Romance and Urban Fantasy Lit

  • Kelley Armstrong, J.R.Ward, Charlaine Harris, L.J. Smith, Kresley Cole, Gena Showalter

What is this place?

Έχω αλλάξει πολλές γνώμες για αυτό το χώρο και όχι άδικα. Η συγγραφή είναι δύσκολη και επίπονη δουλειά, απαιτεί πολύ γράψε-σβήσε…Η ιστορία που ξεκίνησα πριν κάποιους μήνες παίρνει λοιπόν καινούργια μορφή, επιδιώκει να γίνει καλύτερη –αλλά όχι τέλεια- οπότε τα σχόλια σας δεν θα είναι μόνο χρήσιμα, αλλά και απαραίτητα.

Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

Κεφάλαιο 11ο Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ


Εξάψεις, μπόλικος ιδρώτας και ένας ύπουλος, σιγανός πόνος που ταλάνιζε όλο της το κορμί: αυτή ήταν λίγο-πολύ η περίληψη της ζωής της Στεφανίας τις τελευταίες τρεις μέρες. Τουλάχιστον είχαν κοπεί μαχαίρι τα περίεργα καρδιοχτύπια και ο έντονος πόνος στο κέντρο του στήθους της και αυτό ήταν σίγουρα παρήγορο. Θα κρατήσει για λίγο χρονικό διάστημα, κάτι σαν γρίπη δηλαδή. Έτσι της είχε πει ο Φιλίπ, ο γιατρός στον οποίο την έστειλε ο Κάϊλ, όταν τον είχε πιέσει ασφυκτικά να της πει αληθινά τι της συμβαίνει. Το θέμα ήταν πως αυτό που της συνέβαινε δεν είχε να κάνει με κάποιο μικρόβιο ή κάποιο ιό, όπως προσπάθησε να της εξηγήσει ο γιατρός. Αυτό που της συνέβαινε είχε να κάνει αποκλειστικά με τον πατέρα της και κάποιο περίεργο γονίδιο που της είχε κληροδοτήσει, αυτή ήταν η αλήθεια, τουλάχιστον για την ίδια. Δεν έφτασε προφανώς η παντελής απουσία του απ' τη ζωή της, ήθελε να της αφήσει και κάτι για να τον θυμάται! Πόσο σαδιστικά πρέπον σκέφτηκε και χτύπησε με φόρα στο πάγκο της κουζίνας την κούπα του καφέ που κρατούσε στα χέρια της.
Τα βότανα που τη συμβούλευσε ο Φιλίπ να αγοράσει δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Τα νεύρα της την βασάνιζαν όλο και πιο πολύ κάθε μέρα που περνούσε. Κοιμόταν όλο και λιγότερες ώρες κάθε βράδυ, με αποτέλεσμα τα πρωινά να μην έχει ούτε τη διαύγεια, μα ούτε τη διάθεση να ψάξει για δουλειά. Τα λεφτά της τελείωναν πιο γρήγορα απ' ότι υπολόγιζε και η πρόταση του Κάϊλ να μετακομίσει για λίγο στον οικισμό που έζησε και ο πατέρας της δεν έμοιαζε πια με πρόταση, αλλά με μοναδική λύση. Της είχε πει ότι θα έμενε στο σπίτι του, όπου ήδη την περίμενε η σύντροφος του, η Σαλίνα. Χθες βράδυ του έδωσε το ΟΚ και σήμερα το πρωί είχε ήδη κανονίσει την μεταφορά της.
Μάζεψε ότι ρούχα βρήκε μπροστά της και τα έριξε ανακατωμένα στο σάκο που της είχε δανείσει ο Έντι. Όταν του μίλησε για όσα της είχαν συμβεί, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό του. «Τόσο καιρό ψάχναμε να τον βρούμε αυτόν τον άνθρωπο και πάνω που τον ξέχασες τελείως, σε βρήκε ουσιαστικά αυτός», της είχε πει με περίσσιο καμάρι, λες και όλες οι θεωρίες του περί σύμπαντος, συμπτώσεων και μοίρας επιβεβαιώνονταν ξαφνικά. «Κόντεψα να πεθάνω, τόσο από την τρομάρα μου, όσο και από το σοκ και εσύ ενθουσιάζεσαι;», του είχε αντιγυρίσει αυτή εκνευρισμένη. «Το θέμα είναι ότι όλα γίνονται για κάποιο σκοπό Στεφανία, και όλα όσα γίνονται για να φτάσουμε στον προορισμό μας δεν μπορεί να είναι πάντα ευχάριστα», της είχε πει με σοβαρότητα διανοούμενου. «Στην τελική, μια χαρά είσαι, κάτι σαν γριπούλα έχεις, θα περάσει», συνέχισε περιπαικτικά, ακριβώς επειδή αυτός ήταν πάντα ο ρόλος του: να καθησυχάζει τους φόβους και τις ανησυχίες της.
