρες των ματιών του. Μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί της Στεφανίας, όμοια με αυτή που θα αισθάνονταν ο καθένας, αν στέκονταν απέναντι από ένα άγνωστο θηρίο. Μόνο που η Στεφανία είχε έντονα την αίσθηση πως το εν λόγω πλάσμα δεν ήταν καν θηρίο, παρά η μεταμφίεση κάποιας άλλης, πολύ πιο ανθρώπινης οντότητας, η οποία ήταν έτοιμη να πετάξει τη μάσκα της και να της επιτεθεί.

«Assez Marian! Tu peux aller maintenant». Η Στεφανία αναπήδησε τρομαγμένη στο άκουσμα της βραχνής, αυστηρής φωνής πίσω της. Απέναντι της στέκονταν ένας ψηλός, λεπτός άντρας, με μαύρα κοντά μαλλιά, συντηρητικό ντύσιμο και χοντρά γυαλιά μυωπίας. «Συγχωρήστε την Μαριάν, δεν τα πάει καλά με τους αγνώστους, γι’ αυτό και την κρατώ πάντα κλειδωμένη στο διπλανό δωμάτιο. Δεν σας περίμενα τόσο νωρίς, γι’ αυτό είχατε και την ατυχία να πέσετε επάνω της» της είπε με απολογητικό ύφος ο ψιλόλιγνος άντρας, καθώς την πλησίαζε με γρήγορες κινήσεις, «είστε η Στεφανία, σωστά; Χάρηκα. Είμαι ο Δόκτωρ Φιλίπ Σοζάν», της είπε απλώνοντας νευρικά το χέρι του προς το μέρος της. «Τι ζώο είναι αυτό; Δεν έχω ξαναδεί τίποτα παρόμοιο», ψέλλισε σαστισμένα η Στεφανία, καθώς το χέρι της ακούμπησε το δικό του σε μια μηχανική χειραψία. Το βλέμμα του άντρα σκοτείνιασε για μια στιγμή στο άκουσμα της ερώτησης, μα γρήγορα ανέκτησε και πάλι τη φυσικότητα του. «Ναι, είναι σπάνιο ζώο, μα απόλυτα εξημερωμένο, σας διαβεβαιώνω, έχω και τα χαρτιά του εκπαιδευτή της που το αποδεικνύουν» είπε βιαστικά, και της έδειξε την είσοδο του γραφείου του, προσπαθώντας απεγνωσμένα να αλλάξει το θέμα της συζήτησης.

«Ο Κάϊλ με πληροφόρησε για την καταγωγή σας και τα περίεργα συμπτώματα που βιώνετε τον τελευταίο καιρό. Πρέπει να σας έχουν τρομοκρατήσει αρκετά, θα σας εξηγήσω όμως τα πάντα, και θα καταλάβετε πως δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας», συνέχισε ο γιατρός, υποδεικνύοντας της μια άνετη, υφασμάτινη πολυθρόνα μπροστά απ’ το γραφείο του για να κάτσει. Η Στεφανία κάθισε επιφυλακτικά στην πολυθρόνα και μέχρι να κάτσει και ο ίδιος στο γραφείο του έριξε μια κλεφτή ματιά τριγύρω. Η προσπάθεια του γιατρού να αποφύγει τις ερωτήσεις σχετικά με το ζώο που τριγυρνούσε ελεύθερο στο γραφείο του, την έκαναν να αισθάνεται ακόμη πιο άβολα απ’ ότι πριν. Η ενδελεχής παρατήρηση του χώρου ήταν η καλύτερη άμυνα της, όταν το άγχος την κατέβαλε. Δεν το έκανε τόσο για να καταλαγιάσει το φόβο της, όσο για να εντοπίσει άμεσα την κοντινότερη έξοδο κινδύνου.

Το δωμάτιο ήταν σχεδόν άδειο, πέρα από μια βαριά βιβλιοθήκη γεμάτη βιβλία που κάλυπτε τη μία άκρη του τοίχου και ένα εξεταστικό κρεβάτι, σκεπασμένο προσεκτικά με πλαστικό κάλυμμα, που έστεκε καμουφλαρισμένο στην άλλη άκρη του δωματίου. Η χοντρή, κυλινδρική βάση του, που ξεπρόβαλε κάτω από το πλαστικό κάλυμμα, της έφερε στιγμιαία στο μυαλό τα κρεβάτια που βρίσκει κανείς στα χειρουργεία.