Παρά τη στενή τους σχέση, η Στεφανία δεν του ανάφερε σχεδόν τίποτα για τον Άρβιν ή μάλλον οι λέξεις με τις οποίες τον περιέγραψε δεν άφησαν περιθώρια για πειράγματα ή ρομαντισμούς. Περίεργος, ανατριχιαστικός, ανάγωγος ήταν μόνον μερικές από αυτές. Φυσικά και μετάνιωσε για όλες τη στιγμή ακόμη που τις ξεστόμιζε. Δεν συνήθιζε να βγάζει γρήγορα συμπεράσματα για τον κόσμο γύρω της, αλλά στην προκειμένη περίπτωση, τόσο τα αρνητικά όσο και τα θετικά συναισθήματα που της δημιουργούσε η εμφάνιση του Άρβιν στη ζωή της μπέρδευαν χαοτικά το ένστικτο της.
Στεκόταν ήδη έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας της, όταν ένα μεγάλο τζιπ με σκουρόχρωμα τζάμια σταμάτησε στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Η πόρτα άνοιξε και ο Άρβιν στάθηκε με τα χέρια στις τσέπες του τζιν που φορούσε, περιμένοντας την κίνηση των αυτοκινήτων να κόψει, ώστε να διασχίσει το δρόμο. Ντυμένος στα μαύρα, με ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά να καλύπτουν τα μάτια του, έμοιαζε εξωπραγματικός. Εξωπραγματικά όμορφος σκέφτηκε η Στεφανία καθώς τον κοιτούσε να διασχίζει το δρόμο και αμέσως σιχτίρισε τον αδύναμο χαρακτήρα της. Σταμάτησε μπροστά της και για μερικά δευτερόλεπτα και κοιτάχτηκαν δίχως να μιλάνε.
«Είσαι έτοιμη;» τη ρώτησε τελικά και χαμογέλασε αυτάρεσκα. Αυτό το χαμόγελο του την δαιμόνιζε! Της έδινε συνεχώς την αίσθηση πως μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις της.
«Πάμε» του είπε και προχώρησε προς το αμάξι, δίχως να τον περιμένει να την ακολουθήσει.
Ο Άρβιν έβαλε το σάκο της στο πίσω μέρος και κάθισε με γρήγορες κινήσεις στη θέση του οδηγού. Μέχρι να βγουν από την πόλη της έριχνε κλεφτές ματιές, μα η Στεφανία προσπαθούσε εσκεμμένα να τον αγνοήσει.
«Έχεις τα χάλια σου», είπε μετά από αρκετή ώρα σιωπής, «δεν κοιμάσαι αρκετά;». Ο αχνό τόνος ανησυχίας που διέκρινε στη φωνή του, την ξάφνιασε.
«Δεν κοιμάμαι σχεδόν καθόλου, ευχαριστώ για το κοπλιμέντο», του απάντησε και συνέχισε να κοιτά έξω από το παράθυρο του συνοδηγού. Το ξαφνικό του ενδιαφέρον δεν ήταν αρκετό για να την κάνει να παραβλέψει την αδιάφορη και ψυχρή στάση του, όταν την συνάντησε για πρώτη φορά στο γραφείο του Κάϊλ, μα ούτε το γεγονός ότι ήξερε τόσα για το παρελθόν της και της τα απέκρυψε.
Ο Άρβιν την κοίταξε με την άκρη του ματιού του. «Δεν χρειάζεται να είσαι τόσο επιθετική μαζί μου. Μια παρατήρηση έκανα μόνο», είπε τελικά, προσπαθώντας να κατευνάσει το θυμό της.
«Είσαι πράγματι πολύ παρατηρητικός», του ανταπάντησε, δίχως να τον κοιτάξει.
Από εκείνη τι στιγμή και μετά έπαψε να προσπαθεί να της πιάσει κουβέντα και η Στεφανία αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στο δρόμο, ρουφώντας -όσο της επέτρεπε η κούραση της- την εναλλαγή των τοπίων. Δεν είχαν φτάσει ούτε στα μισά της διαδρομής, όταν ο οργανισμός της άρχισε να νιώθει τα πρώτα σημάδια στέρησης. Είχε άμεση ανάγκη από έναν καφέ, αν ήθελε να κρατηθεί όρθια μέχρι το τέλος της διαδρομής, μα δεν μίλησε.
Ο Άρβιν σταμάτησε το αυτοκίνητο σε έναν σταθμό ξεκούρασης στην άκρη του δρόμου και την κοίταξε ξανά μέσα από τα μαύρα του γυαλιά.