«Ώστε ο Άλες ήταν ο πατέρας σας;» την ρώτησε όλο περιέργεια ο Δόκτωρ Φιλίπ, κάνοντας την να γυρίσει το βλέμμα της προς το μέρος του. Του έγνεψε καταφατικά και αμέσως ένα σφίξιμο κυρίευσε το στήθος της. Της φαινόταν υπερβολικά δύσκολο να παραδεχτεί τη συγγένεια της με κάποιον, για τον οποίο δεν γνώριζε σχεδόν τίποτα ακόμη. «Έχουμε την ίδια καταγωγή» της είπε. «Θέλετε να πείτε πως ο πατέρας μου ήταν…Γάλλος;» τον ρώτησε γεμάτη απορία η Στεφανία, προσπαθώντας ταυτόχρονα να φέρει στο μυαλό της το σχήμα, έστω, της χώρας για την οποία μιλούσαν, όπως τη θυμόταν από τους χάρτες στα σχολικά της βιβλία. «Θέλω να πω πως οι πρόγονοι σας, όπως και οι δικοί μου, ζούσαν κάποτε σε ένα μικρό χωριό της γαλλικής επαρχίας», της απάντησε ήρεμα. «Εκείνα τα χρόνια οι κοινότητες δεν ήταν τίποτα παραπάνω από τη συνύπαρξη διαφόρων οικογενειών στο ίδιο γεωγραφικό σημείο, με γνώμονα πάντα το φυσικό πλούτο που υπήρχε στην περιοχή. Οι πρόγονοι μου, όπως και οι δικοί σας, ήταν γαιοκτήμονες. Οι ασχολίες τους περιορίζονταν, λοιπόν, στην καλλιέργεια της γης και στη διαχείριση της περιουσίας και της οικογένειας τους. Είχαν την τύχη να ζουν σε μια από τις πιο εύφορες περιοχές της νότιας Γαλλίας, όπου το κλίμα και η μορφολογία του εδάφους ευνοούσαν τόσο την καλλιέργεια της γης, όσο και την εκτροφή ζώων. Όπως καταλαβαίνετε η ζωή τους ήταν δύσκολη, αλλά ήσυχη. Όλα αυτά βέβαια μέχρι και το 1760, όταν άρχισαν τα προβλήματα».

Ο Δόκτωρ Φιλίπ έβγαλε τα χοντρά γυαλιά του και με αργές κινήσεις άρχισε να καθαρίζει τους διάφανους φακούς. «Το 1760 οι καιρικές συνθήκες της περιοχής άλλαξαν απότομα. Η υγρασία πολλαπλασιάστηκε και μαζί της πολλαπλασιάστηκαν οι αρρώστιες, τόσο στα σπαρτά, όσο και στα ζώα που ζούσαν στην περιοχή. Οι μαρτυρίες που έχουμε στη διάθεση μας κάνουν λόγο για κατεστραμμένες σοδειές σιτηρών, σμήνη αλλόκοτων εντόμων, αλλά και περιστατικά παραισθήσεων και παραληρήματος, τόσο στα ζώα όσο και στους κατοίκους της περιοχής. Όπως καταλαβαίνετε, την εποχή εκείνη η επιστήμη δεν είχε θέση στις αγροτικές περιοχές, και γρήγορα η δεισιδαιμονία και ο πανικός κατέβαλε τους κατοίκους με…τραγικά αποτελέσματα». Η τελευταία του πρόταση έκανε την Στεφανία να ανατριχιάσει. Χάος, φόνος, θάνατος, ήταν μερικές μόνο από τις λέξεις που πετάχτηκαν μέσα στο μυαλό της, κάθε μία από αυτές συνοδευόμενη και από μια εικόνα. Η αποσιώπηση των ευκόλως εννοούμενων τελικά, μπορεί να αποβεί πιο τρομαχτική και από την ίδια την περιγραφή τους.

«Φυσικά, η απάντηση στο τι συνέβη τότε, σήμερα είναι απλή», συνέχισε ο γιατρός, τοποθετώντας ξανά τα χοντρά, μυωπικά γυαλιά στο πρόσωπο του. «Για να μην σας κουράζω, όμως, θα σας πω απλά αυτό: ο ιός που ευθύνονταν για τα παραληρήματα και τις παραισθήσεις των προγόνων σας τότε επιβίωσε και μεταφέρθηκε μέσω των γονιδίων μας μέχρι και σήμερα. Βέβαια, σήμερα, η επιρροή του στην υγεία των απογόνων είναι πολύ πιο ήπια όμως, κάποια συμπτώματα μπορεί να γίνουν αισθητά από κάποιους. Με άλλα λόγια, αυτό που σας συμβαίνει δεν είναι τίποτα άλλο από την εμφάνιση μιας, ουσιαστικά, κληρονομικής ασθένειας, η διάρκεια και συμπτωματολογία της οποίας θα περάσει το πολύ σε μία εβδομάδα».

Η Στεφανία έμεινε να τον κοιτάει με δυσπιστία. «Ήπια; Ήπια είπατε; Τα δικά μου συμπτώματα δεν ήταν διόλου ήπια, σας διαβεβαιώνω. Θα έπαιρνα όρκο πως η καρδιά μου κόντεψε να σταματήσει, τα άκρα μου παρέλυσαν και όταν τελικά συνήλθα, ένιωσα πως το σώμα μου είχε…Πώς να το πω; Είχε αποκτήσει…υπερφυσικές δυνάμεις», είπε τελικά, νιώθοντας και η ίδια ηλίθια για αυτό που ξεστόμισε. Φυσικά και δεν πίστευε σε τίποτα υπερφυσικό, όχι για την ίδια τουλάχιστον. Παρόλα αυτά, όλα όσα τις είχαν συμβεί δεν είχαν καμιά λογική εξήγηση. Το πρόσωπο του Φιλίπ παρέμεινε για λίγο ανέκφραστο σε όσα άκουγε, μα σύντομα ένα ευγενικό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του.

«Ο κάθε ασθενής, όταν βιώνει ένα δυνατό σωματικό πόνο, αισθάνεται έξω από τα νερά του, σαν αυτό που του συμβαίνει να είναι ένα δυνατό σήμα κινδύνου από έναν άγνωστο για αυτόν μηχανισμό, που στην παρούσα φάση δεν είναι άλλος από το ίδιο του το σώμα. Δεν μου κάνουν εντύπωση τα όσα λέτε, ίσως επειδή τα έχω ξανακούσει πολλές φορές. Εγώ, από τη θέση που είμαι και με τις γνώσεις που έχω, μπορώ να σας πω ότι αυτό που σας συμβαίνει είναι κάτι τελείως συνηθισμένο, για κάποιον με την καταγωγή σας», της είπε καθησυχαστικά. «Κάτι που θα περάσει εντός της εβδομάδας, με τη βοήθεια αυτού του βότανου», συνέχισε και με το αριστερό του χέρι άρχισε να γράφει μια λέξη στη λευκή σελίδα που είχε μπροστά του. Έσκισε με ταχύτητα τη σελίδα και την έσπρωξε προς το μέρος της Στεφανίας.

Η Στεφανία άπλωσε το χέρι της και πήρε το χαρτί. Το έφερες μπροστά στο πρόσωπο της για να διαβάσει το όνομα του βοτάνου, μα δεν κατάφερε να βγάλει τα γράμματα, της φάνηκαν σαν να ήταν γραμμένα σε άλλη γλώσσα. «θα σας συμβούλευα να το αγοράσετε από το μαγαζί που βρίσκεται στην επόμενη γωνία, στη διασταύρωση των οδών Σλάιτ και Νιού Στριτ. Μόνον εκεί θα το βρείτε», της είπε ο Φιλίπ, φορώντας ακόμη το ίδιο ευγενικό χαμόγελο. «Στη γωνία που λέτε δεν υπάρχει φαρμακείο, μα ούτε κάποιο μαγαζί που να πουλάει φαρμακευτικά βότανα», του απάντησε η Στεφανία και το πρόσωπο της πλέον πρόδιδε έντονα τη δυσπιστία που ένιωθε για όσα άκουγε.

«Το βότανο που σας έγραψα δεν είναι φαρμακευτικό», της απάντησε ο Φιλίπ και το ύφος του σοβάρεψε, «Το βότανο αυτό είναι κυρίως ηρεμιστικό. Δεν σας χρειάζονται φάρμακα, πιστέψτε με, αυτό που σας χρειάζεται είναι ηρεμία για να επεξεργαστείτε και να κατανοήσετε με ψυχραιμία όλα τα νέα δεδομένα της ζωής σας».