«Δείχνεις πραγματικά εξουθενωμένη, πρέπει να φας κάτι», της είπε χαμηλόφωνα. Η Στεφανία κούνησε απλά το κεφάλι της καταφατικά και πριν προλάβει να του πει οτιδήποτε, ο Άρβιν βγήκε από το αμάξι και κατευθύνθηκε προς το κτίριο που έστεκε μπροστά τους. Όταν επέστρεψε η μυρωδιά του φρέσκου καφέ χτύπησε τα ρουθούνια της και η διάθεση της βελτιώθηκε αισθητά, τόσο μάλιστα που του χαμογέλασε. Αν και παρατήρησε την ξαφνική αλλαγή στη διάθεση της, προτίμησε να μην την σχολιάζει και ακούμπησε απλά στα πόδια της τη χάρτινη σακούλα που κρατούσε στα χέρια του. Η Στεφανία την άνοιξε και κοίταξε μέσα. Ήταν γεμάτη με όλων των ειδών τα γλυκίσματα που συνήθως συνοδεύουν τον καφέ.
«Δεν ήξερα τι προτιμάς και πήρα σχεδόν τα πάντα», της είπε αμήχανα.
Η Στεφανία χαμογέλασε ξανά. «Σ' ευχαριστώ, είσαι υπερβολικά καλός μαζί μου σήμερα», του είπε προσπαθώντας να του δείξει όσο πιο διακριτικά μπορούσε την ευγνωμοσύνη της.
«Δεν το κάνω από καλοσύνη. Εκτελώ διαταγές», της είπε, χαμογελώντας πονηρά.
Ήταν ίσως η πρώτη φορά που τον έβλεπε να χαμογελά με τόση χαλαρότητα και η εικόνα την ευχαριστούσε περισσότερο απ’ όσο ήταν έτοιμη να παραδεχτεί. «Τα συγχαρητήρια μου, λοιπόν. Κάνεις πολύ καλή δουλειά», του ανταπάντησε και έσκυψε το κεφάλι της πάνω από το αχνιστό κυπελάκι του καφέ, προσπαθώντας να κρύψει τα συναισθήματα που έκαιγαν τα μάγουλα της.
Την κοίταξε για λίγο σιωπηλός, μα μόλις σήκωσε το βλέμμα της να τον κοιτάξει γύρισε αμέσως το κεφάλι του προς τον αυτοκινητόδρομο.
«Περίμενα πως θα είχες πολλά να με ρωτήσεις σ' αυτή τη διαδρομή, αλλά έκανα λάθος», της είπε, δίχως να την κοιτά. Το βλέμμα του παρέμεινε κολλημένο στον απέραντο δρόμο μπροστά τους, καθώς το αυτοκίνητο έπαιρνε πάλι την πορεία του.
«Ναι, υπάρχει κάτι που θα ήθελα να σε ρωτήσω», του απάντησε η Στεφανία, και το μυαλό της γύρισε πάλι σ' εκείνο το πρώτο βράδυ της γνωριμίας τους. «Μπορείς να με ρωτήσεις ότι θέλεις. Τον πατέρα σου τον γνώριζα καλά», της απάντησε και η Στεφανία τον κοίταξε απορημένα. «Για αυτόν δεν θέλεις να με ρωτήσεις;», την ρώτησε όταν αντιλήφθηκε το απορημένο της βλέμμα.
Ήταν προφανές πως δεν είχαν το ίδιο πράγμα στο μυαλό τους. Τα μάγουλα της Στεφανίας άρχισαν να καίνε πάλι, μα αυτή τη φορά από ντροπή. Το φιλί που μοιράστηκαν στο πάρκο τελικά είχε περισσότερη σημασία για την ίδια παρά για τον Άρβιν. Ήταν λογικό λοιπόν που ο ίδιος δεν είχε καμιά απορία για το ότι συνέβη. Ίσως τελικά να το ονειρεύτηκα σκέφτηκε βιαστικά, προσπαθώντας να δώσει μια λιγότερο επώδυνη εξήγηση για τη σιωπή του. «Στεφανία; Τι θέλεις να με ρωτήσεις;», η βραχνή φωνή του της υπενθύμισε πως ήταν η σειρά της να μιλήσει. «Του μοιάζω καθόλου;» ρώτησε χαμηλόφωνα, δίχως να το σκεφτεί.
Ο Άρβιν συνέχισε να κοιτά το δρόμο και χαμογέλασε νοσταλγικά. «Δε θα το έλεγα. Όχι», της απάντησε δίχως δισταγμό και αμέσως η έκφραση της σκοτείνιασε. «Μα μοιάζεις αρκετά με τη μητέρα σου», συμπλήρωσε αμέσως και αυτή τη φορά γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος της.
«Ήξερες τη μητέρα μου;» Η κατάπληξη της τον έκανε να χαμογελάσει και πάλι. «Ναι, την ήξερα».
«Πώς ήταν;» τον ρώτησε γεμάτη ανυπομονησία.
«Ας πούμε ότι ο Άλες είχε πολύ καλό λόγο που ξελογιάστηκε τόσο μαζί της», της απάντησε και το πρόσωπο του συνοφρυώθηκε.
«Είναι αλήθεια ότι απαρνήθηκε τα πάντα για χάρη της;», ρώτησε τότε εκείνη, αποφασισμένη να φτάσει στην αλήθεια αυτή τη φορά.
«Είναι αλήθεια», της απάντησε κοφτά, σαν να μη δεχόταν καμία αντίρρηση σ' αυτό που μόλις είπε.
«Κρίμα που δεν έκανε το ίδιο και για μένα», του είπε η Στεφανία και ο θυμός που χρόνια ένιωθε για τον χαμένο της πατέρα άρχισε και πάλι να σιγοβράζει στο στήθος της.
Ο Άρβιν γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος της και την κοίταξε θυμωμένα. «Μην τον κρίνεις τόσο αυστηρά, χωρίς να ξέρεις».
«Ξέρω ότι με εγκατέλειψε και δεν χρειάζεται να ξέρω τίποτα παραπάνω», του είπε και σταύρωσε τα χέρια της πάνω στο στήθος της όλο πείσμα.
«Τότε ξέρεις και βλέπεις μόνο ότι σε αφορά. Είσαι απλά κολλημένη στον εαυτούλη σου», της φώναξε και η οργή του άρχισε να πλημμυρίζει τα όμορφα χαρακτηριστικά του.
«Είμαι! Ναι! Και ο λόγος γιατί; Είναι απλός. Πέρα από τον εαυτό μου δεν είχα τίποτα άλλο σε αυτή τη ζωή!», του φώναξε και αυτή το ίδιο οργισμένα.
«Καιρός λοιπόν να βγάλεις το κεφάλι σου από την άμμο και να κοιτάξεις γύρω σου Στεφανία», της απάντησε με λιγότερη ένταση αυτή τη φορά.
«Τι εννοείς;».
Το ύφος του σκοτείνιασε και πάλι. «Όταν ένας από εμάς χάσει το ταίρι του δεν επιβιώνει, Στεφανία. Την ακολουθεί πάντα στο θάνατο», της απάντησε απρόθυμα και η έκφραση του προσώπου του γέμισε ξαφνικά με πόνο.
Ένας από εμάς; Την ακολουθεί στο θάνατο; αναρωτήθηκε σιωπηλά η Στεφανία, και το βλέμμα της κόλλησε στο πρόσωπο του. «Δεν καταλαβαίνω».
«Θα καταλάβεις στην πορεία», της απάντησε κοφτά, θέλοντας να κόψει τη κουβέντα.
«Θέλεις να πεις; Θέλεις να πεις ότι ο πατέρας μου αυτοκτόνησε μετά το θάνατο της μητέρας μου;», επέμεινε και η ιδέα και μόνο του τι ξεστόμισε, τη γέμισε τρόμο.
«Μπορείς να το δεις και έτσι, ναι», της απάντησε ξερά και τα μάτια του δεν ξεκόλλησαν λεπτό από το δρόμο, που τώρα απλώνονταν μπροστά τους σε μια ατελείωτη ευθεία.
Το βλέμμα της Στεφανίας έμεινε κολλημένο επάνω του. Η απελπισία, ο πόνος, το σοκ των όσων άκουγε την είχαν ακινητοποιήσει. Φοβόταν και να αναπνεύσει, να σκεφτεί. Σκότωσα και τους δυο τους γονείς μου σκέφτηκε τελικά και τα δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στο πρόσωπο της, δίχως να το καταλάβει.
Στο άκουσμα του βουβού κλάματος, η καρδιά του Άρβιν σφίχτηκε. Δίχως να το θέλει ένιωσε την ανάγκη να την αγκαλιάσει, να την παρηγορήσει, έστω να της πει «συγνώμη» για αυτό που ξεστόμισε με τόση ευκολία. Το θέμα ήταν πως στα χίλια και παραπάνω χρόνια ζωής που μετρούσε δεν χρειάστηκε ποτέ να κάνει κάτι τέτοιο, ούτε για την οικογένεια του, ούτε όμως και για τα μέλη της ομάδας του. Τα χέρια του έσφιξαν το τιμόνι του αυτοκινήτου τόσο δυνατά, που οι αρθρώσεις των δακτύλων του έγιναν κάτασπρες. Η απόλυτη σύγχυση που αισθανόταν τον έκανε να θυμώσει, κυρίως με τον εαυτό του.
«Σταμάτα να κλαψουρίζεις! Αυτή είναι η αλήθεια! Δέξου τη!», της φώναξε και η συνειδητοποίηση της βλακείας που ξεστόμισε τον χτύπησε στο στομάχι σαν ατσάλινη γροθιά.
Η Στεφανία σκούπισε τα δάκρυά της νευρικά και τον κοίταξε. Το βλέμμα της ήταν γεμάτο περιφρόνηση. «Πόσο πιο αναίσθητος θα μπορούσες να είσαι;», του απάντησε γεμάτη απογοήτευση και γύρισε και πάλι το κεφάλι της προς το παράθυρο του συνοδηγού.
Ωραία! Μόλις μεταμορφώθηκα στον μεγάλο, κακό λύκο του παραμυθιού στα μάτια της σκέφτηκε ο Άρβιν και έβρισε τον εαυτό του χαμηλόφωνα.

6 σχόλια:

Clem Lumen είπε...

Θα το διαβάσω απ'την αρχή και θα επανέρθω με πιο διαφωτιστικό σχόλιο...

Καλημέρα:)

Eirini είπε...

ax anipomono gia to epomeno:) kanis poli kalo doulia bravoooo!!!!! m aresi poli

anidifranco είπε...

@Ειρήνη Σ' ευχαριστώ τόσο πολύ!!!!Ο ενθουσιασμός σου μου φτιάχνει τη μέρα :))) Να'σαι καλά!!

Ανώνυμος είπε...

Όμορφες περιγραφές και νοηματική συνοχή.Αρκετά απλή η γραφή σε ορισμένα σημεία. Η πλοκή του από το 2-3 μέρος και μετά είναι λίγο προβλέψιμη. Θυμίζει αρκετά το Underground...καλό η κακό αυτό.. λοιπόν θα δείξει η συνέχεια.Σε γενικές γραμμές είναι μία πολύ καλή αρχή.Ελπίζω να δω στην συνέχεια κι ένα "πιο δυνατο" προσωπικό σου ύφος με πιο ριξηκέλευθη πλοκή. Συνέχισε την αυτή την καλή προσπάθεια.

N

anidifranco είπε...

@FreeSpirit Το σχόλιο σου είχε διαγραφεί, αλλά εμφανίστηκε και πάλι ως δια μαγείας:) Θα χαρώ πραγματικά να ακούσω τη γνώμη σου :) Καλημέρα!

anidifranco είπε...

@N Τα σχόλια σου είναι χρήσιμα και διαφωτιστικά, στο είπα και από κοντά:) Η συνέχεια αυτής της κουβέντας offline, ξέρεις εσύ.